Navigation |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΡΑΨΩΔΙΕΣ Α-Ω
Η πρώτη ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας αρχίζει με το προοίμιο, στο οποίο ο ποιητής ζητάει από τη Μούσα να του μιλήσει για τον Οδυσσέα. Ακολούθως μιλά για το παρόν και για το μέλλον του ήρωα και αμέσως μεταφέρει το θέμα σε συνέλευση των θεών στον Όλυμπο, με απουσία του Ποσειδώνα. Εκεί με πρόταση της Αθηνάς αποφασίζεται να σταλεί ο Ερμής στο νησί της Καλυψώς, για να της μηνύσει την απόφαση των θεών, να γυρίσει επιτέλους στον τόπο του ο κρατημένος από τα θέλγητρά της Οδυσσέας. Ακόμη, στη συνέλευση αποφασίζεται να πάει η Αθηνά στην Ιθάκη για να κινητοποιήσει το γιο του ήρωα Τηλέμαχο για αναζήτηση πληροφοριών για τον πατέρα του. Αμέσως η θεά φτάνει μεταμορφωμένη στο παλάτι του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος την καλωσορίζει και τη φιλοξενεί. Στο μεταξύ οι μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης γλεντούν με τα τραγούδια του Φήμιου. Αρχίζει σε λίγο ένας διάλογος ανάμεσα στον Τηλέμαχο και στην Αθηνά. Ο Τηλέμαχος ρωτά για την καταγωγή και το σκοπό της επίσκεψης του φιλοξενούμενού του. Η Αθηνά του δίνει ψεύτικα στοιχεία και δημιουργεί κλίμα αισιοδοξίας στον Τηλέμαχο για την επιστροφή του πατέρα του. Ο Τηλέμαχος ελεεινολογεί για την τύχη του και η Αθηνά κάνει σκόπιμες ερωτήσεις και παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά των μνηστήρων. Ο Τηλέμαχος μιλάει για τις δαπάνες που γίνονται στο παλάτι από τους μνηστήρες, καθώς η μάνα του δε θέλει να επιλέξει κάποιον από αυτούς, αλλά και δε μπορεί να κλείσει το θέμα. Η Αθηνά συμβουλεύει τον Τηλέμαχο να ζητήσει από τους μνηστήρες να αποχωρήσουν από το παλάτι και ο ίδιος να αναχωρήσει αμέσως για την Πύλο και για τη Σπάρτη και ανάλογα με τις πληροφορίες που θα έχει να ενεργήσει γυρνώντας στην Ιθάκη. Ο Τηλέμαχος παρακαλεί τον φιλοξενούμενό του να μείνει λίγο για κάποιες περιποιήσεις και για δώρα που θα του δώσει, όμως η Αθηνά ζητά μόνο κάποιο δώρο και φεύγει με θαυμαστό τρόπο. Ο Τηλέμαχος γυρνά στο χώρο όπου ήταν οι μνηστήρες και, όταν η μητέρα του εμφανίζεται και παρακαλεί το Φήμιο να σταματήσει τα τραγούδια του για τους « νόστους » των Ελλήνων από την Τροία, με απροσδόκητο γι` αυτήν τρόπο της ζητά να μην παρεμβαίνει και να γυρίσει στην κάμαρά της. Έπειτα μιλά και ξαφνιάζει τους μνηστήρες με το σταθερό λόγο του και με το διάλογό του με δύο από αυτούς. Το γλέντι των μνηστήρων τελειώνει και αναχωρούν όλοι για ύπνο.
Ο Τηλέμαχος συγκαλεί συνέλευση των Ιθακήσιων. Ένας από τους γεροντότερους, ο Αιγύπτιος, μιλώντας πρώτος ζητά να μάθει για ποιο λόγο έχει γίνει η συνέλευση. Απαντώντας του ο Τηλέμαχος μιλά για την κατασπατάληση της περιουσίας του από τους μνηστήρες και ζητά να εναντιωθούν σ` αυτούς και να του συμπαρασταθούν. Δεύτερος μιλάει στον Τηλέμαχο ο μνηστήρας Αντίνοος : αναπτύσσει τους δόλους της Πηνελόπης, που τους αποκάλυψε μια σκλάβα της, και του ζητά να στείλει τη μητέρα του στον πατέρα της για να κάνει μαζί μ` εκείνον την επιλογή της, απειλώντας ότι αλλιώς οι μνηστήρες δε θα φύγουν από το πατρικό του παλάτι. Στην απάντησή του ο Τηλέμαχος δικαιολογεί την άρνησή του να αποδεχτεί ό,τι αυτός ζήτησε και τονίζει ότι θα ζητήσει θεϊκή βοήθεια. Εμφανίζεται τότε μια « διοσημία » : δύο αετοί που, σπαράζοντας ο ένας τον άλλο, φεύγουν δεξιά από την πόλη. Ο γέροντας Αλιθέρσης, που έχει φήμη οιωνοσκόπου, μιλώντας τους μαντεύει ότι σύντομα θα γυρίσει ο Οδυσσέας και θα φέρει όλεθρο• κλείνει το λόγο του με τη σύσταση να σταματήσει ό,τι κάνουν οι μνηστήρες. Μιλώντας τότε προσβλητικά στο γέροντα ο μνηστήρας Ευρύμαχος ζητά από τον Τηλέμαχο ό,τι είχε ζητήσει και ο Αντίνοος διατυπώνοντας την ίδια απειλή. Απαντώντας του ο Τηλέμαχος ζητά να του δώσουν ένα πλοίο και συντρόφους για να ταξιδέψει στην Πελοπόννησο και, συλλέγοντας πληροφορίες για τον πατέρα του, να ρυθμίσει τα εκκρεμή θέματα με την επιστροφή του στην Ιθάκη. Στη συνέχεια ο φίλος του Οδυσσέα, Μέντορας μιλώντας κακίζει τους Ιθακήσιους που ανέχονται τη συμπεριφορά των μνηστήρων. Του απαντά με βάναυσο τρόπο ο μνηστήρας Ληόκριτος και με το λόγο του διαλύει τη συνέλευση. Ο Τηλέμαχος, πηγαίνοντας στην ακρογιαλιά, προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, τον ενθαρρύνει στην απόφασή του να ταξιδέψει. Όταν γυρίζει στο παλάτι του και ξαναβρίσκει τους μνηστήρες να γλεντούν, του μιλά ο Αντίνοος για να του πει ότι θα του ετοιμάσουν πλοίο, αλλά ο Τηλέμαχος αρνείται την πρότασή του να γλεντήσει μαζί τους. Εκείνος αποσύρεται και, με τη γεμάτη έγνοιες γι` αυτόν τροφό του Ευρύκλεια, κάνει τις ετοιμασίες του ταξιδιού. Παράλληλα η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Τηλέμαχο, τρέχει μέσα στην πόλη και εξασφαλίζει και πλοίο και συντρόφους και ύστερα, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, ενημερώνει σχετικά τον Τηλέμαχο. Αμέσως μετά γίνεται η επιβίβαση των συντρόφων και των πραγμάτων στο πλοίο και η ραψωδία κλείνει με το ολονύχτιο ταξίδι.
Ο Τηλέμαχος και η συνοδεία του φτάνουν στην Πύλο, καθώς οι Πυλιώτες έκαναν θυσία στον Ποσειδώνα στην ακρογιαλιά. Η μεταμορφωμένη Αθηνά ενθαρρύνει τον Τηλέμαχο να ρωτήσει για το θέμα που τον ενδιαφέρει το Νέστορα, παραμερίζοντας τους δισταγμούς του. Η υποδοχή των φιλοξενούμενων είναι θερμή. Ο γιος του Νέστορα, Πεισίστρατος πρωτοστατεί στην υποδοχή, Αθηνά και Τηλέμαχος δέονται στον Ποσειδώνα. Μετά το τέλος του συμποσίου ο Νέστορας ρωτά τους φιλοξενούμενούς του για την ταυτότητα και για το σκοπό του ταξιδιού τους. Του απαντά ο Τηλέμαχος και τον παρακαλεί να του πει ό,τι ξέρει για την τύχη του πατέρα του. Ο Νέστορας τότε αναπτύσσει την πρώτη αφήγησή του: μιλά για τις καλές σχέσεις του με τον Οδυσσέα όσον καιρό διεξαγόταν ο Τρωικός πόλεμος, για τις ικανότητες εκείνου, για τη διένεξη που είχαν τα δυο αδέλφια Μενέλαος και Αγαμέμνονας μετά την άλωση της Τροίας και για το διχασμό που εκείνη δημιούργησε στο ελληνικό στρατόπεδο, για μια δεύτερη διένεξη ανάμεσα σε όσους δεν είχαν συνταχθεί αρχικά με τον Αγαμέμνονα, μετά την οποία ο Νέστορας δε βλέπει πια τον Οδυσσέα• τελειώνοντας δίνει πληροφορίες μόνο για τους άλλους ηγέτες της εκστρατείας και συμβουλεύει εγκαρτέρηση στον Τηλέμαχο. Ακολουθεί μια συνομιλία ανάμεσα στον Τηλέμαχο, στο Νέστορα και στην Αθηνά : ο πρώτος δείχνει απαισιόδοξος, ο δεύτερος ρωτά για τους μνηστήρες και η τρίτη ενθαρρύνει. Τελικά ο Νέστορας, για να ανταποκριθεί στην επιθυμία του Τηλέμαχου να μάθει για το χαμό του Αγαμέμνονα, αναπτύσσει τη δεύτερη αφήγησή του : πώς ο Αίγισθος παράσυρε την Κλυταιμνήστρα σε εξωσυζυγικές σχέσεις μαζί του, πώς σκότωσαν μαζί τον Αγαμέμνονα όταν γύρισε στον τόπο του και πώς ο Ορέστης εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του• τελειώνοντας την αφήγησή του, τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη για να ζητήσει πληροφορίες από το Μενέλαο. Όταν νύχτωσε και τέλειωσαν το φαγητό, Αθηνά και Τηλέμαχος δείχνουν πρόθεση να γυρίσουν στο πλοίο τους, αλλά αντιτείνει ο Νέστορας. Η Αθηνά μιλώντας στο Νέστορα βρίσκει πρόφαση για τον εαυτό της και φεύγει με θαυματουργό τρόπο. Ο Νέστορας, που ερμηνεύει την κίνηση της Αθηνάς, ενθαρρύνει τον Τηλέμαχο και δέεται στην Αθηνά. Ο Τηλέμαχος κοιμάται στο παλάτι του Νέστορα και του γίνονται περιποιήσεις. Τα ξημερώματα ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την Πύλο με αμάξι, φτάνει στις Φηρές και από εκεί συνεχίζει το ταξίδι του προς τη Σπάρτη.
Ο Τηλέμαχος και ο γιος του Νέστορα, Πεισίστρατος φτάνουν στη Σπάρτη. Εκεί τους γίνεται υποδοχή και φιλοξενία από το βασιλιά Μενέλαο. Όταν αρχίζει η συνομιλία τους, ο Μενέλαος εξηγεί στους δυο νέους όσα αξιοθέατα βλέπουν στο παλάτι του και εκφράζει τη λύπη του για το χαμό των συντρόφων του και για την άγνωστη γι` αυτόν τύχη του Οδυσσέα. Σε λίγο εμφανίζεται η Ελένη και πρώτη υποψιάζεται την ταυτότητα του Τηλέμαχου. Αμέσως γίνεται η αναγνώριση των φιλοξενούμενων. Τη συγκίνηση που έχει δημιουργήσει η αναγνώριση καταλαγιάζει με τέχνασμά της η Ελένη. Στη συνέχεια η σπαρτιάτισσα βασίλισσα κάνει μια αφήγηση για μια συνάντησή της στην πολιορκημένη Τροία με τον Οδυσσέα. Ακολουθεί μια δεύτερη αφήγηση, αυτή τη φορά από το Μενέλαο, για το σωστικό ρόλο του Οδυσσέα, όταν Έλληνες ηγέτες ήταν κλεισμένοι μέσα στο « δούρειο ίππο ». Μετά τη διανυκτέρευση στο παλάτι, γίνεται από τον Τηλέμαχο ανακοίνωση για το σκοπό του ταξιδιού του στο Μενέλαο. Σε ανταπόκρισης σχετικής παράκλησης του Τηλέμαχου ο Μενέλαος κάνει μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη αφήγηση : αφηγείται τις προσωπικές περιπέτειές του στην Αίγυπτο, τη συνάντησή του με τη θαλασσινή θεότητα Ειδοθέα και τον πατέρα της Πρωτέα, όσα του είπε ο θαλασσινός θεός για τον Αίαντα, τον Αγαμέμνονα, τον Οδυσσέα και τον ίδιο – ο Οδυσσέας είναι αποκλεισμένος στο νησί της Καλυψώς – και για την άφιξή του στον τόπο του. Με την περιγραφή του τέλους της φιλοξενίας η επική αφήγηση γυρνά στο παλάτι του Οδυσσέα στην Ιθάκη, όπου οι μνηστήρες, έχοντας πληροφορηθεί την αναχώρηση του Τηλέμαχου, σχεδιάζουν να του στήσουν καρτέρι κατά την επιστροφή του• η Πηνελόπη μαθαίνει την απόφασή τους, η Ευρύκλεια της αποκαλύπτει ό,τι δεν είχε κάνει αμέσως, στον ύπνο της Πηνελόπης εμφανίζεται σταλμένη από την Αθηνά η αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει. Στο μεταξύ οι μνηστήρες στήνουν καρτέρι εναντίον του Τηλέμαχου σ` ένα ξερονήσι έξω από την Ιθάκη.
Η ε’ ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας αρχίζει με συνέλευση των θεών στον Όλυμπο. Η Αθηνά παραπονείται για την κατακράτηση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς και για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο Τηλέμαχος από τους μνηστήρες. Ο Δίας της αναθέτει την προστασία τους και δίνει εντολή στον Ερμή να πάει στην Καλυψώ και να την πείσει να αποδεσμεύσει τον Οδυσσέα. Ο Ερμής συναντά τη θεότητα του νησιού και στο διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ τους αποσπά την υπόσχεσή της ότι θα εκτελέσει την εντολή των θεών. Ακολούθως, ενώ φεύγει ο Ερμής, η Καλυψώ κάνει μια πρώτη συζήτηση με τον Οδυσσέα και του ορκίζεται ότι δεν κρύβει δόλο η ανακοίνωσή της ότι τον αποδεσμεύει. Ακολουθεί μια δεύτερη συζήτηση μεταξύ τους μετά το φαγητό : η Καλυψώ παραπονείται για την εγκατάλειψή της και ο Οδυσσέας, κολακεύοντάς την, τονίζει την έντονη επιθυμία του να γυρίσει στον τόπο του. Στη συνέχεια με τη βοήθεια της Καλυψώς ο Οδυσσέας κατασκευάζει μια σχεδία και αναχωρεί από το νησί. Σε λίγο ο Ποσειδώνας, καθώς επέστρεφε από τους Αιθίοπες, τον βλέπει επάνω στη σχεδία του και προκαλεί μεγάλη τρικυμία. Καθώς ταλαιπωρείται ο Οδυσσέας, τον ευσπλαχνίζεται η θαλασσινή θεότητα Λευκοθέα και του δίνει ένα σωστικό κεφαλόδεσμο. Αμέσως όμως νέα τρικυμία καταστρέφει τη σχεδία του. Όταν αποσύρεται ο Ποσειδώνας, εκφράζοντας την κακεντρέχειά του, γίνεται παρέμβαση της Αθηνάς και μ` αυτή, ύστερα από κάποιον ακόμη παραδαρμό, ο Οδυσσέας βγαίνει σε στεριά. Ο Οδυσσέας έχει βγει στη χώρα των Φαιάκων. Αναλογίζεται πώς θα περάσει τη νύχτα του, και τελικά κοιμάται μέσα σε θάμνους.
Η Αθηνά στέλνει ένα όνειρο στην κόρη του βασιλιά των Φαιάκων, Ναυσικά. Αυτή ζητά από τον πατέρα της αμάξι για να πλύνει τα ρούχα των δικών της στον ποταμό έξω από την πόλη. Γίνεται η πλύση των ρούχων και η Ναυσικά με τις ακόλουθές της τρώνε και παίζουν. Η Αθηνά σοφίζεται τρόπο να συναντηθούν ο Οδυσσέας, που κοιμάται ακόμη στην άλλη όχθη του ποταμού, και η Ναυσικά : η σφαίρα με την οποία έπαιζαν τα κορίτσια πέφτει στον ποταμό, εκείνα ξεφωνίζουν και ξυπνά ο Οδυσσέας. Η Ναυσικά, δυναμωμένη από την Αθηνά, αντικρύζει γυμνό τον Οδυσσέα. Εκείνος της απευθύνει κολακευτικά λόγια και ζητά τη βοήθειά της. Εκείνη του απαντά με ωριμότητα και ανταποκρίνεται στο αίτημά του. Ακολούθως, μιλάει στα κορίτσια της συντροφιάς της, απομακρύνει τους δισταγμούς τους και αρχίζουν οι περιποιήσεις στον ξένο. Εκείνος λούζεται, ντύνεται με τα ρούχα που του δίνουν και ξαναπαρουσιάζεται μπροστά τους με χάρη που του προσθέτει η Αθηνά. Αφού τρώει ο Οδυσσέας, η Ναυσικά μιλώντας του τον συμβουλεύει πώς να φτάσει στο παλάτι και τι να κάνει φτάνοντας εκεί. Έτσι, η Ναυσικά, η ακολουθία της και ο Οδυσσέας αναχωρούν για την πόλη των Φαιάκων• όταν φτάνουν στο ιερό δάσος της Αθηνάς, ο Οδυσσέας μένει πίσω και δέεται στη θεά.
Η Ναυσικά επιστρέφει στο παλάτι των Φαιάκων. Πίσω της έρχεται ο Οδυσσέας, που τον συναντά μεταμορφωμένος σε κοπέλα η Αθηνά, του δείχνει το παλάτι του Αλκίνοου και τον συμβουλεύει πώς να εξασφαλίσει τη συμπάθεια της βασίλισσας Αρήτης. Η Αθηνά αναχωρεί για την Αθήνα και ο ποιητής περιγράφει το παλάτι των Φαιάκων. Σε λίγο ο Οδυσσέας φτάνει μπροστά στον Αλκίνοο και στην Αρήτη και στη συντροφιά τους, όταν έχουν τελειώσει το δείπνο τους. Απευθύνεται ικευτικά στην Αρήτη και, ύστερα από πρόταση του γεροντότερου από τους Φαίακες Εχένησου, ο Αλκίνοος μιλώντας προτείνει να φροντίσουν την επόμενη ημέρα για το ξεπροβόδισμα του φιλοξενούμενου, είτε είναι άνθρωπος είτε θεός. Μιλώντας ο Οδυσσέας λέει ότι είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος, παρακαλεί να δειπνήσει και ικετεύει να του εξασφαλίσουν την επιστροφή στον τόπο του. Όταν φεύγει η συντροφιά, η Αρήτη, που έχει παρατηρήσει ότι ο Οδυσσέας φοράει ρούχα που έχουν υφανθεί στο παλάτι τους, τον ρωτά για το όνομά του, την καταγωγή του, τις περιπέτειές του στις θάλασσες και για τα ρούχα που φοράει. Ο Οδυσσέας τότε κάνει την πρώτη αφήγησή του: πώς βρέθηκε και πόσο έμεινε στο νησί της Ωγυγίας, πώς τον όγδοο χρόνο τον αποδέσμευσε η Καλυψώ, πώς ταλαιπωρήθηκε από την τρικυμία που προκάλεσε ο Ποσειδώνας, πώς έφτασε στο νησί τους και πώς τον περιποιήθηκε η Ναυσικά. Ο Αλκίνοος κακίζει την κόρη του που δεν τον έφερε αμέσως μαζί της, αλλά ο Οδυσσέας την υπερασπίζεται ρίχνοντας την αιτία στον εαυτό του. Ο Αλκίνοος μιλά τότε επαινετικά για τον Οδυσσέα, εκφράζει την επιθυμία να τον κάνει γαμπρό του, αν κι εκείνος το θέλει και του υπόσχεται σίγουρη επιστροφή στην πατρίδα του. Έπειτα ο Οδυσσέας διανυκτερεύει στο παλάτι των Φαιάκων.
Την επόμενη ημέρα η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε κράχτη, καλεί τους επίσημους Φαίακες στην αγορά, όπου ο Αλκίνοος ζητά να ετοιμαστεί πλοίο με διαλεχτούς νέους ναύτες και να προσέλθουν όλοι στο παλάτι για ένα γεύμα ξεπροβοδίσματος. Εκτελούνται οι εντολές του και στο γεύμα ο Οδυσσέας δακρύζει – τη συγκίνησή του την αντιλαμβάνεται μόνο ο Αλκίνοος – όταν ο τραγουδιστής Δημόδοκος ψάλλει ένα περιστατικό στο οποίο είχε συμμετοχή και ο ίδιος. Ο Αλκίνοος, αλλάζοντας επιτήδεια θέμα, προτείνει να γίνουν και γίνονται αγώνες πυγμαχίας, πάλης, άλματος και δρόμου. Ο γιος του Αλκίνοου, Λαοδάμας καλεί τους φίλους του και μετά τον Οδυσσέα να συμμετάσχουν στους αγώνες. Ο Οδυσσέας προβάλλει τις έγνοιές του και αποποιείται την πρόταση. Τότε τον προκαλεί ο Ευρύαλος. Ερεθισμένος ο Οδυσσέας αλλάζει στάση και, παίρνοντας μέρος στους αγώνες, ρίχνει πιο μακριά απ` όλους ένα βαρύτερο δίσκο. Ενθαρρυμένος από τη μεταμορφωμένη σε άντρα Αθηνά, ο Οδυσσέας απευθύνεται τότε στους Φαίακες και με τη σειρά του προκαλεί να αντιμετρηθεί όποιος θέλει μαζί του, εκτός από το Λαοδάμα, σε οποιοδήποτε αγώνισμα, εκτός από το δρόμο, και αναφέρεται στην παλιότερη αγωνιστική δραστηριότητά του. Παρεμβαίνοντας ο Αλκίνοος αλλάζει και πάλι θέμα και δίνει εντολή για χορό και τραγούδι. Κι ενώ στήνεται χορός, ο Δημόδοκος τραγουδάει τη μοιχεία του Άρη και της Αφροδίτης και το τέχνασμα του Ήφαιστου, που τους πιάνει και τους εκθέτει στους άλλους θεούς. Ο Οδυσσέας εγκωμιάζει το χορό και ο Αλκίνοος ζητά απ` όλους να φέρουν δώρα στον φιλοξενούμενό τους. Στη συνέχεια με τη λήξη των αγωνισμάτων γίνεται η προσκομιδή των δώρων και ο Οδυσσέας κάνει λουτρό. Όταν βγαίνει από το λουτρό, κάνει ένα σύντομο διάλογο με τη Ναυσικά. Όταν κάθονται για φαγητό, ο Οδυσσέας παρακαλεί το Δημόδοκο να τραγουδήσει το περιστατικό του « δούρειου ίππου » και συγκινείται όταν εκείνος ανταποκρίνεται στην παράκλησή του. Έπειτα ο Αλκίνοος ζητάει από τον Οδυσσέα να του πει στοιχεία της ταυτότητάς του και το λόγο της συγκίνησής του.
Ο Οδυσσέας απαντάει στις ερωτήσεις του Αλκίνοου. Στο λόγο του, που καλύπτει ολόκληρη τη ραψωδία ( και όχι μόνο αυτή ), ο Οδυσσέας πρώτα αποκαλύπτει τα στοιχεία της ταυτότητάς του, μετά αναφέρεται στην κατακράτησή του στα νησιά της Καλυψώς και της Κίρκης και υπογραμμίζει τον πόθο που είχε να γυρίσει στην πατρίδα του. Και ύστερα αρχίζει την αφήγησή των περιπετειών του μετά την αναχώρηση του από την Τροία. Πρώτος σταθμός στην επιστροφή του είναι η χώρα των Κικόνων, όπου ρίχνει τα πλοία του ο άνεμος και όπου ύστερα από κάποια αρχική επιτυχία τελικά υποχωρεί μπροστά στην υπέρτερη δύναμη των Κικόνων και των ομοφύλων τους. Μετά από σφοδρή θαλασσοταραχή, δεύτερος σταθμός με ξεστράτισμα της πορείας από τα Κύθηρα είναι η χώρα των Λωτοφάγων, όπου μια τριμελής διερευνητική αποστολή παραλίγο τρώγοντας λωτούς να ξεχάσει τον προορισμό του ταξιδιού. Τρίτος σταθμός είναι η χώρα των Κυκλώπων. Αρχικά, η αφήγηση του Οδυσσέα δίνει στοιχεία για τη ζωή και τα ήθη των Κυκλώπων. Ακολούθως περιγράφεται το νησί στο οποίο κατοικούν. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας αφηγείται την αποβίβασή τους στο νησί, την εξερεύνηση της χώρας των Κυκλώπων, την άφιξή τους στη σπηλιά του Πολύφημου, την καταβρόχθιση συντρόφων του απ` αυτόν, την τύφλωση του μονόφθαλμου Κύκλωπα από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, αφού τον μέθυσαν, τη δραπέτευσή τους από τη σπηλιά και την αναχώρησή τους από το νησί των Κυκλώπων.
Συνεχίζεται η αφήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα και των συντρόφων του στα νησιά του Αίολου, των Λαιστρυγόνων και της Κίρκης. Στον τέταρτο σταθμό της επιστροφής η φιλόξενη υποδοχή δεν έχει καλή συνέχεια, επειδή οι σύντροφοί του από περιέργεια ανοίγουν το ασκί που τους έδωσε ο Αίολος και όπου είχε κλείσει όλους τους ανέμους, προκαλώντας έτσι θαλασσοταραχή σε βάρος τους και αποπομπή τους από το θεό των ανέμων, που κρίνει ότι το περιστατικό αυτό είναι δυσοίωνο. Στον πέμπτο σταθμό δημιουργείται μεγάλη καταστροφή από την αντίδραση των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων• σώζεται ένα μόνο πλοίο από το σύνολο των πλοίων του Οδυσσέα. Στον έκτο σταθμό, μετά από μια ευχάριστη παραμονή τριών ημερών στο νησί της Κίρκης, αρχίζει η περιπέτεια της πρώτης ομάδας αναγνωριστικής αποστολής με τη μεταμόρφωση των μελών της σε χοίρους από μαγική επενέργεια της ντόπιας θεότητας. Ο Οδυσσέας ξεκινά μόνος τότε για το παλάτι της Κίρκης. Στο δρόμο του τον συναντάει ο Ερμής και τον συμβουλεύει πώς να ενεργήσει, για να γλιτώσει από τη μαγική επενέργεια της Κίρκης. Ο Οδυσσέας συναντά την Κίρκη και γλιτώνει από την κακή πρόθεσή της, ορκίζοντάς την. Η θεότητα στη συνέχεια τον περιποιείται, επαναφέρει τις μορφές των μεταμορφωμένων συντρόφων του και φιλοξενεί όλους για ένα χρόνο. Οι σύντροφοι τότε θυμίζουν στον Οδυσσέα την επιστροφή τους κι εκείνος παίρνει απόφαση για αναχώρηση από το νησί της Κίρκης. Η θεότητα όμως λέει στον Οδυσσέα ότι είναι απαραίτητο να κατεβεί στον Άδη και τον συμβουλεύει πώς να κάνει το ταξίδι αυτό, για να πάρει χρησμό εκεί από το μάντη Τειρεσία. Η δέκατη ραψωδία κλείνει με το περιστατικό του θανάτου του πιο νέου από τους συντρόφους, του Ελπήνορα, και με την ανακοίνωση από τον Οδυσσέα στους συντρόφους του της ανάγκης να κατεβούν στον Άδη.
Αναχωρώντας από το νησί της Κίρκης και με τη βοήθειά της φτάνουν στη συννεφιασμένη και ομιχλώδη χώρα των Κιμμέριων κι εκεί κάνουν θυσίες. Εκεί άρχισαν να εμφανίζονται οι ψυχές πεθαμένων. Ο Οδυσσέας συνομιλεί διαδοχικά με πολλούς νεκρούς. Πρώτα συνομιλεί με τον Ελπήνορα. Δεύτερος συνομιλητής του είναι ο μάντης Τειρεσίας, που προμαντεύει όσα είναι να συμβούν στον ίδιο και στους συντρόφους του και του δίνει συμβουλές. Τρίτος συνομιλητής του είναι η μητέρα του, που τον πληροφορεί για την κατάσταση των δικών του, του Λαέρτη, του Τηλέμαχου και της Πηνελόπης. Έναν κύκλο τέταρτων συνομιλητριών αποτελεί μια ομάδα γυναικών : η Τυρώ, η Αντιόπη, η Αλκμήνη, η Επικάστη, η Χλώρη, η Λήδα, η Ιφιμέδεια, η Φαίδρα, η Πρόκριδα, η Αριάδνη, η Μαίρα, η Κλυμένη, η Εριφύλη. Στο σημείο αυτό αναπτύσσεται κάποια συνομιλία ανάμεσα στην Αρήτη, στον Εχένηο, στον Αλκίνοο και στον Οδυσσέα. Μετά το διάλειμμα ο Οδυσσέας αφηγείται τη συνάντησή του με τον πέμπτο συνομιλητή του, τον Αγαμέμνονα, που αναφέρεται στη δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο• τη συνάντησή του με τον έκτο συνομιλητή του, τον Αχιλλέα, που ζητάει και παίρνει πληροφορίες από τον Οδυσσέα για το γιο του Νεοπτόλεμο• τη συνάντησή του με τον έβδομο κύκλο αντρών, με τους οποίους όμως δε συνομιλεί: το Μίνωα, τον Ωρίωνα, τον Τιτυό, τον Τάνταλο και το Σίσυφο• και τη συνάντησή του με τον όγδοο συνομιλητή του, τον Ηρακλή, που του μιλά για τα δικά του βάσανα. Έπειτα απ΄ αυτά, ο Οδυσσέας επιστρέφει στο πλοίο, όπου τον περιμένουν οι σύντροφοί του και αναχωρούν από τη χώρα των Κιμμέριων.
Όλοι μαζί επιστρέφουν στο νησί της Κίρκης, όπου θάβουν τον Ελπήνορα. Σε συνάντησή τους η Κίρκη προλέγει στον Οδυσσέα τους προσεχείς κινδύνους του και τον συμβουλεύει για την παράκαμψή τους με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Αναχωρώντας το πλοίο του Οδυσσέα από το νησί της Κίρκης περνά ανώδυνα από το νησί των Σειρήνων, επειδή εφαρμόζονται οι υποδείξεις της Κίρκης. Ακολούθως, το πλοίο περνάει από τους βράχους της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Στο τέλος φτάνουν στο νησί του Ήλιου. Εκεί, παρά τις υποδείξεις της Κίρκης, οι σύντροφοι του Οδυσσέα, ενώ αυτός απομακρυσμένος στο νησί είχε δαμαστεί στον ύπνο, σφάζουν και τρώνε τις αγελάδες του θεού. Ο Ήλιος απειλεί, καθώς απευθύνεται στο Δία, ότι θα σταματήσει να φωτίζει τον κόσμο, αν δεν υπάρξει εκδίκηση για το κακό που του έκαναν. Ο Δίας υπόσχεται εκδίκηση και, όταν μετά από τις επιτιμήσεις του Οδυσσέα, που βλέπει με απόγνωση τι έκαναν οι σύντροφοί του, μπαίνουν στο πλοίο, καταστρέφει το πλοίο με θαλασσοταραχή και αστροπελέκι και χάνονται όλοι οι σύντροφοί του. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να σωθεί, καθώς περνάει ξανά από τους βράχους της Σκύλλας και της Χάρυβδης και τελικά φτάνει στο νησί της Καλυψώς.
Ο Οδυσσέας, τελειώνοντας την αφήγηση των περιπετειών του, δέχεται τις περιποιήσεις που του κάνουν οι Φαίακες. Στη συνέχεια πλοίο των Φαιάκων μεταφέρει τον Οδυσσέα στην Ιθάκη• οι ναύτες αποθέτουν κοιμισμένο τον Οδυσσέα στην ακρογιαλιά και αφήνοντας δίπλα του τα πλούσια δώρα που του έδωσαν οι Φαίακες φεύγουν. Το πλοίο τους όμως στο γυρισμό του μαρμαρώνεται έξω από το λιμάνι των Φαιάκων με ενέργεια του Ποσειδώνα, που, με τη συγκατάθεση του Δία, εκδικείται τους Φαίακες για τη φιλοξενία που προσέφεραν στον Οδυσσέα. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας ξυπνά, αλλά δεν αναγνωρίζει την πατρίδα του και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Η Αθηνά, που έχει σκορπίσει γύρω ομίχλη, τον συναντά μεταμορφωμένη σε βοσκό και τον πληροφορεί ότι βρίσκεται στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας τότε αναπτύσσει μια πλαστή διήγηση για την ταυτότητά του και η Αθηνά, μεταμορφωμένη τώρα σε γυναίκα, τον εγκωμιάζει και του αποκαλύπτεται, και στη συνέχεια απολογείται για τα παράπονα που έχει διατυπώσει ο Οδυσσέας. Μεταφέρουν μαζί σε σπηλιά τα δώρα που χάρισαν οι Φαίακες στον Οδυσσέα• η Αθηνά τον ενθαρρύνει, εγκωμιάζει την Πηνελόπη, τον συμβουλεύει πώς θα ενεργήσει για να εξουδετερώσει τους μνηστήρες και, όταν ο Οδυσσέας ανησυχεί για την τύχη του Τηλέμαχου, τον καθησυχάζει και, τέλος, τον μεταμορφώνει δίνοντάς του ελεεινή μορφή. Έπειτα, η Αθηνά αναχωρεί για τη Σπάρτη.
Ο μεταμορφωμένος Οδυσσέας συναντιέται με το χοιροβοσκό του Εύμαιο, που του προσφέρει φιλοξενία και μιλώντας του, χωρίς να αναφέρεται στο όνομα του Οδυσσέα, λέει την κατάσταση που επικρατεί στο παλάτι του με τους μνηστήρες. Ακολουθεί συζήτηση ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Εύμαιο για τον Οδυσσέα: ο χοιροβοσκός τώρα λέει ότι αφέντης του είναι ο Οδυσσέας και εκφράζεται με απαισιοδοξία για την τύχη του, ενώ ο Οδυσσέας με όρκο βεβαιώνει ότι θα γυρίσει σύντομα ο αφέντης του χοιροβοσκού• αυτός ωστόσο μένει απαισιόδοξος και, αφού δείχνει την έγνοιά του για την τύχη του Τηλέμαχου, ζητά από το φιλοξενούμενό του στοιχεία της ταυτότητάς του. Ο Οδυσσέας τότε αναπτύσσει μια πλαστή διήγηση: ότι είναι από την Κρήτη, ότι πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ότι μετά την επιστροφή του από την Τροία έκανε εκστρατεία στην Αίγυπτο, ότι έμεινε εκεί εφτά χρόνια, ότι ακολούθως πήγε στη Φοινίκη όπου έμεινε ένα χρόνο, ότι μ` ένα φοινικικό πλοίο, πηγαίνοντας για τη Λιβύη, βρέθηκε σε θαλασσοταραχή και τελικά βγήκε στη Θεσπρωτία, όπου άκουσε ότι ο Οδυσσέας ζει και ότι πήγε στη Δωδώνη για να πάρει χρησμό, και ότι μετά τη φιλοξενία του εκεί στην επιστροφή του οι ναύτες του πλοίου επιβουλεύτηκαν τη ζωή του, αλλά αυτός τους ξέφυγε και βρίσκεται έτσι στην Ιθάκη. Ο Εύμαιος δείχνει συμπάθεια στο φιλοξενούμενό του πιστεύοντας την πλαστή διήγησή του, ωστόσο εξακολουθεί να είναι δύσπιστος για τις πληροφορίες που του δίνει για τον Οδυσσέα. Μετά τη συζήτηση ο Οδυσσέας παίρνει το δείπνο του με τους χοιροβοσκούς και διανυκτερεύει μαζί τους, μιλώντας για συνεργασία του με τον Οδυσσέα στην Τροία.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος συναντιέται στη Σπάρτη με την Αθηνά, που του μιλά και φεύγει για τον Όλυμπο. Ο Τηλέμαχος ξυπνά τον Πεισίστρατο, ζητώντας του να ξεκινήσουν αμέσως από τη Σπάρτη, αλλά εκείνος δεν το βρίσκει φρόνιμο. Το πρωί της επόμενης ημέρας ο Μενέλαος, ακούγοντας την επιθυμία του Τηλέμαχου, του υπόσχεται δώρα και ξεπροβόδισμα. Σε λίγο ο Μενέλαος και η Ελένη του δίνουν τα δώρα τους και παραθέτουν αποχαιρετιστήριο γεύμα. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού παρουσιάζεται μια « διοσημία », που η Ελένη την ερμηνεύει ως ένδειξη επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη και εκδίκησης που θα πάρει από τους μνηστήρες. Ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος αναχωρούν από τη Σπάρτη και φτάνουν στην Πύλο, όπου δε σταματάει να δει το Νέστορα ο Τηλέμαχος, για να μην καθυστερήσει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Εκεί όμως παίρνει μαζί του στο πλοίο το μάντη Θεοκλύμενο από το Άργος, όπου είχε κάνει κάποιο φονικό. Ενώ ο Τηλέμαχος πλέει προς την πατρίδα του, στην καλύβα του χοιροβοσκού ο Οδυσσέας εκφράζει την επιθυμία να πάει στην πόλη της Ιθάκης, για να ζήσει ζητιανεύοντας και να μην επιβαρύνει τους βοσκούς. Ο Εύμαιος τον αποτρέπει, για να μη μπλεχτεί με τους μνηστήρες και του ζητά να μείνει κοντά τους. Τότε ο Οδυσσέας, ευχαριστώντας τον, τον παρακαλεί να του δώσει πληροφορίες για τους γονείς του Οδυσσέα και ο Εύμαιος μιλάει για τον ασταμάτητο θρήνο του Λαέρτη, για το θάνατο της Αντίκλειας και για τις δυσκολίες της Πηνελόπης. Κι όταν ο Οδυσσέας ζητάει πληροφορίες για τη ζωή του Εύμαιου, ο χοιροβοσκός διηγείται στον Οδυσσέα την προσωπική ιστορία του. Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος φτάνει στην Ιθάκη, ενώ μια νέα « διοσημία » ερμηνεύεται θετικά για την οικογένεια του Οδυσσέα από το Θεοκλύμενο και, κατά την υπόδειξη που του είχε κάνει η Αθηνά, πηγαίνει στην καλύβα του Εύμαιου.
Στο χοιροστάσιο του Εύμαιου φτάνει τώρα και ο Τηλέμαχος. Ο χοιροβοσκός τον καλωσορίζει με θέρμη και εκφράζει κάποιο παράπονο και ο Τηλέμαχος, ρωτώντας του για τη μητέρα του, παίρνει απάντηση που τον ικανοποιεί και εμποδίζει τον Οδυσσέα να του παραχωρήσει τη θέση του. Σε λίγο αρχίζει συνομιλία ανάμεσα στον Τηλέμαχο, στον Εύμαιο και στον Οδυσσέα: ο Τηλέμαχος ακούει από τον Εύμαιο στοιχεία από την πλαστή διήγηση του Οδυσσέα, προθυμοποιείται να περιποιηθεί και να ξεπροβοδίσει τον ξένο και, όταν εκείνος τον ρωτά ερεθιστικά για την κατάσταση που επικρατεί στο παλάτι, του εξηγεί πώς έχουν τα πράγματα και ζητάει από τον Εύμαιο να πληροφορήσει κρυφά, πηγαίνοντας στην πόλη, την Πηνελόπη για την επιστροφή του από το ταξίδι του στην Πελοπόννησο, όχι όμως και το Λαέρτη, που θα φροντίσει να τον ενημερώσει σχετικά η Πηνελόπη. Μόλις ξεκινά για την πόλη ο χοιροβοσκός, η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε γυναίκα, υποδεικνύει στον Οδυσσέα να προχωρήσει στον αναγνωρισμό με το γιο του και στο συντονισμό της δράσης τους, και τον μεταμορφώνει. Ο Οδυσσέας, μπαίνοντας ξανά στην καλύβα του Εύμαιου, αφήνει έκπληκτο τον Τηλέμαχο και αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Τηλέμαχος ύστερα από μια μικρή επιφύλαξη πείθεται και γίνεται ο μεταξύ τους αναγνωρισμός. Αφού ο Οδυσσέας λέει στον Τηλέμαχο πώς έφτασε από τη χώρα των Φαιάκων, αρχίζουν μαζί να καταστρώνουν το σχέδιο για εξόντωση των μνηστήρων. Στο μεταξύ η Πηνελόπη πληροφορείται από δύο πηγές την επιστροφή του γιου της. Αντίστοιχα, αλλά από διαφορετική πηγή, πληροφόρηση έχουν και οι μνηστήρες, που συζητούν μεταξύ τους για το θέμα αυτό. Σε λίγο εμφανίζεται η Πηνελόπη μπροστά στους μνηστήρες και, απευθυνόμενη στον Αντίνοο, τον επιτιμά για όσα σχεδίασαν σε βάρος του Τηλέμαχου οι μνηστήρες• υποκριτικά ο Ευρύμαχος τη διαβεβαιώνει ότι ο γιος της δε διατρέχει κίνδυνο από τους μνηστήρες.
Ο Εύμαιος επιστρέφει στην καλύβα του και διανυκτερεύει εκεί μαζί με τους αναγνωρισμένους ήδη πατέρα και γιο. Το ξημέρωμα ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την καλύβα του Εύμαιου, παραγγέλοντάς του να οδηγήσει ύστερα από λίγο τον ξένο στην πόλη. Ο Τηλέμαχος συναντάει τη μητέρα του και φιλικά του πρόσωπα και διηγείται στη μητέρα του το ταξίδι στην Πύλο και στη Σπάρτη, δίνοντάς της την πληροφορία ότι κατακρατείται στο νησί της Καλυψώς ο πατέρας του. Με παρέμβασή του τότε ο μάντης Θεοκλύμενος της λέει ότι ο Οδυσσέας πρέπει να είναι ήδη στη χώρα του. Στο μεταξύ, ενώ οι μνηστήρες διασκεδάζουν με αγωνίσματα στην αυλή του παλατιού, ο Οδυσσέας και ο Εύμαιος πηγαίνουν για την πόλη, ενώ ο χοιροβοσκός προσπαθεί και την τελευταία στιγμή να αποτρέψει τον φιλοξενούμενό του από την πρόθεσή του να ζει ζητιανεύοντας μέσα στην πόλη. Στο δρόμο δημιουργείται κάποιο επεισόδιο με το βοσκό Μελανθέα, που τον συναντούν• τους κακομιλάει και κλωτσάει τον Οδυσσέα. Όταν ο Οδυσσέας και ο Εύμαιος φτάνουν έξω από το παλάτι, εκτυλίσσεται ένα συγκινητικό περιστατικό : ο σκύλος του Οδυσσέα, πλαγιασμένος μέσα σε κοπριές, κάνει αδύναμες κινήσεις χαράς και ξεψυχά. Ο Τηλέμαχος περιποιείται τον Εύμαιο και του λέει να πει στο φιλοξενούμενό του να ζητήσει λίγο φαγητό από τους μνηστήρες. Ο μνηστήρας Αντίνοος επιτιμά τον Εύμαιο, επειδή έφερε κοντά τους το ζητιάνο, κι εκείνος του απαντά θαρρετά. Ο ζητιάνος πλησιάζει τον Αντίνοο, του λέει την πλαστή ιστορία του και ο μνηστήρας τον χτυπάει στον ώμο με σκαμνί που πετάει καταπάνω του. Λίγο αργότερα η Πηνελόπη ζητάει να δει τον ξένο που κακομεταχειρίζονται οι μνηστήρες, αλλά ο Οδυσσέας αναβάλλει τη συνάντησή τους για αργότερα. Έπειτα, ο Εύμαιος αναχωρεί για την καλύβα του, ενώ οι μνηστήρες συνεχίζουν να γλεντούν.
Η σ’ ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας αρχίζει με το επεισόδιο του Ίρου, ενός ζητιάνου που προκαλεί το « ζητιάνο » Οδυσσέα και, ενθαρρυμένος από το μνηστήρα Αντίνοο, αντιμετριέται μαζί του• ο Οδυσσέας τον νικάει και παίρνει κάποια επιδόρπια για τη νίκη του. Τότε εμφανίζεται η Πηνελόπη και σε διάλογό της με τον Τηλέμαχο τον επιτιμά για ελλιπή προστασία του φιλοξενούμενού του, αλλά εκείνος την πληροφορεί ότι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης δεν ήταν όπως το περίμεναν οι μνηστήρες. Ακολούθως η Πηνελόπη, ύστερα από ένα κολακευτικό γι` αυτήν σχόλιο του μνηστήρα Ευρύμαχου, εκφράζεται με μετριοφροσύνη, αναφέρεται στο σύζυγό της και επιτιμά τους μνηστήρες για την κατασπατάληση της περιουσίας του Οδυσσέα, αντίθετα με ό,τι έκαναν παλιότερα μνηστήρες κάποιας πλούσιας κόρης. Το αποτέλεσμα των λόγων της Πηνελόπης είναι να αρχίσει αμέσως δωροφορία των μνηστήρων. Όταν αποχωρεί η Πηνελόπη, ο Οδυσσέας έχει ένα επεισόδιο με τη δούλα Μελανθώ, που του συμπεριφέρεται με κακό τρόπο, κι έπειτα ένα διάλογο με το μνηστήρα Ευρύμαχο, που εκφράζεται χλευαστικά γι` αυτόν. Ο Οδυσσέας του απαντάει θαρρετά και τότε θυμωμένος ο Ευρύμαχος εκσφενδονίζει κατά του Οδυσσέα ένα σκαμνί, χωρίς όμως να πετύχει να τον χτυπήσει. Παρεμβαίνει τότε ο Τηλέμαχος με τρόπο που εντυπωσιάζει τους μνηστήρες και την κατάσταση ηρεμεί ο λόγος του μνηστήρα Αμφίνομου. Μετά από αυτά ακολουθεί σπονδή και οινοποσία.
Σε λίγο αρχίζει η απομάκρυνση των όπλων του παλατιού. Ο Τηλέμαχος πηγαίνει για ύπνο και μένει μόνος ο Οδυσσέας στη σάλα του παλατιού. Η Πηνελόπη βγαίνει από την κάμαρά της και πηγαίνει εκεί. Καθώς οι δούλες συγυρίζουν το χώρο όπου γλεντούσαν οι μνηστήρες, ο Οδυσσέας έχει ένα νέο επεισόδιο με τη δούλα Μελανθώ. Η Πηνελόπη κακομιλάει στη δούλα της και ύστερα ανοίγει μια συνομιλία με τον Οδυσσέα. Η βασίλισσα ζητάει από το φιλοξενούμενο να της δώσει στοιχεία της ταυτότητάς του, αλλά εκείνος αποφεύγει περίτεχνα να απαντήσει. Τότε η Πηνελόπη του διηγείται τα βάσανά της : την επιμονή των μνηστήρων να κάνει την εκλογή της ανάμεσά τους, την αντίστοιχη πίεση των δικών της, τα τεχνάσματά της για παράταση του χρόνου εκλογής• τελειώνοντας, επαναφέρει το αρχικό ερώτημά της. Τότε ο Οδυσσέας της αναπτύσσει μια πλαστή διήγηση για την ταυτότητά του, αντίστοιχη, αλλά μικρότερη, μ` εκείνη που είχε αναπτύξει στον Εύμαιο. Η Πηνελόπη συγκινείται, καθώς ακούει ότι ο ξένος συσχετίστηκε κάποτε με τον Οδυσσέα και, για να δοκιμάσει την αξιοπιστία του, του ζητάει λεπτομέρειες για φυσιογνωμικά και ενδυματολογικά στοιχεία του Οδυσσέα. Εκείνος, αν και επικαλείται το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει περάσει, δίνει χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που δημιουργούν νέα συγκίνηση στην Πηνελόπη. Όταν εκείνη εκφράζει την απαισιοδοξία της για την επιστροφή του συζύγου της από την Τροία, ο Οδυσσέας της δίνει στοιχεία για γρήγορη επιστροφή του στην Ιθάκη. Εκείνη εκφράζει και πάλι την απαισιοδοξία της και δίνει εντολές για περιποίηση του ξένου. Η γερόντισσα Ευρύκλεια, που του πλένει τα πόδια, τον αναγνωρίζει από μια ουλή από κάπρο στο πόδι του και ο Οδυσσέας την πείθει να κρατήσει το μυστικό της. Σε λίγο ξαναρχίζει η Πηνελόπη τη συνομιλία της με τον ξένο. Του διηγείται ένα όνειρό της και λέει την ερμηνεία που της δόθηκε. Ο Οδυσσέας την ενισχύει στην ερμηνεία του ονείρου. Εκείνη δείχνει ότι δεν πιστεύει απόλυτα στα όνειρα και του εκθέτει το σχέδιό της να προβάλλει την επόμενη ημέρα στους μνηστήρες ένα πολύ δύσκολο αγώνισμα. Ο ξένος επικροτεί το σχέδιό της και επιμένει ότι ο Οδυσσέας θα έρθει και θα προλάβει το αγώνισμα. Η Πηνελόπη αποσύρεται για ύπνο.
Ο Οδυσσέας αναλογίζεται στον ύπνο του. Η Αθηνά έρχεται ξαφνικά, τον ενισχύει στους δισταγμούς του και του δίνει ύπνο. Άγρυπνη παράλληλα η Πηνελόπη εύχεται στην Άρτεμη να πάρει τη ζωή της. Ξυπνώντας την αυγή ο Οδυσσέας δέεται στο Δία να ακούσει τη φωνή κάποιου μέσα από το παλάτι και να δει κάποια «διοσημία» έξω ως ένδειξη της θεϊκής προστασίας. Αμέσως με αίθριο καιρό ακούγεται βροντή και το παράπονο και οι κατάρες κατά των μνηστήρων μιας αδύναμης δούλας που άλεθε σιτάρι. Σηκώνεται και ο Τηλέμαχος, ρωτάει την Ευρύκλεια αν φρόντισαν τον ξένο και εκείνη, κρατώντας εχεμύθεια, τον καθησυχάζει σχετικά. Στο παλάτι γίνονται προετοιμασίες για το γλέντι των μνηστήρων τη νέα ημέρα• οι τρεις βοσκοί, ο χοιροβοσκός Εύμαιος, ο γιδοβοσκός Μελάνθιος και ο γελαδοβοσκός Φιλοίτιος, φέρνουν ζώα για σφαγή. Ο Εύμαιος ρωτάει τον ξένο αν του συμπεριφέρονται καλά οι μνηστήρες, ο Μελάνθιος του φέρεται πολύ άσχημα και ο Φιλοίτιος, που τον πρωτοβλέπει, εκφράζει τη λύπη του για την κατάντια του ξένου, αναλογίζεται ότι σε τέτοια κατάσταση θα είναι, αν ζει, ο Οδυσσέας και αναπτύσσει τους προβληματισμούς του για τη σπατάλη των μνηστήρων και για τη δική του θέση. Απαντώντας ο Οδυσσέας στον τελευταίο εξαγγέλλει τη σύντομη θανάτωση των μνηστήρων. Σε λίγο εμφανίζεται νέα « διοσημία », που ο Αμφίνομος την ερμηνεύει αρνητικά για τους μνηστήρες. Ο Τηλέμαχος περιποιείται τον ξένο και μιλάει αυστηρά στους μνηστήρες. Αυτοί γλεντούν και συμπεριφέρονται άσχημα, ιδιαίτερα ο μνηστήρας Κτήσιππος, που μιλά χλευαστικά και εκσφενδονίζει, χωρίς αποτέλεσμα, κόκαλο βοδίσιου ποδιού εναντίον του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος του μιλάει έντονα και μετά έχει έναν ήπιο διάλογο με το μνηστήρα Αγέλαο. Ενώ οι μνηστήρες γελούν, ο Θεοκλύμενος μαντεύει τη συμφορά που περιμένει τους μνηστήρες και απομακρύνεται, ύστερα από διάλογό του με το μνηστήρα Ευρύμαχο.
Η Πηνελόπη, που την εμπνέει η Αθηνά, προκηρύσσει το αγώνισμα της τοξοβολίας μεταξύ των μνηστήρων με το τόξο του Οδυσσέα. Δίνεται αρχικά η ιστορία απόκτησης του τόξου αυτού από τον Οδυσσέα και έπειτα ο λόγος της Πηνελόπης στους μνηστήρες: θα πάρει για άντρα της όποιον περάσει βέλος από δώδεκα πελέκια. Ο μνηστήρας Αντίνοος εγκωμιάζει την τοξική ικανότητα του Οδυσσέα και ο Τηλέμαχος καλεί τους μνηστήρες σε συμμετοχή στον αγώνα αρχίζοντας πρώτος, αλλά εγκαταλείπει την προσπάθειά του την τέταρτη φορά με νεύμα του Οδυσσέα. Ακολουθούν αποτυχημένες προσπάθειες των μνηστήρων με πρώτο το Λειώδη, αλλά δεν έχουν δοκιμάσει την ικανότητά τους ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος. Στο σημείο αυτό βγαίνουν έξω από το παλάτι οι βοσκοί Εύμαιος και Φιλοίτιος, μαζί τους και ο Οδυσσέας, που τους αποκαλύπτει την πραγματική ταυτότητά του και τους δίνει οδηγίες για ενέργειες που πρέπει να κάνουν. Ακολουθεί αποτυχημένη προσπάθεια του Ευρύμαχου και ο Αντίνοος, μη δοκιμάζοντας το τόξο, προτείνει να σταματήσει το αγώνισμα. Μετά τη σπονδή που κάνουν, ο Οδυσσέας δηλώνει την πρόθεσή του να δοκιμάσει το τόξο και ο Αντίνοος εναντιώνεται, αλλά παρεμβαίνει η Πηνελόπη και τελικά ο Τηλέμαχος επιτρέπει στον ξένο να δοκιμάσει και λέει στη μάνα του να αποσυρθεί. Ενώ οι δυο βοσκοί εκτελούν τις εντολές που τους έδωσε ο Οδυσσέας, εκείνος ευστοχεί, αφού προηγείται μια « διοσημία ». Τώρα ο Τηλέμαχος εξοπλίζεται και μένει δίπλα στον πατέρα του.
Ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται στους μνηστήρες και δηλώνει ότι αρχίζει την εκδίκησή του. Πρώτο σκοτώνει τον Αντίνοο και κάνει τους μνηστήρες να ψάχνουν για όπλα και να του μιλούν οργισμένα. Δεύτερο σκοτώνει τον Ευρύμαχο, που στην αρχή δικαιολογεί το φόνο του Αντίνοου και ζητάει να ευσπλαχνιστεί τους άλλους μνηστήρες με την υπόσχεση ότι θα τον αποζημιώσουν για την κατασπατάληση της περιουσίας του και, όταν ο Οδυσσέας τους καλεί σε αναμέτρηση, φωνάζει στους συναγωνιστές του να φανούν αντρείοι. Τρίτος σκοτώνεται ο Αμφίνομος από τον Τηλέμαχο, που φέρνει και άλλα όπλα. Ο Αγέλαος κάνει μια μάταιη παρότρυνση στους συναγωνιστές του και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος τους φέρνει όπλα από το θάλαμο όπου ήταν κρυμμένα, όταν όμως πηγαίνει να ξαναφέρει, τον προλαβαίνουν ο Εύμαιος και ο Φιλοίτιος και τον εξουδετερώνουν. Φτάνει τότε κοντά στον Οδυσσέα η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, που τον εμψυχώνει. Ακολουθεί ο φόνος δέκα επώνυμων μνηστήρων και ο φόνος των υπόλοιπων ανώνυμων μνηστήρων. Από το φόνο όσων ήταν μέσα στο παλάτι εξαιρούνται ο τραγουδιστής Φήμιος και ο κράχτης Μέδοντας. Στη συνέχεια ο Τηλέμαχος σκοτώνει δώδεκα δούλες του παλατιού με απαγχονισμό, αφού πρώτα βγάζουν τους σκοτωμένους μνηστήρες από το παλάτι. Τελευταίο σκοτώνουν το Μελάνθιο. Γίνεται θειάφισμα του παλατιού για εξαγνισμό από το φονικό και έρχονται όλες οι γυναίκες του παλατιού, που με τις θερμές εκδηλώσεις τους συγκινούν τον Οδυσσέα.
Η Ευρύκλεια ανακοινώνει στην Πηνελόπη την επιστροφή του Οδυσσέα και το φόνο των μνηστήρων. Η Πηνελόπη δυσπιστεί, αλλά η επιμονή της Ευρύκλειας την πείθει να χαρεί για το χαμό των μνηστήρων, που τον αποδίδει στην επενέργεια κάποιου θεού, και να εκφράσει παράλληλα τη δυσπιστία της για την επιστροφή του Οδυσσέα. Η Ευρύκλεια της αναφέρει το στοιχείο που την έκανε να αναγνωρίσει τον Οδυσσέα, αλλά η Πηνελόπη, δυσπιστώντας εξακολουθητικά, κατεβαίνει και αντικρύζει συγκρατημένη τον Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος την κακίζει για τη στάση της αυτή. Εκείνη δικαιολογείται και τονίζει ότι υπάρχουν κάποια σημάδια αναγνώρισης γνωστά στους δυο τους μόνο. Παρεμβαίνοντας ο Οδυσσέας τη δικαιολογεί και βάζει σε προτεραιότητα το θέμα της αντιμετώπισης των αντιδράσεων που θα προκαλέσει το φονικό. Στη συνέχεια δίνει εντολή να δοθεί ατμόσφαιρα γιορτής στο παλάτι, ώσπου να προλάβουν να απομακρυνθούν στην εξοχή, για να εμπνευστούν εκεί από το Δία πώς να ενεργήσουν. Ο Φήμιος τραγουδάει, στο παλάτι στήνεται χορός και, λουσμένος ο Οδυσσέας ανοίγει διάλογο με την Πηνελόπη, από τον οποίο προκύπτει μια ατράνταχτη απόδειξη για τη βασίλισσα ότι ο συνομιλητής της είναι ο άντρας της. Συγκινείται έντονα, δικαιολογείται για την ως τότε στάση της και αναιρεί κάθε αμφιβολία της. Εκείνος της αναγγέλει τα μελλοντικά δεινά του και, όταν αποσύρονται στην κάμαρά τους, της διηγείται συνοπτικά τις περιπέτειές του. Το πρωί αναχωρούν όλοι για να συναντήσουν στην εξοχή τον πατέρα του Οδυσσέα, Λαέρτη.
Η τελευταία ραψωδία της ομηρικής Οδύσσειας αρχίζει με την κάθοδο των ψυχών των σκοτωμένων μνηστήρων στον Άδη. Εκεί γίνεται πρώτα μια συζήτηση ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Αγαμέμνονα: ο Αχιλλέας κακοτυχίζει τον Αγαμέμνονα για τον άδοξο θάνατό του κι αυτός με τη σειρά του καλοτυχίζει τον Αχιλλέα για τον ένδοξο θάνατό του και για τις επιτάφιες τιμές που του προσφέρθηκαν. Έπειτα γίνεται συζήτηση ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στο σκοτωμένο μνηστήρα Αμφιμέδοντα : ο πρώτος ρωτάει το δεύτερο για τις συνθήκες του θανάτου του και των άλλων μνηστήρων, και ο Αμφιμέδοντας αναφέρεται στο ιστορικό της μνηστηροεπιμονής και της μνηστηροφονίας• ο επίλογος της δεύτερης αυτής συζήτησης είναι ένας μονόλογος του Αγαμέμνονα, στον οποίο εγκωμιάζεται η Πηνελόπη και κατακρίνεται η Κλυταιμνήστρα. Στο σημείο αυτό η αφήγηση περνάει στον επίγειο χώρο. Ο Οδυσσέας συναντάει στην εξοχή τον πατέρα του Λαέρτη• δεν του δίνει αμέσως στοιχεία για αναγνώριση και, υποβάλλοντάς του σκόπιμες ερωτήσεις, μιλάει για φιλοξενία που πρόσφερε στον Οδυσσέα. Όταν συγκινημένος ο Λαέρτης τον ρωτάει για στοιχεία της ταυτότητάς του, ο Οδυσσέας του δίνει πλαστά στοιχεία και κάποια ελπίδα για την επιστροφή του. Τελικά, όταν η συγκίνηση του Λαέρτη φτάνει στο έπακρο, ο Οδυσσέας του αποκαλύπτει την πραγματική ταυτότητά του και του ανακοινώνει το φόνο των μνηστήρων, δίνοντάς του ατράνταχτες αποδείξεις. Στη συνέχεια συναντάει το γέροντα Δολίο και τα παιδιά του, που υπηρετούν το Λαέρτη και χαίρονται για την επιστροφή του. Στο μεταξύ οι συγγενείς τους θάβουν τους μνηστήρες και προετοιμάζονται να εκδικηθούν. Η Αθηνά έχει μια συνομιλία με το Δία, πηγαίνει από τον Όλυμπο στην Ιθάκη και, καθώς η σύγκρουση έχει αρχίσει με νεκρό τον πατέρα του μνηστήρα Αντίνοου, Ευπείθη, παρεμβαίνει η Αθηνά και, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, συμφιλιώνει τους αντιπάλους.-
|
|
|
|
|
|
|
Today, there have been 28 visitors (53 hits) on this page!
alex mandis
|
|
|
|
|
|
|
|