Happiness depends upon Ourselves
   
  alexmandis
  My Dictionary
 
ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ




α- = αχώριστο προθεματικό μόριο, που συντίθεται με πολλές λέξεις και μεταβάλλει ανάλογα την έννοια: στερητικό, αρθροιστικό και επιτατικό. Το στερητικό α- δηλώνει απουσία, έλλειψη π.χ. άκακος· το αρθροιστικό δηλώνει άθροιση, ένωση π.χ. αδελφός· το επιτατικό – αντί του άγαν – σημαίνει πολύ ή μεγάλο π.χ. αχανής. ►
άβροτος = [ α- + βροτός < βιβρώσκω = τρώω (= θνητός, φθαρτός / νεκρός) ] = αθάνατος, θείος, ιερός
αγακλεής = [ άγαν (= πολύ) + κλέος (=δόξα) ] = ξακουστός
αγασθενής = [ άγαν + σθένος (= δύναμη) ] = πολύ δυνατός
άγαμαι = θαυμάζω, εκπλήσσομαι →
αγαστός = θαυμαστός, αξιέπαινος, εκπληκτικός
αγέρωχος = [ α- αρθρ. + γέρας (= βραβείο, τιμή) + έχειν ] = γενναίος, ένδοξος
αγήνορος = [ άγαν + ανήρ (= άνδρας) ] = ανδρείος, γενναίος
αγνοώ = [ α- + γνο < γιγνώσκω ] = δε γνωρίζω
αγνώμων = [ α- + γνώμη ] = αστόχαστος, ανόητος
αγόγγυστος = [ α- + γογγύζω (= παραπονιέμαι) ] αυτός που δεν παραπονιέται
αγείρω = [ α- αρθρ. + γερ- ] = συναθροίζω, συγκαλώ →
αγορά = χώρος συγκέντρωσης
άγροικος = [ αγρός + οίκος ] = χωριάτης, απολίτιστος →
αγροικία = εξοχικό σπίτι, η παραμονή στους αγρούς
άγχω = πιέζω, σφίγγω, πνίγω μτφ. στενοχωρώ, θλίβω →
αγχόνη = το πνίξιμο, η θηλιά της κρεμάλας
άγχι = κοντά, πλησίον →
αγχίαλος = [ άγχι + αλς ] = παραθαλάσσιος
αγχέμαχος = [ άγχι + μάχη ] = αυτός που μάχεται από κοντά, σώμα με σώμα
άγω = βαδίζω / οδηγώ σε κάτι / παίρνω μαζί μου με τη βία / λεηλατώ
αδελφός = [ α- αρθρ. + δελφύς (= κοιλιά) ] = αυτός που γεννήθηκε από την ίδια κοιλιά
αδέσποτος = [ α- + δεσπότης (= κύριος, αφέντης, κυρίαρχος) ] = αυτός που δεν έχει κύρος, αναξιόπιστος, ανώνυμος
άδηλος = [ α- + δήλος ] = μη φανερός, ασαφής, σκοτεινός
άδην = αρκετά, άφθονα →
αδηφάγος = [ άδην + έφαγον ] = πολυφαγάς
αδιάφορος = [ α- + διαφέρω ] = όμοιος / αδιάφορος
αδρανής = [ α- + δραίνω (= δράω –ώ) ] = αργός, οκνηρός
αδυσώπητος = [ α- + δυσωπέω –ώ (= κάνω κάποιον να ντραπεί) ] = αυτός που δε ντρέπεται / αμετάπειστος
Άδωνις = θεός της ομορφιάς, εραστής της Αφροδίτης
αεί = πάντοτε, συνέχεια, κάθε φορά ►
αειθαλής = [ αεί + θάλλω (= είμαι καταπράσινος μτφ. είμαι στην ακμή μου) ] = ο διαρκώς πράσινος / ( μτφ.) ο διαρκώς ακμαίος, ζωηρός
αείμνηστος = [ αεί + μνηστός < μιμνήσκομαι (= θυμάμαι) ] = αλησμόνητος
αέναος = [ αεί + νάω –ώ (= ρέω) ] = αυτός που πάντα ρέει / αιώνιος
αεροπόρος = [ αήρ + πόρος (= πέρασμα) ] = αυτός που περνάει μέσα από τον αέρα
αηδής (αηδία) = [ α- + ηδύς (= νόστιμος / χαριτωμένος, ευχάριστος) ] = άνοστος / δυσάρεστος
άθικτος = [ α- + θιγγάνω (= αγγίζω) ] = ανέγγιχτος / ιερός
άθυρος = [ α- + θύρα ] = αυτός που δεν έχει θύρα, ανοιχτός, ελεύθερος, αχαλίνωτος→
αθυρόστομος = [ άθυρος (= ανοιχτός) + στόμα ] = φλύαρος / αυθάδης
αίθω = ανάβω, καίω →
αιθάλη = καπνιά →
αίθουσα = [ αίθω ] = το μέρος του σπιτιού όπου λάμπει, έχει φωτιά, ζέστη
αινίσσομαι = μιλώ σκοτεινά, υπονοώ κάτι →
αίνιγμα = λόγος σκοτεινός και δυσνόητος, αλληγορία
αίλουρος = [ αιόλος (= ευκίνητος, γρήγορος) + ουρά ] = αγριόγατα
άκατος = ελαφρύ πλοίο, λέμβος
ακλεής = [ α- + κλέος ] = άδοξος, ασήμαντος
ακράδαντος = [ α- + κραδαίνω (= κουνώ, σείω) ] = ακλόνητος / σταθερός
ακρώρεια = [ άκρος + όρος ] = η άκρη του όρους, κορφοβούνι
Αλέξανδρος = [ αλέξω (= απομακρύνω / φροντίζω) + ανήρ ] = αυτός που απομακρύνει ή προστατεύει τους άνδρες / μαχητής
αληθής = [ α- + λήθω (= λανθάνω) ] = ειλικρινής, αψευδής
αλίμπλαγκτος = [ αλς (= αλάτι, θάλασσα) + πλάζομαι (= περιπλανιέμαι) ] = αυτός που περιπλανιέται στις θάλασσες
αλκή = [ <αλέξω ] = βοήθεια / ανδρεία / πόλεμος →
αλκαίος = [ αλκή ] = γενναίος, δυνατός, κραταιός →
(η) αλκαία = η ουρά του λιονταριού
αλκυών = θαλασσοπούλι ή ψαροπούλι →
αλκυονίδα = μικρή αλκυών →
αλκυονίδες ημέρες = οι 14 μέρες του χειμώνα, κατά τις οποίες η αλκυόνα χτίζει τη φωλιά της και γεννάει και η θάλασσα είναι πάντοτε γαλήνια
(ο) αλλάς = το λουκάνικο →
αλλαντοπώλης = [ αλλάς + πωλώ ] = αυτός που πουλάει λουκάνικα
αλληλέγγυος = [ αλλήλ- + έγγυος < εγγυάω –ώ (= εγγυούμαι / παντρεύω) ] = αυτός που εγγυάται για λογαριασμό άλλου
αλληλουχία = [ αλληλουχέω –ώ ] = συνέχεια
αλλόκοτος = [ άλλος (= διαφορετικός) + κότος (= έχθρα, μίσος) ] = ασυνήθιστος, παράξενος, παράδοξος
άλλοτε = [ άλλος + ότε (= ο + τε = ο + και = όταν, άμα) ] = άλλη φορά
αλλόφρων = [ άλλος + φρην (= καρδιά, ψυχή, εντόσθια, νους, λογικό) ] = αυτός που έχει αλλού το μυαλό του, απρόσεκτος / αυτός που έχει άλλη γνώμη / παράφρων
άλογος = [ α + λόγος ] = αυτός που δεν έχει λογικό, παράλογος
αλτήρες = [ άλλομαι (= αναπηδώ) ] = κομμάτια σιδήρου που κρατούσαν στα χέρια τους αυτοί που πηδούσαν για ισορροπία
αλύτης = ραβδούχος υπηρέτης της αστυνομίας στους Ολυμπιακούς αγώνες
άμβροτος = [ α- + βροτός (= θνητός) ] = αθάνατος, αμβρόσιος →
αμβροσία = αθανασία / τροφή των θεών
αμέλαθρος = [ α- + μέλαθρον (= οικία, παλάτι, δωμάτιο) ] = αυτός που δεν έχει σπίτι ( ή οικογένεια )
αμήχανος = [ α- + μηχανή (= όργανο / επινόηση / μέσο, τρόπος) ] = αυτός που δε μπορεί να βρει λύση / αυτός που βρίσκεται σε απορία
Άμμων = το όνομα του Δία στην Αίγυπτο
αμνός = αρνί, πρόβατο
αμύθητος = [ α- + μυθέομαι –ούμαι (= λέω, μιλώ / σκέφτομαι) ] = απερίγραπτος / αναρίθμητος / ανέκφραστος
αμυχή = [ αμύσσ(ττ)ω (= ξεσχίζω μτφ. πληγώνω, στενοχωρώ) ] = σχίσιμο, γρατζουνιά
αμφέρχομαι = [ αμφί (= γύρω, κοντά / περίπου, σχεδόν) + έρχομαι ] = επιτίθεμαι από παντού
αμφίαλος = [ αμφί + αλς ] = αυτός που περιβρέχεται από θάλασσα
αμφίβιος = [ αμφί + βίος ] = αυτός που ζει σε δύο διαφορετικά φυσικά στοιχεία ( ξηρά – θάλασσα )
αμφίεση = [ αμφιέννυμι (= ντύνω κάποιον) ] = φορεσιά, ντύσιμο, ενδυμασία
αμφίρροπος = [ αμφί + ρέπω (= κλίνω προς) ] = αυτός που κλίνει και προς τις δύο πλευρές
αμφίστροφος = [ αμφί + στρέφω ] = αυτός που στρέφεται προς όλες τις πλευρές / εύστροφος
αμφότεροι = και οι δύο
ανά = πάλι, ξανά / φανερά, δυνατά / επάνω / μεταξύ / ίσο ή ανάλογο / τριγύρω / αντίθετο αυτού που υπάρχει / διαμέσου, ανάμεσα / σε όλη την έκταση ►
αναγνωρίζω = [ ανά (= πάλι, ξανά) + γνωρίζω ] = γνωρίζω πάλι
ανάδελφος = [ αν- + αδελφός ] = αυτός που δεν έχει αδελφό ( ή αδελφή )
αναδιδάσκω = [ ανά + διδάσκω ] = διδάσκω ξανά / διασαφηνίζω
αναθεματίζω = καταριέμαι / αφιερώνω →
ανάθεμα = κατάρα / αφιέρωμα
άναιμος = [ αν- + αίμα ] = αυτός που δεν έχει αίμα →
αναιμία = έλλειψη αίματος
ανακαλώ = [ ανά + καλώ ] = φωνάζω κάποιον με το όνομά του μτφ. διορθώνω
ανάκλιμα = [ ανακλίνω (= ανυψώνω / στηρίζω / ανοίγω) ] = ανήφορος, ανηφορικό μέρος
ανακόλουθος = [ αν- + ακόλουθος ] = αυτός που δεν έχει συνέχεια, συνέπεια
αναμέτρηση = [ ανά + μετρώ ] = ξαναμέτρημα / ακριβής μέτρηση
ανάρπαστος = [ αναρπάζω (= αρπάζω με τη βία / κυριεύω, λαφυραγωγώ / εξαφανίζω) ] = αυτός που εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης / αιχμάλωτος
αναρρώννυμι = [ ανά + ρώννυμι (= δίνω δύναμη, ενδυναμώνω) ] = ξαναδυναμώνω, δίνω νέες δυνάμεις →
ανάρρωσις = [ αναρρώννυμι ] = ξαναδυνάμωμα
ανάστημα = [ ανίστημι ] = ύψος του σώματος / ύψωμα, τμήμα γης που εξέχει
ανατειχίζω = [ ανά + τειχίζω ] = ξαναχτίζω / επισκευάζω τα τείχη
ανατιμάω –ώ = [ ανά + τιμώ ( τιμή ) (= προσδιορίζω την τιμή ενός πράγματος / εκτιμώ) ] = ανεβάζω την τιμή ενός πράγματος / υπερεκτιμώ
ανατομή = [ ανατέμνω ] = κόψιμο νεκρού σώματος κατά μήκος, διαμελισμός
άναυδος = [ αν- + αυδή (= φωνή ανθρώπου, λαλιά) ] = αυτός που δεν έχει φωνή, βουβός
ανάχωμα = ο σωρός του χώματος που βγαίνει από λάκκο
ανδρείκελος = [ ανήρ + είκελος (= όμοιος) ] = όμοιος με άντρα ( ή άνθρωπο ), ανθρωπόμορφος
ανδρείος = [ ανήρ ] = αντρικός / γενναίος →
ανδριάντας = [ ανδρίον (= ανθρωπάκι) < ανήρ ] = άγαλμα άντρα, ομοίωμα
ανείδεος = [ αν- + είδος ] = αυτός που δεν έχει μορφή, ασχημάτιστος
ανεμόδρομος = [ άνεμος + δραμείν (του τρέχω) ] = αυτός που τρέχει σαν άνεμος, γρήγορος
Ανθεστήρια = [ άνθος ] = γιορτή των λουλουδιών κατά την άνοιξη προς τιμήν του θεού Διόνυσου
άνθρωπος = [ ανήρ + ωψ < όπωπα (του οράω –ώ = βλέπω) ] = άνθρωπος
ανέκαθεν = [ ανά + εκάς (= μακριά) + -θεν (= από) ] = από τα παλιά / από την αρχή
άνοδος = [ άνω + οδός (= δρόμος, πορεία) ] = πορεία προς τα επάνω / ανήφορος
ανόητος = [ α- + νοητός < νοέω –ώ (= καταλαβαίνω / σκέφτομαι) ] = αυτός που δεν έχει μυαλό / αυτός που δεν είναι νοητός, ακατανόητος
ανομβρία = [ αν- + όμβρος (= βροχή, νερό, υγρασία) ] = έλλειψη βροχής, ξηρασία
ανοσία = [ αν- + νόσος ] = έλλειψη νόσου, υγεία
ανόσιος = [ αν- + όσιος ] = ασεβής, βέβηλος, ανίερος
ανταποκρίνομαι = [ αντί + αποκρίνομαι ] = ανταπαντώ, απαντώ πάλι / απαντώ σε εκείνον που απάντησε
ανταρκτικός = [ αντί + αρκτικός (= βόρειος) ] = νότιος, μεσημβρινός
αντεπίθεση = [ αντί + επίθεση < επιτίθημι ] = έφοδος εναντίον εφόδου
αντερωτάω –ώ = [ αντί + ερωτώ ] = ρωτάω κι εγώ με τη σειρά μου
ανερωτάω –ώ = [ ανά + ερωτώ ] = ξαναρωτώ, ρωτάω επίμονα
αντιδιδάσκω = [ αντί + διδάσκω ] = διδάσκω κι εγώ με τη σειρά μου / διδάσκω το αντίθετο από κάποιον άλλο
αντιδράω –ώ = [ αντί + δρω ] = αντιδρώ, ανταποδίδω τα ίσα, κάνω ό,τι μου έκαναν
αντίθεος = [ αντί + θεός ] = όμοιος με θεό / αντίθετος με τους θεούς, ασεβής
αντικαλώ = [ αντί + καλώ ] = προσκαλώ κι εγώ αυτόν που με προσκάλεσε
αντίρρησις = [ αντί + ρήσις (= λόγος, ομιλία) ] = αντιλογία, αντίθετος ισχυρισμός
αντίρροπος = [ αντί + ρέπω (= υπερισχύω, επικρατώ) ] = ισόρροπος, ισοδύναμος / αντάξιος, ανάλογος
(το) άντρον = σπηλιά, σπήλαιο
ανυπόκριτος = [ αν- + υποκρίνομαι ] = αυτός που δεν υποκρίνεται
άξεστος = [ α- + ξέω (= σκαλίζω, πελεκώ) ] = αυτός που δεν είναι ξυσμένος, απελέκητος, ακατέργαστος μτφ. αδέξιος, αμόρφωτος, αγροίκος
αορτή = [ αείρω (= μεταφέρω) ] = η μεγάλη αρτηρία που διοχετεύει ( μεταφέρει ) το αίμα από την καρδιά στις φλέβες
από = ( δηλώνει απομάκρυνση από τόπο, χωρισμό, μακριά, έξω ) ►
απαγορεύω = [ από + αγορεύω (= μιλώ) ] = εμποδίζω κάποιον με λόγια να κάνει κάτι
απαθανατίζω = [ από + αθανατίζω ] = κάνω κάτι αθάνατο / αποθεώνω, θεοποιώ
απαίσιος = [ από + αίσιος ] = μη αίσιος, μη ευοίωνος, δυσοίωνος
απάνθρωπος = [ από + άνθρωπος ] = αυτός που είναι ξένος προς τη φύση του ανθρώπου / ακοινώνητος / άγριος, βάρβαρος / μισάνθρωπος
άπαξ = [ α- + παξ (= επαρκώς) ] = μια φορά ( μόνο )
απαραίτητος = [ α- + παραιτέω –ώ ] = αυτός τον οποίο δε μπορεί κάποιος να παρατήσει, αναπόφευκτος
απάρχω = [ από + άρχω ] = βασιλεύω μακριά από την πατρίδα
απελπισία = [ απελπίζω = από + ελπίζω ] = έλλειψη ελπίδας
απέχω = [ από + έχω (= κρατώ) ] = κρατώ μακριά, αποφεύγω
απηχέω –ώ = [ από + ηχώ ] = ηχώ από μακριά, αντηχώ →
απήχησις = η ηχώ, αντήχηση
άπληστος = [ α- + πίμπλημι (= γεμίζω από κάτι, χορταίνω, ικανοποιώ) ] = αχόρταγος, ακόρεστος / άπειρος
αποβλέπω = [ από + βλέπω ] = παρατηρώ από μακριά και με προσοχή
απόδημος = [ από + δήμος ] = αυτός που λείπει από την πατρίδα του, ξενιτεμένος / αυτός που ταξιδεύει σε ξένη χώρα
αποδικάζω = [ από + δικάζω ] = απαλλάσσω / ελευθερώνω
αποδυτήριον = [ αποδύομαι = ( από + δύομαι = ξεντύνομαι ) ] = χώρος όπου ξεντύνονται
αποθεραπεία = [ από + θεραπεία ] = παντελής θεραπεία
άποικος = [ από + οίκος ] = αυτός που βρίσκεται ( ή κατοικεί ) μακριά από την πατρίδα του / ξένος, αλλότριος →
αποικία = [ άποικος ] = οικισμός, πόλη χτισμένη σε ξένη χώρα από μετανάστες / μετανάστευση, εγκατάσταση σε άλλη χώρα
αποκαίω = [ από + καίω ] = καίω τελείως, κατακαίω / ( ιατρ.) καυτηριάζω
αποκτείνω = [ από + κτείνω (= σκοτώνω) ] = θανατώνω / καταδικάζω σε θάνατο
απόμαχος =[ από + μάχη ] = αυτός που απέχει από τη μάχη / ακατάλληλος για μάχη
αποπλέω = [ από + πλέω ] = αναχωρώ με πλοίο / φεύγω μακριά μέσω θάλασσας →
απόπλους = [ αποπλέω ] = αναχώρηση πλοίου ( ή με πλοίο ) / επιστροφή στην πατρίδα μέσω θάλασσας
απόρρητος = [ από + ρητός ] = αυτός που δε μπορεί να λεχθεί, να ανακοινωθεί, μυστικός
απορρίπτω = [ από + ρίπτω ] = ρίχνω μακριά
αποσιωπώ = [ από + σιωπώ ] = σιωπώ τελείως
αποτελέω –ώ = [ από + τέλος ] = τελειώνω, φέρνω σε πέρας →
αποτέλεσμα = [ αποτελέω –ώ ] = το τέλος, η έκβαση μιας ενέργειας
άπειμι = [ από + είμι ] = είμαι μακριά, απουσιάζω →
απουσία = [ άπειμι ] = το να απουσιάζει κάποιος / έλλειψη
απόφοιτος = [ από + φοιτάω –ώ ] = αυτός που διακόπτει τη φοίτηση
άποψις = [ από + όψις (= όραση) ] = παρατήρηση από μακριά ( ή από ψηλά ) / θέα
απωθώ = [ από + ωθώ ] = σπρώχνω μακριά
αραβέω –ώ = κάνω κρότο, βροντώ →
αράζω = [ αραβέω –ώ ] = ουρλιάζω
αργός = [ αεργός < α- + έργον ] = αυτός που δεν εργάζεται, ακαμάτης / άχρηστος / ακαλλιέργητος
άργυρος = [ άργυ- (= λευκός, φωτεινός) ] = το γνωστό μέταλλο ασήμι / χρήματα →
αργύριον = υποκορ. [ άργυρος ] = ασήμι κομμένο / μικρό νόμισμα, κέρμα
Άρης = ο θεός του πολέμου
άρκτος = ο βορράς
αρρενωπός = [ άρρην (= αρσενικός) + ωψ < όπωπα (του οράω –ώ) ] = αυτός που έχει αντρική μορφή, ανδροπρεπής
άρρωστος = [ α- + ρώννυμαι (= ενδυναμώνω) ] = αδύνατος, ανήμπορος, ασθενής
Άρτεμις = η θεά του κυνηγιού
αρχαίος = [ αρχή ] = αρχικός / παλαιός, απαρχαιωμένος
αρχέκακος = [ άρχε- < άρχω + κακός ] = ο πρωταίτιος του κακού
αρχέλαος = [ άρχε- < άρχω + λαός ] = ο αρχηγός του λαού, βασιλιάς
(το) αρχέτυπον = [ άρχε- < αρχή + τύπος < τύπτω ] = το πρωτότυπο, το πρότυπο, υπόδειγμα
αρχή = [ άρχω ] = η αρχή / πρώτη αιτία, αφορμή / βάση, θεμέλιο / εξουσία, ηγεμονία / η διοίκηση, το κράτος
αρωγή = [ αρήγω (= βοηθώ) ] = βοήθεια, προστασία
(η) ασβόλη = καπνιά, μουτζούρα
άσειστος = [ α- + σείω (= κουνώ) ] = αυτός που δεν κλονίζεται, ακλόνητος
ασθενής = [ α- + σθένος ] = αυτός που δεν έχει δύναμη, ανίσχυρος, άρρωστος
ασιτία = [ άσιτος ( α- + σίτος (= τροφή) = νηστικός ) ] = έλλειψη τροφής / νηστεία
αστός = [ άστυ ] = κάτοικος της πόλης
αστυνόμος = [ άστυ + νέμω (= διοικώ) ] = αυτός που διοικεί την πόλη
ασχήμων = [ α- + σχήμα ] = αυτός που δεν έχει σχήμα / άσχημος, κακοσχηματισμένος
άσωτος = [ α- + σωτός < σώζω ] = ο χωρίς ελπίδα σωτηρίας
ατίθασος = [ α- + τιθασός (= ήμερος) ] = άγριος, ανήμερος, μη εξημερωμένος
Άτλας = γίγαντας της μυθολογίας
ατροφία = [ α- + τροφή ] = έλλειψη τροφής / ( ιατρ.) ασθένεια από πείνα
άτρωτος = [ α- + τιτρώσκω (= πληγώνω) ] = αυτός που δεν πληγώθηκε ή δεν είναι δυνατό να πληγωθεί
αυθόρμητος = [ αυτός + ορμάω –ώ ] = αυτός που ενεργεί μόνος του
αύρα = [ λατ. aer (= αέρας) ] = πνοή, λεπτό φύσημα ανέμου, αεράκι / δροσιά θάλασσας ή ποταμού / αναθυμίαση
αύριο = [ Ι.Ε. aus = αυγή ] = το πρωί, την επόμενη μέρα
αυτάρεσκος = [ αυτός + αρέσκω ] = αυτός που ευχαριστιέται με τον εαυτό του, φίλαυτος
αυτάρκης = [ αυτός + αρκέω –ώ ] = αυτός που αρκείται σ` αυτά που έχει, ολιγαρκής / αυτοδύναμος, ανεξάρτητος
αυτοκτονέω –ώ = [ αυτός + κτείνω (= σκοτώνω) ] = σκοτώνω τον εαυτό μου, γίνομαι αυτόχειρας
αυτόνομος = [ αυτός + νέμω (= διοικώ) ] = αυτός που διοικείται με δικούς του νόμους, ανεξάρτητος, ελεύθερος
αυτόπτης = [ αυτός + όψομαι (του οράω –ώ) ] = αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια
αυτουργός = [ αυτός + έργον ] = αυτός που εργάζεται ( ή κάνει κάτι ) με τα ίδια του τα χέρια
αυτόφωρος = [ αυτός + φωρ (= κλέφτης) ] = αυτός που πιάστηκε την ώρα της διάπραξης του εγκλήματος
αφοπλίζω = [ από + οπλίζω ] = αφαιρώ τα όπλα από κάποιον, ξαρματώνω
Αφροδίτη = η θεά του έρωτα και της ομορφιάς
άχος = λύπη, στενοχώρια
άχρηστος = [ α- + χρηστός (= χρήσιμος) ] = άχρηστος
Βάκχος = ο θεός του οίνου, ο θεός Διόνυσος →
βακχεία = μέθη, παραφορά
βάλσαμον = [ ξένη λέξη ] = ρητίνη ευώδης και ιαματική δέντρου της Συρίας / δυόσμος
βάρβαρος = [ ηχοπ. λέξη από το βαρ βαρ (= ήχος γλώσσας ξένων) ] = αλλοεθνής, αλλόγλωσσος
βαρύτιμος = [ βαρύς + τιμή ] = ακριβός, μεγάλης αξίας, πολύτιμος
(ο) βάτος = θάμνος με αγκάθια
βήμα = [ βαίνω (= περπατώ) ] = δρασκελιά / θρόνος δικαστή
βιβλίον = [ υποκορ. βιβλύον < βύβλος ] = βιβλίο
βουκέφαλος = [ βους + κεφαλή ] = αυτός που έχει κεφάλι βοδιού
βουκόλος = βοσκός βοδιών, γελαδάρης
βραχύς = μικρός, κοντός / ρηχός / ολιγοχρόνιος, σύντομος →
βραχύβιος = [ βραχύς + βίος ] = ολιγόζωος
βραχυλόγος = [ βραχύς + λόγος ] = αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια
βραχύνω = μικραίνω
βραχυχρόνιος = [ βραχύς + χρόνος ] = ολιγοχρόνιος, προσωρινός / σύντομος
(το) βρέχμα = το πάνω μέρος του κεφαλιού
βρίζω = νυστάζω / κοιμάμαι
βροτός ( επίθ.) = θνητός, φθαρτός / νεκρός →
βροτός ( ουσ.) = άνθρωπος
βροχθίζω = καταπίνω βιαστικά
βρώμα = [ βιβρώσκω ] = ό,τι τρώγεται, φαγητό, βρώσις
γάγγραινα = [ γράω ] = πληγή που καταλήγει σε σήψη
γαλαξίας = [ γαλακτ - ίας < γάλα ] = ο λευκός κύκλος που φαίνεται στον ουρανό
γαλεός = είδος σκυλόψαρου, καρχαρία
γαλουχέω –ώ = [ γάλα + έχω ] = βυζαίνω, τρέφω με το γάλα μου / ( μτφ.) ανατρέφω / μορφώνω
γάμος = [ γαμώ ] = παντρειά
γαμψός = καμπύλος, κυρτός
γερουσία = πρεσβεία
γεωμετρία = [ γαία + μετράω –ώ ] = η τέχνη της μέτρησης του εδάφους
γεωργός = [ γεω- < γη + έργον ] = αυτός που καλλιεργεί τη γη, αγρότης
γήλοφος = [ γη + λόφος ] = λόφος από χώμα, ύψωμα
γήπεδον = [ γη + πέδον (= έδαφος) ] = οικόπεδο / κομμάτι καλλιεργήσιμης γης
γλάμα = τσίμπλα των ματιών
γλαυκός = γαλανοπράσινος, γαλανός, αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας ή των ματιών της κουκουβάγιας / λευκός, υπόλευκος
γλαυξ = [ γλαυκός ] = κουκουβάγια
γοάω –ώ = θρηνώ γοερά →
γόης = [ γοάω –ώ ] = αυτός που θρηνεί / μάγος, μάντης / απατεώνας →
γοητεία = [ γόης ] = απάτη, μαγεία
Γοργώ = γοργόνα / η φοβερότερη από τις τρεις γοργόνες, η Μέδουσα
γοργός = [ Γοργώ ] = ορμητικός, ταχύς / ζωηρός
γράφω = [ γραφ- < γρ – γρ ( ήχος της γραφής ) ] χαράζω, ξύνω
γυρίνος = μικρός βάτραχος
γύρος = γύρισμα, περιστροφή / κύκλος
δάκος = [ δάκνω (= δαγκώνω) ] = ζώο που δαγκώνει
δακρυγόνος = [ δάκρυ + γίγνομαι ] = αυτός που προξενεί δάκρυα
δάνειον = [ δάνος < δίδωμι ] = χρήματα που δίνονται ή παίρνονται με τόκο
δας = [ δαίω (= καίω) ] = δάδα
δάσος = [ δασύς (= πυκνός) ] = τόπος με δέντρα
δειλός = [ δείδω (= φοβάμαι) ] = άνανδρος
δεισιδαίμων = [ δείδω + δαίμων ] = θεοφοβούμενος
δελφύς = κοιλιά της γυναίκας
δεύτε = ελάτε εδώ
δημαγωγός = [ δήμος + αγωγός < άγω ] = αυτός που οδηγεί το λαό
δημιουργός = [ δήμος + έργον ] = αυτός που εκτελεί δημόσιο έργο / τεχνίτης
δημοβόρος = [ δήμος + βορά < βιβρώσκω (= τρώω) ] = αυτός που κατατρώει τα δημόσια, που τρέφεται από τον ιδρώτα του λαού
δημός = πάχος, ξύγκι
διά = διαμέσου, μεταξύ / από την αρχή ως το τέλος / μετά από χρόνο / για, με ( δηλώνει ) : τόπο / αιτία / συνέχεια / διαίρεση, διάλυση / αμοιβαιότητα / εντέλεια / έμφαση ή επίταση ►
διαβατήριον = [ διαβαίνω ] = η διάβαση, το πέρασμα
διαβλέπω = [ διά + βλέπω ] = βλέπω καθαρά
διαβρέχω = [ διά + βρέχω ] = καταβρέχω, μουσκεύω →
διάβροχος = [ διαβρέχω ] = καταβρεγμένος
διαιτώμαι = ζω, περνώ τη ζωή μου →
δίαιτα = [ διαιτώμαι ] = τρόπος ζωής
διαιτάω –ώ = τρέφω κάποιον με ορισμένο τρόπο →
διαίτημα = τρόπος ζωής / τροφή, το μέσο για ζωή
διακαίω = [ διά + καίω ] = κατακαίω, πυρπολώ
διάκενος = [ διά + κενός ] = τελείως άδειος, κούφιος / ( συνεκδ.) άπαχος, αδύνατος / μάταιος, περιττός
διάκορος = [ διά + κόρος (= χορτασμός) ] = εντελώς χορτάτος
διακούω = [ διά + ακούω ] = ακούω προσεκτικά
διακυβεύω = [ διά + κυβεύω (= παίζω κύβους / ( μτφ.) ριψοκινδυνεύω) ] = παίζω τους κύβους / διακινδυνεύω
διαπίνω = [ διά + πίνω ] = πίνω μέχρι τον πάτο / πίνω σιγά σιγά ή κατά διαλείμματα
διαπληκτίζομαι = [ διά + πληκτίζομαι (= μαλώνω) ] = μαλώνω με κάποιον
(ο) διάπλους = ταξίδι μέσω θάλασσας
διαπνέω = [ διά + πνέω ] = φυσώ διαμέσου / αερίζω / ( συνεκδ.) διαλύω, εξατμίζω →
διάπνοια = [ διαπνέω ] = διαπνοή, αέρισμα, ξεθύμασμα
διαπολεμάω –ώ = [ διά + πολεμάω –ώ ] = πολεμώ μέχρι το τέλος
διαπρέπω = [ διά + πρέπω (= φαίνομαι, διακρίνομαι, λάμπω, εξέχω) ] = διακρίνομαι, διαφέρω, πλεονεκτώ, είμαι ανώτερος, εξέχω μεταξύ άλλων
διάπυρος = [ διά + πυρ ] = πολύ πυρωμένος, πυρακτωμένος / ( μτφ.) παθιασμένος, δραστήριος, ορμητικός, σφοδρός
διαρκέω –ώ = [ διά + αρκώ ] = είμαι αρκετός / αντέχω
διαρρήκτης = [ διαρρήγνυμι = διά + ρήγνυμι = ραγίζω, σπάζω / ξεσχίζω ] = αυτός που διαρρηγνύει, διασπά κτλ. / συνωμότης
διαρρέω = [ διά + ρέω ] = χύνομαι διαμέσου →
διαρροή = [ διαρρέω ] = τρέξιμο νερού ( ή ανέμου ) διαμέσου κάποιου πράγματος
διάσημος = [ διά + σήμα (= σημείο, σημάδι / σύνθημα / σύμβολο / τεκμήριο, απόδειξη) ] = ευκολογνώριστος / ξακουστός
διασκεδάζω = [ διά + σκεδάννυμι (= σκορπίζω / συντρίβω) ] = διασκορπίζω, διαλύω / αφανίζω / σπαταλώ
διασκευάζω = [ διά + σκευάζω ] = τακτοποιώ, βάζω το καθετί στη θέση του
διαστρέφω = [ διά + στρέφω ] = στραβώνω, γυρίζω ανάποδα, στραμπουλάω / νοθεύω, παραμορφώνω →
διάστρεμμα = [ διαστρέφω ] = γύρισμα ανάποδα, στραμπούληγμα →
διαστροφή = [ διαστρέφω ] = στραμπούληγμα / διαφθορά, νόθευση, παραμόρφωση
διασύρω = [ διά + σύρω ] = σύρω κάτι διαμέσου / εξευτελίζω, χλευάζω, περιπαίζω
διαυγής = [ διά + αυγή ] = αυτός που λάμπει, που φέγγει διαμέσου κάποιου πράγματος, λαμπρός, διαφανής
διαχειμάζω = [ διά + χειμάζω ] = περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω
διαχέω = [ διά + χέω ] = χύνω εδώ κι εκεί
διδαχή = [ διδάσκω ] = διδασκαλία
διερευνάω –ώ = [ διά + ερευνάω –ώ ] = εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια
δίλλημα = [ δις + λαμβάνω ] = είδος συλλογισμού με δύο αντιφατικές προτάσεις / διφορούμενη πρόταση
Διόνυσος = [ Διός ( γεν. του Ζευς ) ] = ο Βάκχος, ο θεός του κρασιού και της ευφορίας
διόπτρα = [ διά + όπωπα (του οράω –ώ) ] = όργανο με το οποίο βλέπει κανείς καλά ή μακριά
διοράω –ώ = [ διά + οράω –ώ ] = βλέπω διαμέσου κάποιου πράγματος / βλέπω καθαρά και μακριά / διακρίνω / προβλέπω →
διορατικός = [ διοράω –ώ ] = αυτός που βλέπει μακριά, οξυδερκής / αυτός που διαβλέπει τα μέλλοντα
Διόσκουροι = [ Διός (γεν. του Ζευς) + κούροι (= παιδιά) ] = παιδιά του Δία / ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, παιδιά της Λήδας
Διώνη = [ Διός (γεν. του Ζευς) ] = η μητέρα της Αφροδίτης
διωρία = [ δις + ώρα ] = διάστημα δύο ωρών
δόκιμος = [ δοκέω –ώ ] = δοκιμασμένος / άξιος, αποδεκτός / γνήσιος / αξιόλογος →
δοκίμιον = [ δόκιμος ] = μέσο ή τρόπος δοκιμασίας / κριτήριο / μικρό λογοτέχνημα
δολοφόνος = [ δόλος + φόνος < φένω (= σκοτώνω) ] = αυτός που σκοτώνει με δόλο, με παγίδα, με απάτη
δόσις = [ δίδωμι ] = δόσιμο, χορήγηση →
δοσοληψία = [ δόσις + λήψις ] = το να δίνει κανείς και να παίρνει
δραχμή = [ δράττομαι (= πιάνω κάτι με το χέρι / παίρνω κάτι με τη χούφτα / έχω, κρατώ) ] = πιάσιμο / ποσότητα ( πράγματος ) που μπορεί κάποιος να κρατήσει στα χέρια του / νόμισμα
δρόμος = [ δραμείν (του τρέχω) ] = χώρος για τρέξιμο / διαδρομή / αγώνας / πορεία / οδός
δυναστεία = [ δυναστεύω (= έχω εξουσία, κυριαρχία / επικρατώ) ] = υπέρτατη δύναμη, απόλυτη εξουσία / ολιγαρχία
δυσάρεστος = [ δυσ- + αρεστός ] = αυτός που δύσκολα αρέσει / δύστροπος / βαρετός
δύσαυλος = [ δυσ- + αυλή ] = τόπος ακατάλληλος για διαμονή ή κατοικία
δύσγαμος = [ δυσ- + γάμος ] = αυτός που απέτυχε στο γάμο
δυσμήχανος = [ δυσ- + μηχανή ] = αυτός που δύσκολα βρίσκει τρόπους / αυτός που απορεί, που βρίσκεται σε αμηχανία
δώρον = [ δίδωμι ] = δωρεά, χάρισμα
εαρινός = [ έαρ (= άνοιξη) ] = ανοιξιάτικος
έβενος = [ αρχαία αιγυπτ.] = είδος μαύρου και σκληρού ξύλου
έγκαιρος = [ εν + καιρός ] = αυτός που γίνεται την κατάλληλη στιγμή
εγκέλαδος = [ εν + κέλαδος (= κραυγή, βοή, θόρυβος) ] = αυτός που προξενεί κρότο, θορυβώδης
εγχειρέω –ώ = [ εν + χειρ ] = βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ( ή κάτι ) / επιχειρώ→
εγχείρησις = [ εγχειράω –ώ ] = χειρουργική επέμβαση / έναρξη έργου
εθελοντής = [ εθέλω ] = αυτός που κάνει κάτι με τη θέλησή του
ειδήμων = [ οίδα (= ξέρω, γνωρίζω) ] = αυτός που γνωρίζει / έμπειρος / επιστήμων
Ειλείθια = θεά που επιβλέπει τις γέννες
είρω = δένω, πλέκω, συνδέω, συναρμόζω / λέω, μιλώ / ρωτάω / εξετάζω →
ειρμός = [ είρω ] = αλληλουχία, σειρά, τάξη
εισάγω = [ εις + άγω ] = φέρνω μέσα, οδηγώ μέσα / φέρνω στην πατρίδα μου ξένα εμπορεύματα
εισαεί = [ εις + αεί ] = για πάντα, αιώνια
εισακούω = [ εις + ακούω ] = ακούω προσεκτικά
εισέρχομαι = [ εις + έρχομαι ] = μπαίνω μέσα, έρχομαι μέσα
είσοπτος = [ εισοράω –ώ ] = αυτός που φαίνεται από παντού →
είσοπτρον = [ εισοράω –ώ ] = καθρέφτης, κάτοπτρο
εκατόμβη = [ εκατόν + βους ] = θυσία εκατό βοδιών
έκβιος = [ εκ + βίος ] = νεκρός, χωρίς ζωή
έκδηλος = [ εκ + δηλός ] = πολύ φανερός, ολοφάνερος
εκκολάπτω = [ εκ + κολάπτω ] = σπάζω με το ράμφος το αυγό για να βγει ο νεοσσός
έκπληξις = [εκπλήσσω (= χτυπώ / διώχνω / προξενώ σφοδρή επιθυμία) ] = απορία, έκσταση
εκφαίνω = [ εκ + φαίνω ] = φέρνω στο φως, φανερώνω
έκφυλος = [ εκ + φυλή ] = αλλόφυλος, ξένος / ( μτφ.) αλλόκοτος, παράξενος / αφύσικος
εκφωνέω –ώ = [ εκ + φωνώ ] = φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω
(ο) ελλέβορος = βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες (κυρίως κατά της παραφροσύνης)
εμβλέπω = [ εν + βλέπω ] = βλέπω καταπρόσωπο, βλέπω κατευθείαν προς κάτι
εμπίνω = [ εν + πίνω ] = πίνω αχόρταγα
εμποδών = [ εν + ποδών ] = μέσα στα πόδια, σαν εμπόδιο →
εμποδίζω = [ εμποδών ] = βάζω κάτι στα πόδια κάποιου, του είμαι εμπόδιο
έμπορος = [ εν + πόρος (= πέρασμα / πορεία, ταξίδι / εξοικονόμηση χρημάτων) ] = επιβάτης / πραματευτής, αυτός που εξοικονομεί χρήματα ( κάνοντας αγοραπωλησίες )
ενύπνιον = όνειρο
εξαίσιος = [ εξ + αίσιος (= δίκαιος, ορθός / ευτυχής) ] = όχι δίκαιος, άδικος / ασυνήθης / απαίσιος / υπερβολικός
εξακούω = [ εξ + ακούω ] = ακούω από μακριά ή από έξω
έξαλλος = [ εξ + άλλος ] = αλλιώτικος, διαφορετικός / παράξενος, ασυνήθιστος
εξάνθημα = [ εξανθέω –ώ ( ιατρ. = φαίνομαι ) ] = σπυρί
έξαψις = [ εξάπτω (= κρεμώ / ανάβω, καίω / ( μτφ.) διεγείρω / εξοργίζω) ] = κρέμασμα / άναμμα / διέγερση / αψιμαχία
εξαφανίζω = [ εξ + αφανίζω ] = αφανίζω τελείως, καταστρέφω εντελώς // ( παθ.) γίνομαι άφαντος
εξερευνάω –ώ = [ εξ + ερευνάω –ώ ] = εξετάζω, ερευνώ με επιμέλεια / προσπαθώ να ανακαλύψω
έξηβος = [ εξ + ήβη (= νεότητα) ] = αυτός που πέρασε την εφηβική ηλικία
εξογκόω –ώ = [ εξ + ογκώ ] = κάνω κάτι ογκώδες, εξογκώνω / φουσκώνω, υψώνω →
εξόγκωμα = [ εξογκόω –ώ ] = φούσκωμα, πρήξιμο
έξοδος = [ εξ + οδός ] = το μέρος από το οποίο βγαίνει κάποιος
εξέχω = [ εξ + έχω ] = κρατώ κάτι έξω / προεξέχω →
εξοχή = [ εξέχω ] = προεξοχή / υπεροχή, πρωτείο →
έξοχος = [ εξέχω ] = αυτός που υπερέχει, που διακρίνεται
έπαυλις = [ επί + αυλίς (= κατασκήνωση) ] = μάντρα / εξοχικό σπίτι / ( στρατιωτικό ) κατάλυμα
επαχθής = [ επί + άχθος (= βάρος, φορτίο) ] = βαρύς / ( μτφ.) ενοχλητικός, φορτικός, βαρετός
επενδύω = [ επί + ενδύω ] = ντύνω κάποιον με πρόσθετο φόρεμα
επίγονος = [ επί + γόνος ] = αυτός που γεννήθηκε μετά
επιδερμίς = [ επί + δέρμα ] = η επιφάνεια του δέρματος
επιμένω = [ επί + μένω ] = μένω σταθερός σε κάτι
επίορκος = [ επί + όρκος ] = αυτός που παραβιάζει, καταπατά ή αθετεί τον όρκο του
επιούσιος = [ επί + ουσία ] = απαραίτητος για την επιβίωση // ο επιούσιος άρτος = ο άρτος ο αρκετός για την κάθε μέρα
επιστήμη = [ επίσταμαι (= γνωρίζω κάτι) ] = γνώση, μάθηση
επιτρώγω = [ επί + τρώγω ] = τρώω αποπάνω, ως συμπλήρωμα
επιφθάνω = [ επί + φθάνω ] = φθάνω πρώτος / προλαβαίνω
επομένως = [ επόμενος < έπομαι ] = κατ` ακολουθίαν / έπειτα
επόπτης = [ επί + όπωπα ( του οράω –ώ ) ] = παρατηρητής
έπος = [ είπον ( του λέγω ) ] = λέξη / λόγος, ομιλία, διήγηση / λόγος έμμετρος, ηρωικός
εργολάβος = [ έργον + λαμβάνω ] = αυτός που αναλαμβάνει με μισθό κάποιο έργο
ερέθω = εξοργίζω
έρκος = φράχτης, περίφραγμα, περιτείχισμα / δίχτυ
ερμαφρόδιτος = [ Ερμής + Αφροδίτη ] = άντρας και γυναίκα μαζί, αρσενικοθήλυκος
έσθημα = [ έννυμι ] = ένδυμα, φόρεμα
Εστία = η γνωστή θεά, προστάτιδα της οικογένειας και του σπιτιού
ευάλωτος = [ ευ- + αλίσκομαι (= κυριεύω) ] = αυτός που εύκολα κυριεύεται
ευγένεια = [ ευ- + γένος ] = λαμπρότητα γένους
εύδοξος = [ ευ- + δόξα ] = ένδοξος, έντιμος
εύρωστος = [ ευ- + ρώννυμι ] = γερός, δυνατός, ρωμαλέος
έχθρα = [ έχθος (= μίσος) ] = μίσος, εχθρική διάθεση
εωσφόρος = [ έως (= αυγή) + φέρω ] = αυτός που φέρνει το φως // ο Εωσφόρος = το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός / ( εκλ.) ο πρώτος από τους δαίμονες, ο διάβολος
ζάπλουτος = [ ζα- + πλούτος ] = πάμπλουτος
ζάθεος = [ ζα- + θεός ] = πάρα πολύ θείος, ιερός, άγιος
ζέα = είδος σιτηρού που χρησιμοποιείται ως τροφή των αλόγων
ζεστός = [ ζέω (= βράζω κάτι / είμαι θερμός, βράζω) ] = ζεστός μέχρι βρασμού / βραστός, βρασμένος
ζόφος = μαυρίλα, σκοτάδι / δύση →
ζοφερός = [ ζόφος ] = σκοτεινός / μαύρος / κατηφής
ζωγράφος = [ ζωός (= ζωντανός) + γράφω ] = αυτός που απεικονίζει υπαρκτά φυσικά αντικείμενα ή ζωντανά όντα
ζώον = [ ζω ] = καθετί που έχει ζωή
ήβη = [ Ι. Ε. ] = ακμαία ηλικία, νεότητα / νεολαία // η Ήβη = κόρη του Δία και της Ήρας, σύζυγος του Ηρακλή / θεότητα της νιότης
ηδονή = [ ήδομαι (= χαίρομαι, ευχαριστιέμαι) ] = χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυση
ηθοποιός = [ ήθος + ποιέω –ώ ] = αυτός που μιμείται ( ή διαμορφώνει ) το χαρακτήρα κάποιου
ήλεκτρον = μείγμα χρυσού και αργύρου / κεχριμπάρι
Ηλύσιον πεδίον = ο παράδεισος των αρχαίων Ελλήνων
ήπειρος = [ α- + πέρας (= τέλος / άκρη) ] = μεγάλη, εκτεταμένη ξηρά / επαρχία της Ελλάδας
Ήρα = θεά της μυθολογίας, σύζυγος του Δία
Ήφαιστος = θεός της φωτιάς
ηχείον = [ ήχος ] = ό, τι δημιουργεί ήχο / ό, τι προκαλεί κρότο
θαλάμη = [ θάλαμος ] = σπηλιά / τρύπα ή φωλιά ζώου / το κατώτερο και σκοτεινότερο μέρος του πλοίου όπου κάθονταν οι θαλαμίτες
θαλαμηγός = αιγυπτιακό βασιλικό πλοίο
θάλπω = ζεσταίνω / καίω / ( μτφ.) περιθάλπω, περιποιούμαι / παρηγορώ / ( για πάθος ) ανάβω →
θαλπωρή = [ θάλπω ] = θερμότητα / ( μτφ.) ελπίδα / χαρά / εμψύχωση / ανακούφιση / παρηγοριά
θέατρον = [ θεάομαι –ώμαι < θέα (= βλέπω, παρατηρώ προσεκτικά) ] = τόπος για θέα, για απόλαυση θεαμάτων
θεήλατος = [ θεός + ελαύνω (= βάζω κάτι σε κίνηση / τρέχω / οδηγώ) ] = σταλμένος από τους θεούς →
θεηλασία = [ θεήλατος ] = θε۬ι۬κή τιμωρία
θέλγητρον = [ θέλγω (= γοητεύω / μαγεύω / ναρκώνω, ζαλίζω / ξεγελώ) ] = ό,τι θέλγει, ευχαριστεί, μαγεύει / μαγικό φίλτρο
θέμεθλον = [ τίθημι (= βάζω, τοποθετώ, στήνω) ] = θεμέλιο, βάση / ρίζα / πυθμένας
θεομηνία = [ θεός + μήνις (= οργή) ] = μανία ( ή οργή ) θεού
θέρμος = [ θέρω (= θερμαίνω, ζεσταίνω) ] = πικρό όσπριο
θηρ = [ Ι.Ε. θηρ- ] = άγριο ζώο, θηρίο →
θηρίον = [ υποκορ. του θηρ ] = αγρίμι →
θήρα = κυνήγι
θλάω –ώ = συντρίβω, σπάζω, τσακίζω →
θλάσις = [ θλάω –ώ ] = σπάσιμο, θραύση
θνήσκω = πεθαίνω, χάνομαι, εκλείπω →
θνητός = [ θνήσκω ] = φθαρτός
θολός = λάσπη, βούρκος, πηλός / μελάνι σουπιάς
θρασύδειλος = [ θρασύς + δειλός ] = δειλός που υποκρίνεται το γενναίο
θύελλα = [ θύνω (= ορμώ) + άελλα < άημι (= φυσώ) ] = σφοδρός άνεμος, μπόρα, ανεμοζάλη
θυρωρός = [ θύρα + οράω –ώ ] = φύλακας της πόρτας
ιαματικός = [ ιάομαι –ιώμαι (= θεραπεύω) ] = θεραπευτικός →
ιατρείον = [ ιατήρ (= γιατρός, θεραπευτής) ] = ιατρείο
ιαχή = [ ιάχω (= κραυγάζω) ] = κραυγή, αλαλαγμός
ιδανικός = [ ιδανός < ίδειν ( του οράω –ώ ) ] = αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία / τέλειος
ιδέα = [ ίδειν ( του οράω –ώ ) ] = όψη / μορφή / δημιούργημα του νου
ιδιότροπος = [ ίδιος (= ατομικός, προσωπικός / ιδιαίτερος, διαφορετικός, ξεχωριστός) + τρόπος ] = αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς / ασυνήθιστος, παράξενος
ιός = [ Ι. Ε. wiso- (= δηλητήριο) ] = δηλητήριο, φαρμάκι / σκουριά / βέλος, σα۬ί۬τα
ίρις = το ουράνιο τόξο / ο χρωματιστός κύκλος γύρω από την κόρη του ματιού / κρίνος
ίστωρ = [ οίδα (= γνωρίζω) > ίδ – τωρ > ίστωρ ] = άνθρωπος που γνωρίζει, έμπειρος, σοφός, συνετός →
ιστορία = [ ίστωρ ] = γνώση, πληροφορία / εξέταση, εξακρίβωση / έκθεση, διήγηση, εξιστόρηση
κατά = ( δηλώνει : εναντιότητα / κίνηση / τόπο / τρόπο / χρόνο / αιτία ή σκοπό / σχέση ή αναφορά / συμφωνία ή συνέπεια ) →
καθησυχάζω = [ κατά + ησυχάζω ] = ησυχάζω τελείως
καθορίζω = [ κατά + ορίζω ] = ορίζω με ακρίβεια, προσδιορίζω
καθορμίζω = [ κατά + ορμίζω ] = αράζω, αγκυροβολώ στο λιμάνι
καλλιεπής = [ καλός + έπος ] = αυτός που μιλάει ή γράφει ωραία / αυτός που χρησιμοποιεί κομψές φράσεις ή λέξεις
καλλιστεύω = [ κάλλιστος ] = είμαι ο πιο ωραίος , υπερέχω στην ομορφιά →
καλλιστεία = [ καλλιστεύω ] = βραβεία ομορφιάς, αρετής ή ανδραγαθίας
καλύβη = [ καλύπτω ] = καλύβα, τσαρδάκι
κάλως = σχοινί, καραβόσχοινο →
καλώδιον = [ υποκορ. κάλως ] = λεπτό σχοινί, σπάγγος
καταμέτρησις = [ καταμετρέω –ώ ] = μέτρημα ακριβές και σχολαστικό
καταναλίσκω = [ κατά + αναλίσκω (= ξοδεύω, δαπανώ) ] = καταδαπανώ, κατασπαταλώ →
κατανάλωσις = [ καταναλίσκω ] = σπατάλη / ξόδεμα
κατάξιος = [ κατά + άξιος ] = πολύ άξιος →
καταξίωσις = [ καταξιόω –ώ ] = μεγάλη εκτίμηση
καταπέλτης = [ κατά + πάλλω (= σείω, κουνώ / εκσφενδονίζω) ] = είδος πολεμικής μηχανής που πετούσε τα βέλη μακριά
καταπλήσσ(ττ)ω = [ κατά + πλήσσ(ττ)ω (= χτυπώ / πληγώνω) ] = χτυπώ κατακέφαλα / φέρνω σε έκσταση / εκθαμβώνω
καταπολεμέω –ώ = [ κατά + πολεμώ ] = κατανικώ πολεμώντας, υποτάσσω ολοκληρωτικά
κατευνάζω = [ κατά + ευνάζω (= κοιμίζω) ] = αποκοιμίζω / ( μτφ.) καθησυχάζω, καταπραΰνω / καταλαγιάζω
κάτοικος = [ κατά + οίκος ] = αυτός που κατοικεί κάπου
κάτοπτρον = [ κατά + όψομαι ( του οράω –ώ ) ] = καθρέφτης
καχύποπτος = [ κατά + ύποπτος ] = αυτός που υποπτεύεται τα πάντα / πολύ ύποπτος
κέλαδος = [ καλέω –ώ ] = κραυγή, βοή, θόρυβος / ο ήχος της μουσικής →
κελαδέω –ώ = [ κέλαδος ] = φωνάζω δυνατά, βουίζω, θορυβώ / κελαηδώ / κελαρύζω
κέλυφος = [ καλύπτω ] = το σκληρό περίβλημα των καρπών, περικάρπιο / φλοιός / τσόφλι
κηδεμών = [ κήδομαι (= ενδιαφέρομαι, φροντίζω) ] = αυτός που έχει τη φροντίδα, την επιμέλεια προσώπου ή πράγματος
κηδεύω = [ κήδος (= φροντίδα, επιμέλεια) ] = φροντίζω, περιποιούμαι / ενταφιάζω / πενθώ κάποιον
κηροπήγιον = [ κηρός (= κερί) + πήγνυμι (= μπήγω / στήνω, στηρίζω) ] = μέρος όπου τοποθετούνται τα κεριά
κήτος = φάλαινα ή φώκια / μεγάλο ψάρι / θαλάσσιο τέρας / όνομα αστερισμού
Κλωθώ = μία από τις τρεις Μοίρες, που κλώθει το νήμα της ζωής
κοιλιόδουλος = [ κοιλία + δούλος ] = δούλος της κοιλιάς, λαίμαργος
κόμη = μακριά μαλλιά και περιποιημένα / χαίτη
Κρόνος = [ κραίνω (= κυβερνώ, εξουσιάζω / πραγματοποιώ, φέρνω σε πέρας / τελειοποιώ / εξηγώ, ερμηνεύω) ] = θεός, πατέρας του Δία
κρόταφος = το πλάγιο μέρος του μετώπου / το κεφάλι του σφυριού / το «φρύδι» του βουνού
κρύπτη = [ κρύπτω ] = κρυψώνα / δρόμος υπόγειος / θόλος ( τάφος )
κυνηγός = [ κύων (= σκύλος) + άγω ] = αυτός που οδηγεί σκύλους, θηρευτής
λαβή = [ λαβείν ( του λαμβάνω = παίρνω / πιάνω ) ] = πιάσιμο / χερούλι / χειρολαβή→
λαβίς = [ λαβείν ] = τσιμπίδα, λαβίδα / εργαλείο με το οποίο πιάνουμε κάτι
λαβύρινθος = [ προελληνική : η λάβρυς (= πέλεκυς) ή η λαύρα (= πέρασμα) ] = μεγάλο δαιδαλώδες οικοδόμημα
λαίμαργος = [ λαιμός + μάργος (= άπληστος / θρασύς, αυθάδης / ανόητος, μωρός) ] = αχόρταγος, αδηφάγος
λεηλάτης = [ λεία (= πράγμα αρπαγμένο, λάφυρο) + ελαύνω (= οδηγώ / καταδιώκω / παίρνω, αρπάζω) ] = αυτός που αρπάζει λάφυρα, που λαφυραγωγεί
λεοντή = [ λέων ] = δέρμα λιονταριού
λιμός = [ Ι. Ε. lei (= αφανίζω) ] = πείνα, έλλειψη τροφής
λοβός = λοβός καρπού / το κάτω άκρο του αυτιού / το αυτί του συκωτιού ( που παρατηρούσαν οι μάντεις )
λουτρόν = [ λούω (= πλένω κάποιον) ] = λουτρό
(το) Λύκειον = η σχολή όπου δίδασκε ο Αριστοτέλης
λυσιτελής = [ λύω + τέλος ] = αυτός που πληρώνει το χρέος του / ωφέλιμος, συμφέρων
μέθυ = [ Ι. Ε. medhu ] = κρασί, οίνος ( κυρίως ο γλυκός )
μειδίαμα = [ μειδιάω –ώ (= χαμογελώ) ] = χαμόγελο
μειονεκτώ = [ μείον + έχω ] = έχω πολύ λίγα, δεν είμαι εύπορος / υστερώ έναντι κάποιου, είμαι κατώτερος από κάποιον
μελαγχολικός = [ μελάγχολος = { μέλας (= μαύρος) + χολή } = αυτός που έχει μαύρη χολή / μελαγχολικός ] = μελαγχολικός
μελίφθογγος = [ μέλι + φθόγγος (= φωνή / φθόγγος) ] = αυτός που έχει γλυκιά φωνή
μεμψίμοιρος = [ μέμφομαι (= κατηγορώ / παραπονιέμαι) + μοίρα ] = αυτός που παραπονιέται για τη μοίρα του, γκρινιάρης
μεσημβρία = [ μέσον + άμαρ, ημέρα ] = μεσημέρι / το μέσο της μέρας / ο Νότος
μετακομίζω = [ μετά + κομίζω (= μεταφέρω) ] = μεταφέρω αλλού
μετανάστης = [ μετά + ναίω (= κατοικώ) ] = αυτός που εγκαθίσταται σε άλλο μέρος
μετονομάζω = [ μετά + ονομάζω ] = αλλάζω το όνομα κάποιου
μήνις = θυμός, οργή
μιγάς = [ μείγνυμι {= ανακατώνω ( κάτι σε κάτι )} = ανάμεικτος, ανακατωμένος
μνήμα = [ μιμνήσκω ] = σημείο για ενθύμηση / μνήμη, ανάμνηση / τάφος / ανάθημα, αφιέρωμα
μόλις = με δυσκολία
μυς = [ Ι. Ε. mus- ] = ποντίκι / μυς του σώματος / μύδι
ναός = [ ναίω (= κατοικώ) ] = οίκος θεού
ναυμαχία = [ ναύμαχος = ναυς (= πλοίο, καράβι) + μάχομαι ] = μάχη με πλοία, πόλεμος με καράβια →
ναυπηγός = [ ναυς + πήγνυμι (= κατασκευάζω) ] = κατασκευαστής πλοίων →
ναύτης = [ ναυς ] = επιβάτης πλοίου / θαλασσινός
Νέμεσις = αρχαία θεά που τιμωρεί τους αλαζόνες και περήφανους
νέω = πλέω, κολυμπώ
νεωλκός = [ ναυς + έλκω ] = αυτός που τραβάει το καράβι στην ξηρά ( ή από την ξηρά στη θάλασσα )
νεώριον = [ ναυς + οράω –ώ ] = τόπος κατασκευής ( ή επισκευής ) των πλοίων
νήνεμος = [ νη- στερ. + άνεμος ] = χωρίς ανέμους
νοσταλγώ = [ νόστος < νέομαι {= επιστρέφω (κυρίως στην πατρίδα)} + αλγώ (= επιθυμώ) ] = επιθυμώ να επιστρέψω στην πατρίδα
νότος = νοτιάς / μεσημβρία / βροχή →
νοτίζω = [ νότος ] = βρέχω, υγραίνω
νουθετώ = [ νους + τίθημι (= βάζω, τοποθετώ) ] = βάζω στο νου κάποιου / συμβουλεύω κάποιον
νουνεχής = [ νους + έχω ] = αυτός που έχει το νου του, συνετός, φρόνιμος
νυξ = νύχτα / σκοτάδι / θάνατος →
νυκτερεύω = [ νύκτερος (= νυχτερινός) ] = περνώ τη νύχτα, διανυκτερεύω →
νυκτερίς = [ νύκτερος ] = νυχτερίδα
νωθής = [ νη- στερ. + όθομαι (= κινούμαι) ή ωθέω –ώ ] = βραδύς, αργοκίνητος / κοιμισμένος →
νωθρός = [ νωθής ] = τεμπέλης, οκνηρός / αδρανής
ξεναγός = [ ξένος + άγω ] = αυτός που οδηγεί κάποιον ξένο
ξενηλατέω –ώ = [ ξένος + ελαύνω ] = διώχνω, απομακρύνω από τον τόπο μου τους ξένους
ξενοδόχος = [ ξένος + δέχομαι ] = αυτός που υποδέχεται τους ξένους
ξενών = [ ξένος ] = κατάλυμα για ξένους
ξιφίας = [ ξίφος ] = είδος ψαριού, ο ξιφίας
όασις = [ αιγυπτιακή ] = τόπος με βλάστηση και νερό στην έρημο
(τα) όβρια = τα νεογνά των ζώων ( κυρίως των λιονταριών )
οδός = [ sod- < sed- ] = δρόμος / πορεία / ταξίδι →
οδηγός = [ οδός + άγω ] = αυτός που δείχνει σε κάποιον το δρόμο / σύμβουλος / δάσκαλος
οδύρομαι = θρηνώ, πενθώ για κάποιο πρόσωπο
οινοβαρής = [ οίνος + βαρύς ] = ζαλισμένος από το κρασί, μεθυσμένος
οινοχόος = [ οίνος + χέω ] = κρασοκεραστής
ολομελής = [ όλος + μέλος ] = αυτός που έχει σώα όλα τα μέλη του →
ολομέλεια = [ ολομελής ] = ολότητα / ακεραιότητα μελών
οξυδερκής = [ οξύς (= οξύνους, πνευματώδης) + δέρκομαι (= βλέπω, κοιτάζω) ] = αυτός που βλέπει από μακριά, διορατικός
οπάζω = [ οπά < έπομαι (= ακολουθώ) ] = ακολουθώ →
οπαδός = [ οπάζω ] = αυτός που ακολουθεί κάποιον
οπλή = [ όπλον ] = το νύχι κάποιου ζώου
οπτασία = [ οπτάζομαι < οπτός (= ορατός) ] = όψη, θέα / όραμα / ενόραση
ορθοέπεια = [ ορθός + έπος ] = σωστή ( ή κυριολεκτική ) έκφραση / ορθότητα γλώσσας ή ύφους
οσφυαλγία = [ οσφύς (= η μέση / τα νεφρά) + αλγέω –ώ (= πονώ) ] = πόνος στη μέση / πόνος στα νεφρά
ουσία = [ ούσα ( του ειμί ) ] = το είναι, η ύπαρξη / η αληθινή φύση κάποιου πράγματος / η αρχική ουσία, το στοιχείο / πραγματικότητα
όχλος = θόρυβος, ταραχή / πλήθος ανθρώπων που θορυβούν / το πλήθος της κατώτατης τάξης του λαού / περιττό βάρος
παλιγγενεσία = [ πάλιν + γένεσις ] = αναγέννηση / ανανέωση / παλινόρθωση / ανάσταση νεκρών
πανεπιστήμων = [ πας + επιστήμων ] = αυτός που τα γνωρίζει όλα
πανσέληνος = [ πας + σελήνη ] = φάση της σελήνης, κατά την οποία φωτίζεται ολόκληρος ο δίσκος της
παρά = ( δηλώνει : προέλευση / τόπο / τρόπο / χρόνο / αιτία / ποσό / σύγκριση / εξαίρεση →
παραδείκνυμι = [ παρά + δείκνυμι και δεικνύω ] = δείχνω κάτι από κοντά / αποδεικνύω →
παράδειγμα = [ παραδείκνυμι ] = απόδειξη με παράδειγμα / υπόδειγμα / πρότυπο / αναπαράσταση
παράδεισος = [ περσικής προέλευσης ] = κήπος με δέντρα και ζώα / η μετά θάνατον κατοικία των δικαίων
παράλιος = [ παρά + αλς ] = αυτός που είναι κοντά στη θάλασσα / παράκτιος
παρανοέω –ώ = [ παρά + νοέω –ώ ] = σκέφτομαι εσφαλμένα →
παράνοια = [ παρανοέω –ώ ] = ανοησία, παραφροσύνη
παραφράζω = [ παρά + φράζω (= λέω) ] = λέω κάτι με άλλες λέξεις
παράφρων = [ παρά + φρην (= νους, λογική, κρίση) ] = αυτός που δεν κρίνει σωστά / τρελός, μανιακός
πάταγος = [ ηχοπ. πατ- ] = ισχυρός θόρυβος, κρότος
παυσίπονον = [ παύση < παύω + πόνος ] = αυτό που σταματά τους πόνους
πελάτης = [ πελάζω (= πλησιάζω κάποιον) ] = πλησίος, γείτονας
πένθος = [ πενθ- ( πένθ- σομαι > πείσομαι, του πάσχω ) ] = θλίψη, λύπη / θρήνος / συμφορά, δυστυχία
περιδέραιον = [ περί + δέρη (= λαιμός) ] = καθετί που φοριέται στο λαιμό
περιχαρής = [ περί + χαίρω ] = πολύ χαρούμενος
πέρυσι = [ περ- (= πέρα) + υτ- (= έτος) + -ι ] = τον περασμένο χρόνο
πηλός = χώμα με νερό, λάσπη / βόρβορος / το κατακάθι του κρασιού
πλεονέκτης = [ πλέον + έχω ] = αυτός που έχει ή ζητά περισσότερα από όσα δικαιούται, άπληστος // ( ως επίθ.) αλαζόνας, άδικος
πληθυσμός = [ πληθύνω (= πολλαπλασιάζω) ] = πολλαπλασιασμός, αύξηση σε πλήθος
πολίχνη = [ υποκορ. πόλις ] = μικρή πόλη
πόντος = θάλασσα / ωκεανός / πέλαγος →
ποντοπόρος = [ πόντος (= θάλασσα) + πόρος (= πέρασμα) ] = θαλασσοπόρος
πόρνη = [ πορ- < πέρνημι (= πουλώ) ] = δούλη αγορασμένη / αυτή που πουλάει το σώμα της
Ποσειδών = ο θεός της θάλασσας
πράσινος = [ πράσον ] = αυτός που έχει το χρώμα του πράσου
πρατήριον = [ πιπράσκω (= πουλώ) ] = το μέρος όπου πωλούνται προïόντα , αγορά
προ = ( δηλώνει : το μπροστά / τόπο / τρόπο, υπεροχή / αιτία ή υπεράσπιση / ανταλλαγή / επίταση ) →
προασπίζω = [ προ + ασπίζω ] = κρατώ την ασπίδα μπροστά, υπερασπίζομαι
πρόοδος = [ προ + οδός ] = προχώρημα / έξοδος / ( μτφ.) προκοπή
προσδιορίζω = [ προ + διορίζω ] = καθορίζω ρητά και με ακρίβεια
πρόσοψις = [ προς + όψις ] = μπροστινή όψη, εξωτερική μορφή
προστάτης = [ προΐσταμαι > προ + ίσταμαι ] = αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον
προσφιλής = [ προς + φιλέω –ώ ] = αγαπητός, αξιαγάπητος, λατρευτός
πρόσωπον = [ προς + ωψ ( του οράω –ώ ) ] = το μέρος του σώματος που φαίνετα / όψη / επιφάνεια
προτιμάω –ώ = [ προ + τιμάω –ώ ] = τιμώ περισσότερο κάποιον
πρόχειρος = [ προ + χειρ ] = αυτός που είναι μπροστά στα χέρια μου
πτηνός = [ πέτομαι ] = αυτός που πετά, φτερωτός
πυγμάχος = [ πυξ (= με γροθιές) + μάχομαι ] = αυτός που αγωνίζεται με γροθιές
πυρετός = [ πυρ (= φωτιά) ] = κάψα, ζέστη μεγάλη / μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος
πυρσός = [ πυρ ] = αναμμένος δαυλός, δαδί
πώλος = νεογέννητος ίππος
ραγάς = [ ρήγνυμι (= σπάζω, σχίζω) ] = ρωγμή / σκάσιμο ( του δέρματος, των χειλιών κτλ ) / σχισμή
ραψωδία = [ ράπτω (= ράβω / ( μτφ.) επινοώ / συναρμολογώ) + ωδή (= τραγούδι, άσμα, ύμνος / κελάηδημα) ] = αυτός που συναρμόζει ποιήματα / αυτός που απαγγέλει ποιήματα
ρήτωρ = [ ρη – τωρ < ρη- , ερώ ( του λέγω ) ] = αυτός που αγορεύει δημόσια
ρινηλάτης = [ ρις (= μύτη) + ελαύνω ] = αυτός που ανιχνεύει με τη μύτη, με την όσφρηση / ( μτφ.) προσεκτικός, ακριβής εξεταστής
ριψοκίνδυνος = [ ρίπτω + κίνδυνος ] = αυτός που διώχνει μακριά ( ρίχνει ) ή αψηφά τον κίνδυνο / παράτολμος
ρύαξ = [ ρέω ] = ορμητικό ρεύμα / χείμαρρος φουσκωμένος εξαιτίας των βροχών →
ρυάκιον = [ υποκορ. ρύαξ ] = μικρό ποτάμι
ρυθμός = [ ρέω ] = κάθε κίνηση που επαναλαμβάνεται σε ορισμένη τάξη χρόνου / μέτρο, αναλογία, συμμετρία
ρώμη = [ ρώννυμι (= ενδυναμώνω) ] = σωματική δύναμη, ευρωστία / ανδρεία, τόλμη, θάρρος
σάκχαρις = [ ινδική λέξη ] = ζάχαρη
σεισμός = [ σείω (= κουνώ) ] = κούνημα / σεισμική δόνηση
σήψις = [ σήπομαι (= σαπίζω) ] = σάπισμα, σαπίλα / κατάπτωση, φθορά
σκάνδαλον = [ λατ. scanděre ] = παγίδα, βρόχος, θηλιά / πειρασμός / εμπόδιο, κώλυμα
σκληραγωγέω –ώ = [ σκληρός + αγωγή ] = ανατρέφω με σκληρό τρόπο
σμήνος = σύνολο μελισσών, μελίσσι / κυψέλη / ( συνεκδ.) πλήθος, λαός, όχλος
σπουδή = [ σπεύδω ] = ταχύτητα / βιασύνη / προθυμία, ζήλος / δραστηριότητα / σοβαρότητα / σεβασμός / φιλονικία →
σπουδάζω = [ σπουδή ] = σπεύδω, βιάζομαι να / σοβαρολογώ / ασχολούμαι σοβαρά με κάτι, φροντίζω
στέγω = σκεπάζω με οροφή / αποκλείω / αποκρούω / προστατεύω →
στεγανός = [ στέγω ] = αδιάβροχος / σκεπασμένος καλά / γερός, αδιαπέραστος →
στέγη = [ στέγω ] = σκεπή, σκέπαστρο / σπίτι / καμάρα / αίθουσα / οροφή / κατάστρωμα πλοίου
στίβος = [ στείβω (= πατώ, βαδίζω) ] = δρόμος πατημένος / αθλητικός δρόμος / ίχνος, πατημασιά / ιχνηλασία
στρατηγός = [ στρατός + άγω ] = αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος
συγγνώμη = [ συγγιγνώσκω < συν + γιγνώσκω (= αναγνωρίζω, παραδέχομαι / ομολογώ / συγχωρώ) ] = συγχώρηση / ομολογία / αναγνώριση
συμπαθής = [ συμπάσχω < συν + πάσχω (= πάσχω μαζί / αισθάνομαι το ίδιο πάθος) ] = συμπαθητικός / αυτός που συμπονεί, που συμμετέχει στον πόνο του άλλου
σύμπαν = [ συν + πας ] = όλος ο κόσμος
σύμφωνος = [ συν + φωνή ] = αυτός που βγάζει την ίδια φωνή, ομόηχος, ομόφωνος / ( μτφ.) αυτός που έχει την ίδια γνώμη, ομόφρων
συνέλευσις = [ συν + ελαύνω ] = ένωση ανθρώπων, συνάθροιση / σύνοδος
συνεστιάω –ώ = [ συν + εστιώ (= φιλεύω κάποιον / παρέχω γεύμα) ] = φιλεύω κάποιον μαζί με άλλους // ( παθ.) συντρώγω, συμποσιάζομαι, συνδιασκεδάζω →
συνεστίασις = [ συνεστιάω –ώ ] = συμπόσιο / ομαδικό φαγητό
σύνολος = [ συν + όλος ] = όλος μαζί // το σύνολον = η ολότητα
σύντροφος = [ συντρέφω < συν + τρέφω (= τρέφω μαζί) ] = αυτός που ανατρέφεται μαζί με κάποιον / φίλος, οικείος
συχνάζω = [ συχνός ] = πηγαίνω συχνά σε κάποιον τόπο
τάλαντον = [ ταλα- Ι. Ε. tela (= ζυγίζω) ] = ζυγαριά / ( συνεκδ.) το βάρος ή τα σταθμά / ( μτφ.) μέτρο βάρους ( περ. 26 κιλά ) →
ταλαντεύω = [ τάλαντον ] = κινώ κάτι στον αέρα / μετρώ, σταθμίζω
τεκμήριον = [ τεκμαίρω (= αποδεικνύω) ] = απόδειξη
τέκνον = [ τίκτω (= γεννώ / παράγω) ] = παιδί / γιος ή κόρη / μικρό ζώου
τέφρα = στάχτη, σποδός / αποκαΐδια
τιμαλφής = [ τιμή + αλφείν, του αλφάνω (= αποκτώ) ] = πολύτιμος
τιμή = [ τίω (= εκτιμώ την αξία, αποτιμώ, διατιμώ / πληρώνω / τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι) ] = η αξία ενός πράγματος / τιμή, σεβασμός, υπόληψη / βραβείο, έπαθλο / αξίωμα, εξουσία →
τίμιος = [ τιμή ] = αξιότιμος, σεβάσμιος / πολύτιμος / ακριβός
τμήμα = [ τέμνω (= χωρίζω / διαιρώ) ] = κομμάτι, μερίδιο / απόσπασμα
τόκος = [ τίκτω (= γεννώ, τεκνοποιώ / παράγω / ( μτφ.) προξενώ, δημιουργώ) ] = χρόνος τοκετού / γέννα / γέννηση / τέκνο, παιδί / ( μτφ.) το κέρδος χρημάτων που δανείζονται
τραύμα = [ τιτρώσκω (= πληγώνω) ] = πληγή, λαβωματιά / συμφορά, καταστροφή / βλάβη
τρικυμία = [ τρι- + κύμα ] = σύνολο τριών αλλεπάλληλων κυμάτων / θαλασσοταραχή, φουρτούνα
τύμβος = τάφος
τυφλός = [ τύφω (= βγάζω καπνό, καπνίζω / ( μτφ.) δημιουργώ συσκότιση, περιβάλλω με καπνό) ] = τυφλός, αόμματος / αόρατος, σκοτεινός
υλοτόμος = [ ύλη (= ξυλεία) + τέμνω ] = αυτός που κόβει ξύλα
ύπαιθρος = [ υπό + αιθρία (= ξαστεριά, καθαρός ουρανός) ] = αυτός που βρίσκεται σε τόπο ανοιχτό, ξέσκεπο // η ύπαιθρος = οι αγροί, τα χωράφια / οι εκτάσεις έξω από τις πόλεις
υπακούω = [ υπό + ακούω ] = ακούω με προσοχή / υποτάσσομαι, πειθαρχώ
υπάλληλος = [ υπό + αλλήλων ] = αυτός που υπόκειται ( ή υπάγεται ) σε άλλον
υπέρ = ( δηλώνει : πλεονασμό, υπεροχή / σύγκριση / τόπο / χρόνο / ποσό / υπεράσπιση ή αιτία / στάση / όρκο / ανταλλαγή, αντικατάσταση ) →
υπερασπίζω = [ υπέρ + ασπίς ] = σκεπάζω κάποιον με την ασπίδα μου, προασπίζω / προστατεύω
Υπερίων = ένας από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γης, πατέρας του Ήλιου / ο θεός του ήλιου
υπεροράω –ώ = [ υπέρ + οράω –ώ ] = βλέπω από ψηλά / περιφρονώ →
υπερόπτης = [ υπεροράω –ώ ] = αυτός που περιφρονεί κάποιον / περήφανος, αλαζόνας, εγωιστής / ακατάδεκτος
υπερπόντιος = [ υπέρ + πόντος ] = αυτός που κείται πέρα από το πέλαγος, υπερθαλάσσιος / ξένος, μακρινός
υπερφίαλος = [ υπέρ + φιάλη ] = αυτός που ξεχειλίζει από τη φιάλη / ( συνεκδ.) υπέρμετρος, υπερβολικός
υπό = ( δηλώνει : τόπο / χρόνο / αιτία / συνοδεία / υποταγή / εξάρτηση / κρυφά ή σιγά σιγά )
υποβιβάζω = [ υπό + βιβάζω (= ανεβάζω, υψώνω / σηκώνω κάτι ή κάποιον) ] = φέρνω κάτω, χαμηλώνω, κατεβάζω / μειώνω, υποτιμώ
υποκλίνομαι = [ υπό + κλίνω ] = πλαγιάζω κάτω από κάτι
υποπίνω = [ υπό + πίνω ] = πίνω λίγο / σιγοπίνω
υποτελής = [ υπό + τέλος ] = αυτός που πληρώνει φόρο
ύπουλος = [ υπό + ουλή ] = αυτός που επουλώθηκε εξωτερικά, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται κάτω από την ουλή / ( μτφ.) γεμάτος αόρατα κακά / ψευδής / δόλιος /κρυμμένος
υπουργός = [ υπό + έργον ] = αυτός που υπηρετεί κάποιον / βοηθητικός, χρήσιμος
υπώρεια = [ υπό + όρος ] = το κάτω μέρος, οι πρόποδες του βουνού
ύφαλος = [ υπό + αλς ] = ο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας
φαεινός = [ φάος (= φως) ] = λαμπρός, φωτεινός, φαιδρός / ωραίος / ένδοξος, μεγαλοπρεπής / ( για ήχο ) καθαρός, ευκρινής
φθινόπωρον = [ φθίνω + οπώρα (= φρούτα) ] = εποχή του έτους κατά την οποία τελειώνουν τα οπωρικά
φίλαθλος = [ φίλος + άθλος ] = αυτός που αγαπάει τα αθλήματα ή τους αγώνες
φίλαυτος = [ φίλος + αυτού / εαυτού ] = αυτός που αγαπάει μόνο τον εαυτό του / εγωιστής
φίλεργος = [ φίλος + έργον ] = αυτός που αγαπάει την εργασία, εργατικός
φίλιππος = [ φίλος + ίππος ] = αυτός που αγαπάει τα άλογα
φορτηγό = [ φόρτος + άγω ] = καθετί που μεταφέρει φορτία ( ή εμπορεύματα )
φρουρός = [ προ + οράω –ώ ] = φύλακας φρουρίου
φυλακή = [ φυλάσσ(ττ)ω ] = φρούρηση / δεσμωτήριο
φυλή = [ φύω (= γεννώ / παράγω, κάνω να φυτρώσει) ] = γενεά, πατριά / κοινότητα που αποτελείται από ανθρώπους με την ίδια καταγωγή →
φυτόν = [ φύω ] = ό,τι φυτρώνει στη γη
χαιρέκακος = [ χαίρω + κακός ] = αυτός που χαίρεται με τη δυστυχία του άλλου
χειραψία = [ χειρ + άπτω ] = πιάσιμο χεριού
χολή = [ Ι. Ε. ghol- ] = το γνωστό πικρό υγρό του συκωτιού
χόρτος = χορτάρι / τροφή →
χορταίνω = τρέφομαι με χόρτο
χρυσός = [ ξένη λέξη ] = χρυσάφι, μάλαμα
ψώρα = [ ψήω (= αγγίζω ελαφρά, τρίβω) ] = νόσος, ασθένεια δέντρων / κνησμός, φαγούρα
ώριμος = [ ώρα ] = έγκαιρος, στην ώρα του
ωρολόγιον = [ ώρα + λέγω ] = όργανο που δείχνει την ώρα.




























 
  Today, there have been 1 visitors (1 hits) on this page! alex mandis  
 
Happiness depends upon Ourselves This website was created for free with Own-Free-Website.com. Would you also like to have your own website?
Sign up for free