Navigation |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Ρητορική Α`, Β`, Γ` |
|
|
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΡΗΤΟΡΙΚΗ Α`, Β`, Γ`
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΕΙΑΣ
Γράφει ο Όμηρος :
`` Κι οι άντρες στη σύναξη εμαζώνουνταν,
πλήθος μεγάλο, κι είχε καβγάς ανάψει ۠
και σε κριτή κι οι δυο τους γύρευαν
να παν να βγάλει κρίση.
Κι ήταν στη μέση εκεί δυο τάλαντα χρυσάφι απιθωμένο,
Όποιος απ` όλους φρονιμότερα μιλούσε να το πάρει``.
Όλοι σχεδόν οι μελετητές της ιστορίας της ρητορικής βλέπουν σε αυτήν την ομηρική « σκηνή της δίκης » μία από τις πιο παλιές μαρτυρίες για την άσκηση της ρητορικής τέχνης στην αρχαία Ελλάδα. Ήδη στην παλιά αυτή εποχή, παρόλο ότι ο λόγος λογαριαζόταν δώρο των θεών και, επομένως, λειτουργούσε ως έμπνευση, φαίνεται ότι μπορούσε να γίνει και αντικείμενο διδασκαλίας : ο Φοίνικας θυμίζει στον Αχιλλέα ( στ. 442 ) ότι του έμαθε όχι μόνο πώς να πολεμάει στη μάχη, αλλά και πώς να μιλάει στις συνελεύσεις.
Με το τέλος της τυραννίας στη Σικελία ( 467 π.Χ.) άρχισαν στην περιοχή αυτή του ελληνισμού απανωτές δίκες, κινημένες από πολίτες που, επιστρέφοντας στους τόπους τους από τις εξορίες, διεκδικούσαν τις καταπατημένες από τους τυράννους περιουσίες τους. Δύο, λοιπόν, Συρακούσιοι, ο Κόραξ και ο Τισίας, συστηματοποίησαν και κατέγραψαν τους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί ένας λόγος που πρόκειται να εκφωνηθεί στο δικαστήριο ۠ αυτό σημαίνει ότι ο Κόραξ και ο Τισίας ήταν συγγραφείς των πρώτων εγχειριδίων ρητορικής τέχνης. Ο Τισίας ήταν μαθητής του Κόρακα.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ Α`
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Α` ΒΙΒΛΙΟΥ
Α` ΒΙΒΛΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ικανός να διαμορφώνει και να χειρίζεται ενθυμήματα είναι αυτός που γνωρίζει με τον καλύτερο τρόπο πώς διαμορφώνεται ένας συλλογισμός.
Χρησιμότητα της ρητορικής : α ) χωρίς αυτήν ηττάται συχνά η αλήθεια, πράγμα άξιο μομφής, β ) ο ρήτορας μπορεί να πείθει και για το αντίθετο ( από το σωστό και το δίκαιο ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ
Η ρητορική ορίζεται ως η ικανότητα να βρίσκουμε σε κάθε επιμέρους περίπτωση ( = για οποιοδήποτε θέμα ) τα μέσα με τα οποία μπορούμε να γίνουμε πειστικοί ( = να κερδίσουμε με το μέρος μας τους ακροατές μας ).
Οι αποδείξεις ( = τα μέσα με τα οποία πείθουμε ) είναι δύο ειδών : α ) άτεχνες και β ) έντεχνες. Οι πρώτες δεν έχουν την αρχή τους σε μας ( προϋπάρχουν από εμάς ) ۠ τέτοιες αποδείξεις είναι οι μάρτυρες, οι ομολογίες, τα συμβόλαια και όσα άλλα παρόμοια. Τις δεύτερες αποδείξεις πρέπει να τις βρούμε ( = να τις κατασκευάσουμε ) εμείς οι ίδιοι με τη βοήθεια της τεχνικής που διαθέτει η ρητορική.
Οι τεχνικές της ρητορικής είναι τριών ειδών : α ) αυτές που προκύπτουν από το χαρακτήρα του ρήτορα, β ) αυτές που προκύπτουν από την ορισμένη διάθεση ( πάθος ) που δημιουργεί ο ρήτορας στην ψυχή του ακροατή, γ ) αυτές που προκύπτουν από τα ( αποδεικτικά ) επιχειρήματα που περιέχονται στον ίδιο το ρητορικό λόγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ανάλογα με το στόχο που έχει ο λόγος μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη ρητορικών λόγων : το συμβουλευτικό, το δικανικό και τον επιδεικτικό λόγο. Ο συμβουλευτικός λόγος μιλάει για πράγματα του μέλλοντος και έχει κύριο στόχο του να δείξει το ωφέλιμο και το βλαβερό. Ο δικανικός λόγος μιλάει για πράγματα του παρελθόντος και έχει κύριο στόχο του να δείξει το δίκαιο και το άδικο. Ο επιδεικτικός λόγος έχει σκοπό του τον έπαινο ή τον ψόγο, μιλάει συνήθως για το παρόν – μπορεί ωστόσο να μιλήσει και για το παρελθόν ή το μέλλον – και έχει κύριο στόχο του να δείξει το όμορφο και το άσχημο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Συμβουλή δε χωράει για όσα είναι αδύνατο να συμβούν τώρα ή στο μέλλον. Ολωσδιόλου ανώφελη είναι, επίσης, η συμβουλή για όσα γίνονται τυχαία. Τα σημαντικότερα θέματα για τα οποία διαβουλεύονται οι άνθρωποι είναι πέντε : τα δημόσια οικονομικά, ο πόλεμος και η ειρήνη, η φύλαξη της χώρας, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές, η νομοθεσία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ο στόχος όλων των ανθρώπων ως ατόμων και ως κοινότητας είναι η ευδαιμονία. Ευδαιμονία είναι η συνδυασμένη με την αρετή ευτυχία ή η αυτάρκεια στη ζωή ή η πιο ευχάριστη, συνδυασμένη με ασφάλεια, ζωή.
Συστατικά στοιχεία της ευδαιμονίας είναι : η ευγενική καταγωγή, οι πολλοί και καλοί φίλοι, τα πολλά και καλά παιδιά, τα καλά γηρατειά, τα σωματικά χαρίσματα ( π.χ. υγεία, δύναμη, ομορφιά, παράστημα, αθλητικές επιδόσεις ), το καλό όνομα και οι τιμές, η αρετή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Παρατίθενται διάφοροι ορισμοί του καλού. Πρώτος, πάντως, και κυριότερος ανάμεσά τους ο ορισμός : « Καλό είναι αυτό που το διαλέγουμε γι` αυτό το ίδιο και όχι για κάποιον άλλο σκοπό που βρίσκεται έξω από αυτό ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Είναι πολύ σημαντικό για τον συμβουλευτικό ρήτορα να μπορεί να αποφασίζει ποιο από δύο πράγματα είναι πιο καλό ή πιο συμφέρον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ο συμβουλευτικός ρήτορας πρέπει να είναι όσο γίνεται καλύτερα ενημερωμένος για τα διάφορα πολιτεύματα = τους τρόπους διακυβέρνησης της πόλης. Δίνονται οι ορισμοί της δημοκρατίας, της ολιγαρχίας, της αριστοκρατίας και της μοναρχίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Ο ΕΠΙΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στόχος του επιδεικτικού ρήτορα είναι η αρετή και η κακία, το όμορφο και το άσχημο. Αυτά που παράγουν την αρετή αλλά και τα παράγωγά της δε μπορεί παρά να είναι όμορφα. Ενώ ο έπαινος αποβλέπει στο να κάνει φανερό το μέγεθος της αρετής, το εγκώμιο ( ενός ανθρώπου ) μιλάει για τις πράξεις του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ο ΔΙΚΑΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Οι λόγοι που κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν να βλάψουν και να κάνουν το κακό, αντίθετα με ό,τι προστάζει ο νόμος, είναι η κακία και η έλλειψη αυτοελέγχου. Τέσσερις είναι οι αιτίες που οδηγούν σε μια θεληματική πράξη : η συνήθεια, η λογική, η οργή και η ζωηρή επιθυμία ۠ σε μια αθέλητη πράξη οδηγούν τρεις αιτίες : η τύχη, η φύση ( ο χαρακτήρας ) του ατόμου και η βία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η ηδονή είναι μια ορισμένη κίνηση της ψυχής και μια επάνοδός της στη φυσική της κατάσταση. Το αντίθετο της ηδονής είναι η λύπη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Οι άνθρωποι αδικούν όταν πιστεύουν ότι αυτό είναι δυνατό ή όταν πιστεύουν ότι δε θα αποκαλυφθεί η πράξη τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Οι νόμοι είναι μερικοί ή γενικοί. Μερικοί είναι άγραφοι, οι άλλοι γραπτοί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ποια αδικήματα είναι βαρύτερα και ποια είναι λιγότερο βαριά;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Οι άτεχνες αποδείξεις είναι πέντε : νόμοι, μάρτυρες, συμβάσεις, ομολογίες, όρκοι.
ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ Α`
ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Η ρητορική τέχνη ως σύστημα έχει να κάνει με τους τρόπους δημιουργίας πειθούς, δηλ. ένα είδος απόδειξης – γιατί τότε κυρίως πειθόμαστε : όταν θεωρήσουμε ότι κάτι έχει αποδειχθεί. Η ρητορική απόδειξη είναι το ενθύμημα, δηλ. ένα είδος συλλογισμού, και είναι το κυριότερο μέσο δημιουργίας πειθούς. Τα αληθινά και καλύτερα πράγματα εκ φύσεως γεννούν πάντοτε καλύτερους συλλογισμούς και είναι πιο πειστικά.
2. Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι η ρητορική είναι η ικανότητα να βρίσκουμε στην κάθε επιμέρους περίπτωση τα στοιχεία που μπορούν να πείσουν. Ο χαρακτήρας του ρήτορα ( η εντιμότητά του ) είναι σημαντικότατο μέσο πειθούς. Ικανός στις αποδείξεις είναι αυτός που μπορεί να κάνει συλλογισμούς και να μελετάει τους χαρακτήρες, τις αρετές και τα πάθη ( τη φύση του κάθε πάθους και τις ιδιότητές του ). Ονομάζω ενθύμημα το ρητορικό συλλογισμό και παράδειγμα τη ρητορική επαγωγή. Όλοι οι ρήτορες πετυχαίνουν να πείσουν, κάνοντας τις αποδείξεις τους είτε με τη βοήθεια παραδειγμάτων είτε με τη βοήθεια ενθυμημάτων – με τίποτε άλλο πέρα από αυτά.
3. Τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία : ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός. Η συμβουλή είναι ή προτροπή ή αποτροπή. Στη δίκη έχουμε ή κατηγορία ή απολογία. Στον επιδεικτικό λόγο έχουμε ή έπαινο ή ψόγο. Ο καθένας τους λόγος έχει και το δικό του χρόνο : ο συμβουλευτικός ρήτορας το μέλλοντα ( γιατί δίνει συμβουλές για πράγματα που πρόκειται να συμβούν ), ο δικανικός ρήτορας τον παρελθοντικό χρόνο ( γιατί ο λόγος του είναι για πράγματα που έχουν ήδη γίνει ), ο επιδεικτικός ρήτορας κατά κύριο λόγο τον ενεστώτα ( γιατί ο έπαινος ή ο ψόγος όλων τους αναφέρεται ως σύγχρονα γεγονότα ).
Το καθένα από τα είδη αυτά έχει και έναν ιδιαίτερο τελικό στόχο, και καθώς τα είδη είναι τρία, τρεις είναι και οι τελικοί στόχοι : στόχος του συμβουλευτικού ρήτορα είναι το ωφέλιμο και το βλαβερό, του δικανικού ρήτορα το δίκαιο και το άδικο και του επιδεικτικού ρήτορα το όμορφο και το άσχημο.
Ο ρήτορας, λοιπόν, είναι ανάγκη να έχει πρώτα πρώτα έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις του, δηλ. Τα τεκμήρια, τα πιθανά και τις ενδείξεις. Όλοι οι ρήτορες πρέπει να έχουν έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις σχετικές με το δυνατό και το αδύνατο : το πράγμα μπορεί να έγινε ή δε μπορεί να έγινε; μπορεί να γίνει ή δε μπορεί να γίνει;
4. Τα πιο σημαντικά θέματα για τα οποία συζητούν και διαβουλεύονται οι άνθρωποι και για τα οποία μιλούν οι συμβουλευτικοί ρήτορες είναι, θα έλεγα, πέντε : τα δημόσια οικονομικά, ο πόλεμος και η ειρήνη, η φύλαξη της χώρας, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές, η νομοθεσία.
5. Ο σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Ευδαιμονία είναι η συνδυασμένη με την αρετή ευτυχία ή η αυτάρκεια στη ζωή ή η πιο ευχάριστη, συνδυασμένη με ασφάλεια, ζωή. Και τα εξωτερικά αγαθά της ευδαιμονίας είναι η ευγένεια της καταγωγής, ο μεγάλος αριθμός φίλων, οι καλοί φίλοι, ο πλούτος, τα πολλά και καλά παιδιά, τα καλά γηρατειά. Εσωτερικά αγαθά είναι όσα σχετίζονται με την ψυχή και το σώμα.
Ψυχικές αρετές του νέου είναι η εγκράτεια και η ανδρεία, ενώ των κοριτσιών είναι η εγκράτεια και η φιλεργία δίχως δουλικότητα. Επιμέρους εκδηλώσεις τιμής είναι οι θυσίες, η παραχώρηση θέσης, η παραχώρηση προτεραιότητας. Η ομορφιά του νέου συνίσταται στο να είναι δυνατός, στο να έχει το σώμα του ικανό σε όλους τους κόπους. Η ομορφιά του ώριμου άντρα συνίσταται στην αντοχή στις κακουχίες του πολέμου και μαζί στο να θεωρείται ευχάριστος στην όψη, εμπνέοντας όμως συγχρόνως το φόβο. Φίλος είναι το πρόσωπο που εργάζεται για να εξασφαλίσει σε κάποιον άλλον ό,τι θεωρεί πως είναι καλό γι` αυτόν.
6. Καλό, επίσης, είναι ό,τι δεν είναι υπερβολή ۠ κακό είναι ό,τι είναι μεγαλύτερο απ` αυτό που θα έπρεπε να είναι.
7. Αν αυτό που παράγει υγεία είναι προτιμότερο από αυτό που παράγει ηδονή, και είναι μεγαλύτερο καλό, τότε και η υγεία είναι μεγαλύτερο καλό από την ηδονή. Επίσης, το σπανιότερο είναι μεγαλύτερο καλό σε σύγκριση με αυτό που υπάρχει σε αφθονία. Γενικά, το πιο δύσκολο είναι μεγαλύτερο καλό από το πιο εύκολο ( ως πιο σπάνιο ).
8. Τέσσερα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν : η δημοκρατία, η ολιγαρχία, η αριστοκρατία και η μοναρχία. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες μοιράζονται τα αξιώματα με κλήρο ۠ ολιγαρχία αυτό στο οποίο η διανομή των αξιωμάτων γίνεται με βάση τη φορολογήσιμη ιδιοκτησία ۠ αριστοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο τα αξιώματα διανέμονται με βάση τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια ۠ μοναρχία είναι το πολίτευμα στο οποίο την υπέρτατη εξουσία την έχει ένα μόνο πρόσωπο : από τις δύο μορφές της, αυτή που υπόκειται σε μια συγκεκριμένη τάξη είναι η βασιλεία, ενώ η χωρίς κανέναν περιορισμό είναι η τυραννίδα. Τέλος της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, της ολιγαρχίας ο πλούτος, της αριστοκρατίας η μόρφωση και τα πάτρια θέσμια, της τυραννίδας η αυτοφρούρηση και η αυτοφύλαξή της.
9. Η αρετή είναι μια δύναμη που εξασφαλίζει καλά πράγματα και τα διαφυλάσσει, μια δύναμη που πραγματοποιεί πολλές και μεγάλες καλές πράξεις, κάθε είδους και σε κάθε περίσταση. Οι ελευθέριοι άνθρωποι είναι ανοιχτοχέρηδες και δεν ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για τα χρήματα, που άλλοι τα επιθυμούν τόσο πολύ.
Ο έπαινος και οι συμβουλές ανήκουν σε ένα κοινό είδος : αν, σε ό,τι θα πρότεινες στις συμβουλές σου, άλλαζες τη μορφή της διατύπωσής τους, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα εγκώμιο ۠ π.χ. ότι δεν πρέπει να περηφανευόμαστε για πράγματα που τα οφείλουμε στην τύχη, αλλά γι` αυτά που τα κερδίσαμε οι ίδιοι : αν το διατυπώσουμε έτσι έχουμε συμβουλή ۠ έχουμε, όμως, έπαινο αν το διατυπώσουμε ως εξής : « περηφανευόταν όχι για ό,τι καλό είχα χάρη στην τύχη, αλλά για ό,τι κέρδισε μόνος του ». Συμπέρασμα : όταν θέλεις να επαινέσεις, κοίτα τι θα συμβούλευες, και όταν θέλεις να συμβουλέψεις, κοίτα τι θα επαινούσες.
10. Οι λόγοι που κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν – αντίθετα με ό,τι προστάζει ο νόμος – να βλάψουν και να κάνουν το κακό είναι η κακία και η έλλειψη αυτοελέγχου.
11. Υποχρεωτικά, κάθε κίνηση προς τη φυσική κατάσταση είναι, γενικά, ευχάριστο πράγμα. Η επιθυμία είναι πόθος για το ευχάριστο. Με δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φίλαυτοι, αναγκαστικά είναι ευχάριστο σε όλους τους ανθρώπους και ό,τι είναι δικό τους, τα έργα τους π.χ. και τα λόγια τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι αγαπούν συνήθως τους κόλακές τους, τις τιμές, τα παιδιά τους ( τα παιδιά τους είναι δικό τους έργο ). Ευχάριστο είναι, επίσης, και το να αποτελειώνουμε τα μισοτελειωμένα ۠ γιατί έτσι γίνονται πια δικό μας έργο.
12. Οι άνθρωποι αδικούν όταν πιστεύουν ότι αυτό είναι δυνατό.
13. Με το νόμο εννοώ αφενός τον μερικό και αφετέρου τον γενικό. « Μερικό » νόμο ονομάζω αυτόν που έχει θεσπίσει ο κάθε λαός για τον ίδιο του τον εαυτό – αυτός, πάλι, είναι ή άγραφος ή γραπτός. Λέγοντας « γενικό » νόμο εννοώ αυτόν που βασίζεται στη φύση. Γιατί υπάρχει εκ φύσεως ένα κοινό αίσθημα δικαίου και άδικου, που το νιώθουν, κατά κάποιο τρόπο, όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμιά επικοινωνία ή συμφωνία μεταξύ τους – κάτι σαν αυτό που ολοφάνερα εννοεί η Αντιγόνη του Σοφοκλή, όταν λέει ότι, μόλο που είναι απαγορευμένο, είναι δίκαιο να θάψει τον Πολυνείκη , γιατί αυτό είναι δίκαιο εκ φύσεως.
Πολλές φορές οι άνθρωποι, μολονότι παραδέχονται την πράξη τους, δε συμφωνούν με το χαρακτηρισμό που της δίνεται ( π.χ. παραδέχονται ότι « πήραν » κάτι, όχι όμως ότι το « έκλεψαν » ۠ ότι « είχαν σχέση με μια γυναίκα », όχι όμως ότι « διέπραξαν μοιχεία » ).
14. Ένα αδίκημα είναι πιο βαρύ όσο πιο μεγάλη είναι η αδικία που το προκάλεσε. . Μερικές φορές το μεγαλύτερο αδίκημα μετριέται με αυτόν τον τρόπο, ενώ κάποιες άλλες με τη βλάβη που προκλήθηκε. Επίσης, μεγαλύτερο είναι το αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχει γιατρειά.
15. Οι άτεχνες αποδείξεις στους δικανικούς ρητορικούς λόγους είναι πέντε : νόμοι, μάρτυρες, συμβάσεις, ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια, όρκος.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ Β`
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Β` ΒΙΒΛΙΟΥ
Β` ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Τρία είναι τα πράγματα που κάνουν πειστικούς τους ρήτορες : η φρόνηση, η αρετή και η καλή διάθεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 2 – 11
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Οργή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Πραότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Φιλία ( = αγάπη ) και μίσος ( = έχθρα )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Φόβος και θάρρος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ντροπή και αδιαντροπιά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Χάρις ( = καλοσύνη, καλοσυνάτη διάθεση )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Οίκτος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Αγανάκτηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Φθόνος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Ζηλοτυπία
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 12 – 17
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΗΘΩΝ ( = ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ο χαρακτήρας των νέων ανθρώπων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ο χαρακτήρας των ηλικιωμένων ανθρώπων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ο χαρακτήρας των ώριμων ανθρώπων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Ο χαρακτήρας των ανθρώπων ευγενικής καταγωγής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Ο χαρακτήρας των πλουσίων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Ο χαρακτήρας των ισχυρών και των ανθρώπων με καλή τύχη
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 18 – 26
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ Β`
ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Τρία είναι τα πράγματα που κάνουν πειστικούς τους ρήτορες : η φρόνηση, η αρετή και η καλή διάθεση. Αν οι ρήτορες πέφτουν έξω και δεν πετυχαίνουν την αλήθεια σε αυτά που λένε ή συμβουλεύουν, είναι γιατί τους λείπουν είτε όλα αυτά ή ένα από αυτά. Πέρα από τα τρία αυτά χαρακτηριστικά δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Πάθη είναι όλα αυτά που, προκαλώντας μεταβολές στη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων, τους κάνουν να παρουσιάζουν διαφορές στις κρίσεις τους ۠ συνοδεύονται από δυσαρέσκεια ή ευχαρίστηση. Πάθη είναι π.χ. η οργή, ο οίκτος, ο φόβος και όλα τα παρόμοια, καθώς και τα αντίθετά τους.
2. Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι η οργή είναι η ζωηρή επιθυμία μας ( συνοδευμένη από λύπη ) να εκδικηθούμε φανερά για μια φανερή απαξιωτική συμπεριφορά, η οποία πρόσβαλε είτε εμάς τους ίδιους είτε δικά μας πρόσωπα. Κάθε φορά η οργή συνοδεύεται από ένα ηδονικό αίσθημα, που έχει την αρχή του στην ελπίδα της εκδίκησης. Η αιτία που νιώθουν ευχαρίστηση αυτοί που προσβάλλουν είναι ότι με το να κακομεταχειρίζονται τους άλλους, πιστεύουν ότι « ανεβαίνουν » οι ίδιοι ( γι` αυτό και είναι επιρρεπείς σε προσβολές οι νέοι και οι πλούσιοι ۠ γιατί φαντάζονται ότι προσβάλλοντας « ανεβαίνουν » οι ίδιοι ). Οι άνθρωποι οργίζονται όταν είναι στενοχωρημένοι. Γι` αυτό και οι άρρωστοι, οι φτωχοί, οι ερωτευμένοι, οι διψασμένοι και, γενικά, όσοι έχουν μια επιθυμία και δεν καταφέρνουν να την ικανοποιήσουν, θυμώνουν και παραφέρονται εύκολα. Είναι έτσι τώρα φανερό ότι ο ρήτορας θα πρέπει με το λόγο του να φέρνει τους ακροατές του στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι θυμωμένοι άνθρωποι και να παρουσιάζει τους αντιπάλους του να ευθύνονται για πράγματα που προκαλούν την οργή των ανθρώπων.
3. Επειδή το να οργίζεται κανείς είναι το αντίθετο του να είναι πράος, μπορούμε να πούμε ότι γίνεται κανείς πράος θα πει ότι κατευνάζεται και ησυχάζει ο θυμός του. Όταν τιμωρούμε τους δούλους : αυτούς που διαμαρτύρονται και αρνούνται την ενοχή τους, τους τιμωρούμε αυστηρότερα, ενώ με αυτούς που παραδέχονται ότι τιμωρούνται δικαιολογημένα, παύουμε να είμαστε θυμωμένοι. Ο θυμός των ανθρώπων υποχωρεί μπροστά σε αυτούς που ταπεινώνονται ۠ αυτό το βλέπουμε καθαρά και στη συμπεριφορά των σκύλων, που δε δαγκώνουν κανέναν μόλις καθίσει κάτω. Είναι, επίσης, φανερό ότι πράοι είναι οι άνθρωποι όταν αισθάνονται ικανοποιημένοι και, γενικά, όταν δεν είναι στενοχωρημένοι. Επίσης, όταν άφησαν να περάσει αρκετός χρόνος και δε βρίσκονται πια κοντά στην πρώτη έκρηξη του θυμού τους ۠ γιατί ο χρόνος μαλακώνει το θυμό. Ακόμη, οι άνθρωποι δεν οργίζονται με τους νεκρούς, αφού αυτοί έχουν πάθει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να πάθουν. Έτσι, λοιπόν, οι ρήτορες που θέλουν να κατευνάσουν τους ακροατές τους, θα πρέπει να τους φέρνουν σε αυτή την ψυχική κατάσταση ( στην πραότητα ).
4. Ας δεχτούμε τώρα ότι αγαπώ κάποιον και θέλω να τον έχω φίλο μου θα πει θέλω γι` αυτόν καθετί που το θεωρώ καλό, όχι για να κερδίσω κάτι ο ίδιος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου ۠ κάνω, μάλιστα, ότι μπορώ για να αποκτήσει αυτά τα καλά εκείνος. Αγαπούμε και κάνουμε φίλους μας αυτούς που επαινούν τις καλές μας ιδιότητες, ιδιαίτερα εκείνες που φοβούμαστε πως δεν τις έχουμε. Όπως και αυτούς που έχουν καθαρή εξωτερική εμφάνιση, καθαρά ρούχα, καθαρό, γενικά, τρόπο ζωής. Επίσης, αυτούς που δεν αντιμιλούν στο θυμωμένο. Τη φιλία τη γεννάει το να κάνει κανείς μια χάρη, το να την κάνει δίχως να του τη ζητήσουν και, αφού την κάνει, να μην την κοινολογήσει ۠ γιατί τότε φαίνεται ότι έγινε για το φίλο και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Η οργή στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων προσώπων ( του τάδε ή του τάδε ), ενώ το μίσος το αισθανόμαστε και για κατηγορίες ανθρώπων : όλοι μας μισούμε τους κλέφτες και τους συκοφάντες. Την οργή τη θεραπεύει ο χρόνος, ενώ το μίσος δεν έχει γιατρειά. Η οργή επιθυμεί να προξενήσει προσωρινή στενοχώρια, ενώ το μίσος μόνιμη βλάβη : ο θυμωμένος θέλει να γίνει αντιληπτός από τον άλλον. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι είναι δυνατό να αποδείξει ο ρήτορας ότι τα τάδε άτομα είναι, πράγματι, εχθροί μεταξύ τους ή φίλοι και, αν δεν είναι, να τους παρουσιάσει ως εχθρούς ή φίλους.
5. Ο φόβος είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή που γεννιέται από το ότι έχουμε ζωντανή μέσα μας την παρουσία ενός επικείμενου κακού, που έχει τη δύναμη να προκαλέσει καταστροφή ή λύπη. Τα πολύ μακρινά γεγονότα οι άνθρωποι δεν τα φοβούνται : όλοι ξέρουν ότι θα πεθάνουν, επειδή όμως αυτό δεν είναι κάτι κοντινό, τους αφήνει τελείως αδιάφορους. Φόβο προκαλούν οι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί : αυτοί καραδοκούν πάντοτε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Οι άνθρωποι φοβούνται πιο πολύ όχι τους οξύθυμους ή αυτούς που έχουν το θάρρος να πουν ανοιχτά τις σκέψεις τους, αλλά τους μαλακούς, αυτούς που κρύβουν τις σκέψεις τους, τους ύπουλους ۠ γιατί με τους ανθρώπους αυτούς δε μπορείς να είσαι βέβαιος αν είναι κοντά η στιγμή που θα δράσουν.
Θάρρος έχουν οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι πέτυχαν πολλά και δεν έπαθαν τίποτε, ή αν βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά στον κίνδυνο και όμως τον ξέφυγαν. Θάρρος έχουν αυτοί που πιστεύουν ότι έχουν πιο πολλά και πιο μεγάλα πλεονεκτήματα ۠ αυτά είναι η αφθονία του χρήματος, η σωματική δύναμη, η δύναμη των φίλων, η ισχύς της χώρας και η υπεροχή της πολεμικής προπαρασκευής. Επίσης, όσοι δεν έχουν αδικήσει κανέναν ή όχι πολλούς. Γενικά, θάρρος έχουν όσοι έχουν καλές σχέσεις με τους θεούς. Η οργή είναι κάτι που δίνει θάρρος ۠ το να μην κάνει, λοιπόν, κάποιος αδικίες, να υφίσταται όμως αδικίες, είναι κάτι που προκαλεί οργή, και το θείον θεωρείται ότι βοηθάει τους αδικούμενους.
6. Η ντροπή είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή η οποία σχετίζεται με τα κακά που θεωρούνται ότι κάνουν τους ανθρώπους να χάνουν την υπόληψή τους, και ότι η αναισχυντία είναι ένα είδος απάθειας και αδιαφορίας για τα ίδια αυτά πράγματα. Ντροπή αισθάνεται κανείς μόνο μπροστά στους ανθρώπους που λογαριάζει και σέβεται.
7. « Καλοσυνάτη και φιλική διάθεση » είναι η υπηρεσία που προσφέρεται σε κάποιον σε στιγμή ανάγκης, όχι με την προσδοκία κάποιου ανταλλάγματος, ούτε και για να κερδίσει κάτι αυτός που προσφέρει την υπηρεσία αλλά αποκλειστικά για το συμφέρον του αποδέκτη.
8. Όσα από τα δυσάρεστα και οδυνηρά πράγματα φέρνουν καταστροφή, όλα προκαλούν στους ανθρώπους οίκτο. Επίσης, όσα οδηγούν σε αφανισμό, καθώς και όλα τα – σημαντικού μεγέθους – κακά που έχουν αιτία τους την τύχη. Οδυνηρά και καταστρεπτικά κακά είναι οι θάνατοι, οι σωματικές κακοποιήσεις και βλάβες, τα γηρατειά, οι αρρώστιες και η έλλειψη τροφής. Κακά που έχουν αιτία τους την τύχη είναι η έλλειψη ή ο μικρός αριθμός φίλων, η ασχήμια, η σωματική αδυναμία, η αναπηρία.
9. Το αντίθετο του οίκτου είναι κατά κύριο λόγο η αγανάκτηση. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις αγανάκτησης και φθόνου πρέπει να είναι παρόμοια παρόν όχι το αίσθημα της λύπης και της στενοχώριας για το κακό που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο, αλλά το αίσθημα της λύπης και της στενοχώριας για ό,τι καλό μπορεί να συμβεί στον πλησίον του.
10. Φθονούν οι άνθρωποι που έχουν σχεδόν τα πάντα, γιατί πιστεύουν ότι οι πάντες προσπαθούν να πάρουν πράγματα που ανήκουν στους ίδιους. Επίσης, φθονούν οι φιλόδοξοι άνθρωποι, καθώς και οι μικρόψυχοι, γιατί τα πάντα τους φαίνονται μεγάλα.
11. Ζηλοτυπία αισθάνονται οι άνθρωποι που θεωρούν ότι τους αξίζουν κάποια αγαθά που δεν τα έχουν – που μπορούν, όμως, να τα αποκτήσουν. Στην περίπτωση της ζηλοτυπίας το άτομο κοιτάζει να αποκτήσει τα αγαθά αυτά, ενώ στην περίπτωση του φθόνου το άτομο κοιτάζει τα αγαθά αυτά να μην τα έχει άλλος. Γι` αυτό άλλωστε και η ζηλοτυπία είναι καλό πράγμα και χαρακτηρίζει τους καλούς ανθρώπους.
12. Πάθη ονομάζω την οργή, την επιθυμία και τα παρόμοια, ενώ έξεις ονομάζω τις αρετές και τις κακίες. Οι νέοι – μιλώντας για το χαρακτήρα τους – έχουν έντονες επιθυμίες. Από τις επιθυμίες που σχετίζονται με το σώμα κυνηγούν κατά κύριο λόγο την ερωτική, και δεν έχουν τη δύναμη να ελέγξουν τον εαυτό τους σε σχέση μ` αυτήν. Οι επιθυμίες τους είναι σφοδρές, ξεθυμαίνουν όμως γρήγορα. Παραφέρονται εύκολα, είναι ευέξαπτοι και ρέπουν στο να αφήνονται να παρασυρθούν από το θυμό τους. Η αγάπη τους για την τιμή τους κάνει να μη μπορούν να ανεχθούν την περιφρόνηση, αλλά αγανακτούν όταν πιστεύουν ότι αδικούνται. Η αγάπη τους για την τιμή είναι μεγάλη και για τη νίκη ακόμη μεγαλύτερη, γιατί οι νέοι θέλουν να υπερέχουν. Η αγάπη τους για το χρήμα είναι πολύ μικρή, επειδή δεν έχουν ακόμη δοκιμάσει στέρηση και φτώχεια. Αντιμετωπίζουν, επίσης, τη ζωή με αισιοδοξία ۠ γιατί, όπως αυτοί που έχουν πιει πολύ κρασί, έτσι ακριβώς και οι νέοι έχουν μέσα τους, από την ίδια τους τη φύση, μια θέρμη. Έχουν επίσης θάρρος, γιατί είναι γεμάτοι από ελπίδες. Είναι συνεσταλμένοι και ντροπαλοί. Ακόμη, ό,τι κάνουν, το κάνουν σε υπερβολικό βαθμό. Πιστεύουν ότι τα ξέρουν όλα και είναι βέβαιοι για όλα πεισματικά.
13. Τέτοιος, λοιπόν, είναι ο χαρακτήρας των νέων. Οι ηλικιωμένοι, από την άλλη, πάντοτε « νομίζουν », ποτέ δεν « ξέρουν » ۠ για τα πάντα εκφράζονται με επιφυλάξεις. Οι περισσότεροι είναι καχύποπτοι και δύσπιστοι, λόγω της πείρας που έχουν αποκτήσει. Δεν αγαπούν ούτε μισούν σφοδρά. Είναι επίσης μικρόψυχοι, γιατί η ζωή τούς έχει ταπεινώσει : δε ζητούν για τον εαυτό τους τίποτε το μεγάλο, παρά μόνο ό,τι είναι απαραίτητο για τη ζωή. Είναι, επίσης, φιλοχρήματοι και τσιγκούνηδες. Οι ηλικιωμένοι είναι κρύοι, παγωμένοι, ενώ οι νέοι είναι θερμοί ۠ ο φόβος είναι ένα είδος παγώματος. Ζουν πιο πολύ με τη μνήμη παρά με την ελπίδα ۠ γι` αυτό άλλωστε είναι και φλύαροι.
14. Είναι φανερό ότι οι άνθρωποι της ώριμης ηλικίας θα βρίσκονται, από την πλευρά του χαρακτήρα τους, ανάμεσα στις δυο άλλες κατηγορίες, απομακρύνοντας ό,τι είναι υπερβολικό στην καθεμιά τους. Η ακμή του ανθρώπινου σώματος ( δηλ. η νοητική και πνευματική ακμή ) τοποθετείται από τα 30 ως τα 35 χρόνια, ενώ η ακμή της ψυχής τοποθετείται γύρω στα 49 χρόνια.
15. Όλοι οι άνθρωποι, όταν έχουν ένα αγαθό, συνηθίζουν να επιδιώκουν την αύξησή του ۠ και « ευγένεια καταγωγής » θα πει « τιμημένοι πρόγονοι ».
16. Οι πλούσιοι είναι αναιδείς και υπερόπτες : κάνουν σα να έχουν δικά τους όλα τα αγαθά του κόσμου, γι` αυτό πιστεύουν ότι μπορούν με αυτόν ( ενν. τον πλούτο ) να αγοράσουν τα πάντα. Γενικότερα, ο χαρακτήρας τον οποίο γεννάει ο πλούτος είναι ο χαρακτήρας ενός άμυαλου ευτυχισμένου ανθρώπου.
17. Οι άνθρωποι που έχουν ισχύ αγαπούν τις τιμές, είναι δραστήριοι, γιατί βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση ۠ είναι, επίσης, μάλλον συγκρατημένοι και αξιοπρεπείς παρά αυταρχικά αγέρωχοι και υπερόπτες ۠ ο λόγος είναι ότι η κοινωνική τους θέση τούς κάνει πιο περίβλεπτους, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά τους να προσδιορίζεται από το μέτρο.
Εξαιτίας της καλής τύχης οι άνθρωποι γίνονται πιο υπερόπτες και πιο παράλογοι, υπάρχει, ωστόσο, και μια πάρα πολύ καλή ιδιότητα που παρακολουθεί την καλή τύχη : οι άνθρωποι αυτοί αγαπούν τους θεούς και έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το θείον.
18. Για όλους, πράγματι, τους ρήτορες είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιούν επίσης στους λόγους τους τον τόπο του δυνατού και του αδύνατου. Όλοι οι ρήτορες χρησιμοποιούν τη μείωση και την αύξηση ( την πλευρά του μεγέθους ) στο λόγο τους, είτε όταν συμβουλεύουν, είτε όταν επαινούν ή ψέγουν, είτε όταν κατηγορούν ή απολογούνται.
19. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πρώτα για το δυνατό και το αδύνατο. Αν π.χ. είναι δυνατό ένας άνθρωπος να γιατρευτεί, θα πει ότι είναι δυνατό και να αρρωστήσει. Ακόμη, αν είναι δυνατό το δυσκολότερο, τότε και το ευκολότερο. Επίσης, αν είναι δυνατό το τέλος ενός πράγματος, είναι δυνατή και η αρχή του. Δυνατά είναι, επίσης, αυτά προς τα οποία μας κινεί ένας φυσικός έρωτας και ένας φυσικός πόθος ۠ γιατί κανένας δεν αισθάνεται έρωτα ή πόθο για τα αδύνατα πράγματα. Αν μπορεί να υπάρξει το είδος, τότε μπορεί να υπάρξει και το γένος ۠ π.χ. αν μπορεί να υπάρξει τριήρης, τότε και πλοίο, και αντίστροφα.
Αφού, λοιπόν, στον καθένα ξεχωριστά από τα είδη των λόγων ο στόχος του ρήτορα είναι κάποιο αγαθό, π.χ. το συμφέρον, το ωραίο και το δίκαιο, είναι φανερό ότι όλοι οι ρήτορες πρέπει να επιχειρούν κάθε φορά την αύξηση μέσω αυτών. Στον πρακτικό χώρο το επιμέρους έχει, σε σύγκριση με το γενικό και καθολικό, αποφασιστική σημασία.
20. Οι κοινές αποδείξεις είναι δύο ειδών : παράδειγμα και ενθύμημα. Παραδειγμάτων υπάρχουν δύο είδη : ένα είδος παραδείγματος είναι να λέμε πράγματα που έγιναν στο παρελθόν, και ένα άλλο είδος είναι να τα πλάθουμε εμείς οι ίδιοι ۠ το δεύτερο αυτό είδος υποδιαιρείται σε παραβολή και σε λόγους, όπως είναι π.χ. οι Αισώπειοι και οι Λιβυκοί.
Παραβολή είναι ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ο Σωκράτης : αν π.χ. κάποιος έλεγε ότι οι άρχοντες δεν πρέπει να εκλέγονται με κλήρο ۠ γιατί θα ήταν το ίδιο σα να διαλέγαμε με κλήρο τους αθλητές. Ή αν αυτόν που πρόκειται να κυβερνήσει το πλοίο τον διαλέγαμε μεταξύ των ναυτών με κλήρο : θα αναδεικνύαμε στη θέση αυτή αυτόν που θα είχε την εύνοια του κλήρου και όχι αυτόν που έχει τις ανάλογες γνώσεις;
Αν ο ρήτορας δε διαθέτει ενθυμήματα ( συλλογισμούς ), θα πρέπει να χρησιμοποιεί ως αποδεικτικό υλικό παραδείγματα ۠ αν, όμως, διαθέτει ενθυμήματα, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα παραδείγματα ως μαρτυρίες, σαν έναν επίλογο στα ενθυμήματα ۠ γιατί αν τα παραδείγματα έπονται των ενθυμημάτων μοιάζουν με μαρτυρίες, και ο μάρτυρας είναι σε κάθε περίπτωση πειστικός.
21. Μιλώντας τώρα για τα γνωμικά, μπορούμε να πούμε ότι αυτά ( τα γνωμικά ) είναι τα συμπεράσματα των ενθυμημάτων. Γνωμικό είναι το ακόλουθο : « άνθρωπος ούτε ένας δεν υπάρχει σε όλα ευτυχισμένος », μαζί όμως με αυτό που ακολουθεί είναι ενθύμημα : « γιατί είναι ή των χρημάτων δούλος ή της τύχης ».
Η βοήθεια που προσφέρουν στους ρητορικούς λόγους τα γνωμικά είναι μεγάλη, πρώτον λόγω της έλλειψης καλλιέργειας στο ακροατήριο. Το γνωμικό είναι μια απόφανση που εκφράζει κάτι το γενικό ۠ οι ακροατές, λοιπόν, ευχαριστούνται να ακούν να λέγεται ως γενικό κάτι που τυχαίνει να ήταν ήδη η δική τους άποψη σε μια επιμέρους περίπτωση.
22. Δε θα πρέπει να μιλάει κανείς αντλώντας τα επιχειρήματά του από όλες τις γνώμες, αλλά μόνο από αυτές που έχουν γίνει οριστικά αποδεκτές. Είτε συμβουλεύουμε κάποιον, είτε τον επαινούμε ή τον ψέγουμε, είτε διατυπώνουμε κατηγορία εναντίον του ή απολογία υπέρ αυτού, πρέπει πάντοτε να ξεκινούμε από τα υπάρχοντα στοιχεία, ώστε βασισμένοι σε αυτά να λέμε τι καλό ή τι άσχημο υπάρχει στο πρόσωπο αυτό, τι δίκαιο ή τι άδικο, τι ωφέλιμο ή τι βλαβερό.
Με τις « γενικότητες » επαινεί ο ρήτορας τον Αχιλλέα γιατί ήταν άνθρωπος, γιατί ήταν ημίθεος και γιατί πήρε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας : όλα αυτά ισχύουν, βέβαια, και για πολλούς άλλους, και επομένως ο συγκεκριμένος ρήτορας δεν επαινεί καθόλου περισσότερο τον Αχιλλέα από το Διομήδη. Ειδικά είναι αυτά που δεν ισχύουν για κανέναν άλλον παρά μόνο για τον Αχιλλέα, π.χ. το ότι σκότωσε τον Έκτορα, τον άριστο των Τρώων, εμπόδισε την αποβίβαση όλων των Ελλήνων, επίσης το ότι πήρε μέρος στην εκστρατεία νεότατος, δίχως να είναι δεμένος με όρκο κ.ά.
23. Ένας τόπος των αποδεικτικών ενθυμημάτων είναι ο τόπος από τα εναντία ۠ π.χ. ότι η σωφροσύνη είναι καλό πράγμα, αφού η ακολασία είναι πράγμα βλαβερό. Ή : αν μπορείς με ψέματα να κρίνεις τους ανθρώπους, θα πρέπει να δεχτείς και το αντίθετο : πολλές είναι οι αλήθειες που δεν πείθουν τους ανθρώπους. Ένας άλλος είναι ο τόπος που προκύπτει από τη λογική του περισσότερου και του λιγότερου ۠ π.χ. « αν ούτε οι θεοί δεν τα ξέρουν όλα, πολύ λιγότερο οι άνθρωποι ».
24. Ένας τόπος φαινομενικού ενθυμήματος είναι όταν κανείς συνενώνει στο λόγο του πράγματα που είναι χωρισμένα ή χωρίζει πράγματα που είναι ενωμένα ۠ π.χ. επειδή η διπλή ποσότητα ενός πράγματος φέρνει αρρώστια, να πει κανείς ότι ούτε η μονή ωφελεί την υγεία.
25. Δεν είναι αρκετό, ανασκευάζοντας ένα επιχείρημα, να δείξει κανείς ότι δεν είναι υποχρεωτικό ۠ πρέπει να το ανασκευάσει, δείχνοντας ότι δεν είναι πιθανό.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ Γ`
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Γ` ΒΙΒΛΙΟΥ
Γ` ΒΙΒΛΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σειρά έχει τώρα ο λόγος για τη γλωσσική διατύπωση. Θέμα αυτής της νέας πραγματείας είναι το ύφος του ρητορικού λόγου και η ηθοποιία ( φωνή – τόνοι – ρυθμοί ) του ρήτορα.
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 2 – 12
ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ιδιότητες του ύφους στον καλό πεζό λόγο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ψυχρότητα του ύφους
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Για την παρομοίωση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Για την ορθή χρήση της γλώσσας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Για τη μεγαλοπρέπεια του ύφους
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Για το πρέπον ύφος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ο ρυθμός του πεζού λόγου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Λέξις ειρομένη – λέξις κατεστραμμένη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Κομψότητα του ύφους : πετυχημένες εκφράσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Συνέχιση της συζήτησης του προηγούμενου θέματος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Κάθε είδος ρητορικού λόγου έχει το δικό του ύφος
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 13 – 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Τα απαραίτητα μέρη ενός ρητορικού λόγου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Για το προοίμιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Πώς ανασκευάζεται μια κατηγορία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Για τη διήγηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Για τις αποδείξεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Για την ερώτηση και για τα γελοία ( = τα αστεία )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Για τον επίλογο
ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ Γ`
ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Σειρά τώρα έχει να μιλήσουμε για τη γλωσσική διατύπωση ۠ γιατί δεν είναι, βέβαια, αρκετό ο ρήτορας απλώς να κατέχει αυτά που πρέπει να πει ۠ είναι ανάγκη και να τα πει με τον τρόπο που πρέπει. Τρία είναι τα σημεία στα οποία στρέφουν την προσοχή τους όσοι ασχολούνται με το θέμα και αυτά είναι η ένταση, η αρμονία και ο ρυθμός.
2. Αρετή του λόγου είναι το να είναι σαφής. Πρέπει, επίσης, ο λόγος να μην είναι φτηνός, ούτε όμως και πάνω από το μέτρο που ταιριάζει στο θέμα. Ονόματα και ρήματα που κάνουν σαφή το λόγο είναι αυτά που κυριολεκτούν και χρησιμοποιούνταν με τη συνήθη σημασία τους. Πειστικός είναι ο λόγος ο φυσικός, όχι ο επιτηδευμένος. Τις σπάνιες και παράξενες λέξεις, τις σύνθετες και τις νεόκοπες πρέπει κανείς να τις χρησιμοποιεί σε λίγες μόνο περιπτώσεις. Η ομορφιά μιας λέξης βρίσκεται ή στον ήχο ή στο νόημά της.
3. Η ψυχρότητα του ύφους προκαλείται από τέσσερεις αιτίες : 1. από τις σύνθετες λέξεις, 2. από τη χρησιμοποίηση σπάνιων και παράξενων λέξεων, 3. από τους προσδιορισμούς, όταν αυτοί έχουν μεγάλο μήκος ή είναι άσχετοι ή είναι απανωτοί στο λόγο ( π.χ. υγρός ιδρώτας ή κλαδιά του δάσους ). Μιλώντας, λοιπόν, ποιητικά με έναν τρόπο αταίριαστο κάνει κανείς το λόγο του γελοίο και ψυχρό, αλλά και ασαφή λόγω φλυαρίας. 4. Μια τέταρτη αιτία για την ψυχρότητα του ύφους είναι οι μεταφορές.
4. Και η παρομοίωση είναι, στην ουσία, μεταφορά ۠ να πει ο ποιητής για τον Αχιλλέα « όρμησε σα λιοντάρι » είναι παρομοίωση, αν όμως πει γι` αυτόν « λιοντάρι όρμησε » είναι μεταφορά. Με την παρομοίωση, όπως και με τη μεταφορά, ο λόγος γίνεται ποιητικός.
5. Η βάση, πάντως, του ύφους είναι το να μιλάει κανείς σωστά ελληνικά, κάτι που αφορά στα εξής πέντε πράγματα : 1 ) Πρώτον, στα συνδετικά μόρια ۠ να τα τοποθετεί δηλ. κανείς στη φυσική τους θέση ۠ π.χ. το « μεν » απαιτεί το « δε ». 2 ) Μια δεύτερη είναι το να δηλώνουμε τα πράγματα με τις ειδικές τους λέξεις και όχι με λέξεις γενικού περιεχομένου. 3 ) Μια τρίτη είναι το να χρησιμοποιούμε διφορούμενες λέξεις ۠ όταν οι μάντεις λένε διφορούμενα πράγματα, οι άνθρωποι δείχνουν με μια κίνηση της κεφαλής τους ότι συναινούν ۠ αυτά πρέπει κανείς να τα αποφεύγει, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. 4 ) Το τέταρτο είναι να διακρίνουμε τα γένη των ουσιαστικών : αρσενικά, θηλυκά και άψυχα. 5 ) Το πέμπτο συνίσταται στο να δηλώνουμε σωστά τα πολλά, τα λίγα, το ένα ۠ π.χ. « αυτοί, έχοντες έρθει, με χτυπούσαν ».
Γενικά, ό,τι είναι γραμμένο πρέπει να μπορεί να διαβάζεται εύκολα και να απαγγέλλεται εύκολα. Αυτό είναι κάτι που δε γίνεται όπου υπάρχουν πολλά συνδετικά μόρια. Ασάφεια δημιουργείς αν, προτού ολοκληρώσεις τη φράση που άρχισες, βιάζεσαι να παρεμβάλεις ανάμεσα ένα σωρό άλλα πράγματα ۠ π.χ. « Γιατί σκόπευα, αφού μιλήσω μαζί του γι` αυτό και γι` αυτό και με αυτόν τον τρόπο, να αναχωρήσω », αντί για τη φράση : « Γιατί σκόπευα, αφού μιλήσω μαζί του, να αναχωρήσω ۠ ύστερα, όμως, συνέβη αυτό και αυτό και με αυτόν τον τρόπο ».
6. Στο να γίνει μεγαλόπρεπο το ύφος συμβάλλουν τα ακόλουθα : Το να χρησιμοποιεί κανείς όχι τη λέξη αλλά έναν περιγραφικό ορισμό της. Επίσης, να δηλώνονται τα πράγματα με μεταφορές και προσδιορισμούς – με όλες, βέβαια, τις προφυλάξεις μήπως ο λόγος καταντήσει ποιητικός. Επίσης, να χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός στη θέση του ενικού.
7. Το ύφος θα είναι το πρέπον αν πετυχαίνει να εκφράζει τα πάθη και τους χαρακτήρες και αν είναι ανάλογο προς το προκείμενο θέμα. « Ανάλογο » θα πει οι σπουδαίες υποθέσεις να μη συζητούνται με πρόχειρους αυτοσχεδιασμούς και τα ασήμαντα πράγματα να μη συζητούνται με επισημότητα. Επίσης, στις απλές καθημερινές λέξεις να μην προσδίδονται στολιστικά επίθετα, γιατί αλλιώς το αποτέλεσμα μοιάζει με κωμωδία. Πιστευτό κάνει το πράγμα ένας λόγος που χρησιμοποιεί τις λέξεις στη συνηθισμένη σημασία τους. Με κάποιον ιδιαίτερο, επίσης, τρόπο αντιδρούν οι ακροατές και στην έκφραση που κυρίως χρησιμοποιούν οι λογογράφοι : « Ποιος δεν το ξέρει; », « Όλοι το ξέρουν » ۠ γιατί ο ακροατής από ντροπή σπεύδει να συμφωνήσει, ώστε να έχει κι αυτός συμμετοχή σε κάτι στο οποίο μετέχουν όλοι οι άλλοι.
Αν τα ήπια πράγματα λέγονται με σκληρό τρόπο και τα σκληρά με ήπιο, ο λόγος χάνει την πειστικότητά του. Οι σύνθετες λέξεις, οι πολυάριθμοι προσδιορισμοί και οι παράξενες και ασυνήθιστες λέξεις ταιριάζουν κατά κύριο λόγο στο ρήτορα που ο λόγος του είναι γεμάτος από πάθος : τον οργισμένο άνθρωπο τον συγχωρούμε αν ονομάσει το κακό ουρανομήκες ή πελώριο. Παρόμοιες εκφράσεις βγαίνουν από το στόμα ανθρώπων που είναι κυριευμένοι από έκσταση – και φυσικά τις αποδέχονται οι ακροατές που βρίσκονται κι αυτοί στην ίδια κατάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτού του είδους οι εκφράσεις ταιριάζουν στην ποίηση ۠ γιατί είναι η ποίηση είναι κάτι που έχει μέσα του το στοιχείο της έκστασης.
8. Είναι ανάγκη ο πεζός λόγος να έχει ρυθμό, όχι μέτρο ۠ αλλιώς θα είναι ποίημα. Ο λόγος πρέπει να έχει σοβαρότητα και επισημότητα και να μπορεί να ξεσηκώνει τον ακροατή.
9. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να έχουν μπροστά στα μάτια τους το τέλος. « Περιπλεγμένο » είναι το ύφος που έχει περιόδους. Περίοδο ονομάζω τη φράση που διαθέτει αρχή και τέλος και ένα μέγεθος που εύκολα μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει με το μυαλό του στο σύνολό του. Λόγος διατυπωμένος με αυτόν τον τρόπο είναι ευχάριστος και γίνεται εύκολα κατανοητός : είναι ευχάριστος γιατί ο ακροατής έχει συνεχώς την αίσθηση ότι αποκτά κάτι με το να φτάνει κάτι συνεχώς να ολοκληρώνεται γι` αυτόν ۠ και είναι εύκολα κατανοητός, επειδή συγκρατείται εύκολα στη μνήμη. Το πολύ μικρό μήκος ενός λόγου κάνει πολλές φορές τον ακροατή να σκοντάφτει, επειδή όταν ο ακροατής, ενώ έχει ακόμη ορμή προς τα εμπρός ώστε να συμπληρώσει το μέτρο για το οποίο έχει μέσα του μια ορισμένη ιδέα παρεμποδιστεί από το σταμάτημα του ρήτορα, νιώθει να γίνεται κάτι σα σκόνταμα από πρόσκρουση επάνω σε κάποιο εμπόδιο. Το μεγάλο πάλι μήκος ενός λόγου κάνει τον ακροατή να αισθάνεται ότι μένει πίσω.
10. Κομψότητα και χάρη έχουν οι εκφράσεις και τα ενθυμήματα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να αποκτούμε καινούργια γνώση γρήγορα. Από την άποψη τώρα του ύφους, πετυχημένα είναι τα ενθυμήματα που έχουν μεταφορά, αντίθεση και ζωντάνια ( ο ακροατής πρέπει να βλέπει τα πράγματα μάλλον σα να γίνονται τώρα παρά σαν κάτι το μελλοντικό ).
11. Ολοζώντανο παρουσιάζουν το πράγμα μπροστά στα μάτια του ακροατή οι λέξεις ( ή οι εκφράσεις ) που δηλώνουν ότι το πράγμα βρίσκεται σε κατάσταση ενέργειας. Ο Όμηρος χρωστάει τη φήμη του στο ότι εκφράζει ενέργεια, δίνοντας ζωή στα άψυχα πράγματα μέσω της μεταφοράς. Οι περισσότερες από τις ευφυείς και κομψές εκφράσεις γίνονται μέσω της μεταφοράς. Αλλά και οι παρομοιώσεις είναι, κατά κάποιον τρόπο, πετυχημένες πάντοτε μεταφορές. Και οι παροιμίες είναι μεταφορές. Μεταφορές είναι και κάποιες επιτυχημένες υπερβολές. Οι υπερβολές έχουν κάτι το νεανικό : δείχνουν σφοδρότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που τις υπερβολές τις λένε οι άνθρωποι κυρίως μέσα στο θυμό τους.
12. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε κάθε είδος ρητορικού λόγου ταιριάζει και διαφορετικό ύφος. Το γραπτό ύφος είναι αυτό με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.
13. Είναι ανάγκη ο ρήτορας πρώτα να εκθέσει το θέμα του και ύστερα να το αποδείξει. Τα κύρια μέρη ενός λόγου είναι η πρόθεση και η απόδειξη, πολύ συχνά όμως συναντούμε προοίμιο, πρόθεση, απόδειξη, επίλογο.
14. Το προοίμιο είναι η αρχή του ρητορικού λόγου, ό,τι είναι ο πρόλογος στη δραματική ποίηση και το προαύλιο στην αύληση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προοιμίου είναι να δηλώσει προς τα πού θα κατευθυνθεί ο λόγος ( γι` αυτό και, αν το πράγμα είναι φανερό από μόνο του και το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, το προοίμιο δε χρειάζεται καθόλου ).
15. Για την ανασκευή μιας κατηγορίας ένας τόπος είναι η χρησιμοποίηση των επιχειρημάτων με τα οποία θα μπορούσε κανείς να απαλλάξει τον εαυτό του από μια δυσάρεστη για το άτομό του γνώμη.
16. Το σωστό δεν είναι το γρήγορο ή το σύντομο, αλλά αυτό που ανταποκρίνεται στο σωστό μέτρο ۠ αυτό θα πει, ο ρήτορας να λέει τόσα όσα χρειάζονται για να γίνει φανερό το πράγμα ή όσα θα κάνουν τον ακροατή να πιστέψει ότι το πράγμα συνέβη. Η διήγηση πρέπει να αποδίδει χαρακτήρες.
17. Οι αποδεικτικοί συλλογισμοί πρέπει να είναι πειστικοί. Τα παραδείγματα ταιριάζουν περισσότερο στους συμβουλευτικούς λόγους, ενώ τα ενθυμήματα πιο πολύ στους δικανικούς λόγους. Τα ενθυμήματα, πάντως, δεν πρέπει να τα αραδιάζει κανείς το ένα μετά το άλλο, αλλά να τα αναμειγνύει ۠ γιατί υπάρχει και στην ποσότητα ένα όριο. Το να μιλάς μπροστά στο λαό για να το συμβουλέψεις είναι πιο δύσκολο από το να μιλάς στο δικαστήριο ۠ γιατί το πρώτο έχει να κάνει με το μέλλον, ενώ το δεύτερο με το παρελθόν.
18. Η καλύτερη στιγμή να κάνει κανείς ερώτηση είναι όταν ο αντίπαλος έχει ήδη κάνει μια παραδοχή, τέτοια που με την υποβολή μιας ακόμη ερώτησης να προκύπτει το άτοπο. Μια δεύτερη κατάλληλη στιγμή να κάνει κανείς ερώτηση είναι όταν ο αντίπαλος δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να δώσει στην ερώτηση μια απάντηση σοφιστικού τύπου ۠ γιατί αν απαντάει με αυτόν τον τρόπο : « είναι έτσι και δεν είναι », « από μια άποψη είναι έτσι, από μια άλλη όμως όχι », οι ακροατές θορυβούν, θεωρώντας ότι ο ρήτορας βρίσκεται σε αμηχανία.
19. Ο επίλογος αποτελείται από τέσσερα στοιχεία : πρώτο στοιχείο να διαθέσει τον ακροατή ευνοϊκά προς τον ομιλούντα και εχθρικά προς τον αντίπαλο ۠ δεύτερο στοιχείο να αυξήσει ή να μειώσει τη σημασία των πραγμάτων ۠ τρίτο στοιχείο να διεγείρει στην ψυχή του ακροατή τα επιθυμητά πάθη ۠ τέταρτο στοιχείο να υπενθυμίσει.-
|
|
|
|
|
|
|
Today, there have been 20 visitors (40 hits) on this page!
alex mandis
|
|
|
|
|
|
|
|