ΑΡΡΙΑΝΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
ΑΡΡΙΑΝΟΣ ΦΛΑΒΙΟΣ ( 95 – 180 )
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ
Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Νεαρός ακόμη πήγε στη Νικόπολη της Ηπείρου για να μαθητεύσει δίπλα στο φιλόσοφο Επίκτητο ( επηρεάστηκε βαθιά από αυτόν ).
Αργότερα πήγε στην Αθήνα και σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική. Στην Αθήνα, που τότε ήταν υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία, τον συμπάθησε ο αυτοκράτορας Αδριανός, τον κάλεσε στη Ρώμη και εκεί πήρε την επωνυμία Φλάβιος και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη.
Το 130 διορίστηκε από τον Αδριανό διοικητής της Καππαδοκίας. Εκεί έζησε οχτώ χρόνια και έδειξε ιδιαίτερη ανδρεία στον πόλεμο ενάντια στους Αλβανούς – Σκυθικό λαό.
Το 145 τον βρίσκουμε στην Αθήνα. Το 171 γίνεται πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής. Προς το τέλος της ζωής του γυρίζει στην γενέτειρά του όπου, βαθιά θρησκευόμενος, υπηρέτησε ως ιερέας της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Εκεί αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Σ` αυτήν την περίοδο ανήκουν τα περισσότερα από τα έργα του. Πέθανε το 180.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Πρότυπο του Αρριανού ήταν ο Ξενοφώντας. Όπως κι εκείνος, ο Αρριανός έγραψε έργα ιστορικά, φιλοσοφικά, γεωγραφικά, στρατιωτικά. Από τα ιστορικά η « Αλεξάνδρου Ανάβασις », που είναι και το καλύτερο από όλα τα έργα του, είναι γραμμένη σε εφτά βιβλία, όπως και η « Κύρου Ανάβασις » του Ξενοφώντα. Οι πηγές του Αρριανού ήταν ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος, σύγχρονοι του Αλέξανδρου και συμπολίτες του στην Ασία.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΙΛΙΠΠΟ Β`
ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ( 490 – 478 π.Χ. )
Από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. οι Πέρσες επιδίωκαν να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο και ευρύτερα στη Μεσόγειο θάλασσα, για να ελέγχουν το εμπόριο. Εκτεταμένες και απανωτές εκστρατείες στη μητροπολιτική Ελλάδα με το Δαρείο, το Δάτη, τον Αρταφέρνη, τον Ξέρξη, το Μαρδόνιο, επιδίωκαν την υποταγή της Ελλάδας, αλλά απέτυχαν παταγωδώς και χάρισαν στην αρχαία ελληνική ιστορία τα ορόσημα του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών, της Μυκάλης και περιόρισαν τη βουλιμία των Περσών μέχρι τα Μικρασιατικά παράλια.
Όμως οι Πέρσες ποτέ δεν παραιτήθηκαν στην αρχαιότητα από τα μεγαλοϊδεατικά τους σχέδια. Ό,τι δεν πέτυχαν με τις εκστρατείες, προσπάθησαν να το πετύχουν μέσω της « διπλωματικής » οδού, εξαγοράζοντας Έλληνες, επωφελούμενοι από τις εσωτερικές διαμάχες των ελληνικών πόλεων.
Έτσι στα πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου ( 431 – 404 π.Χ. ), στην τρίτη φάση, στο Δεκελεικό πόλεμο, ενίσχυσαν τη Σπάρτη οικονομικά ( γιατί υστερούσε στο στόλο ) και έτσι οι Σπαρτιάτες συνέτριψαν στους Αιγός ποταμούς το 405 π.Χ. το ναυτικό των Αθηναίων.
Ο ΒΟΙΩΤΙΚΟΣ Ή ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ( 396 – 392 π.Χ. )
Μετά τη νίκη τους οι Σπαρτιάτες στράφηκαν εναντίον των Περσών. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος έκανε μια λαμπρή νίκη με 20.000 στρατό στις Σάρδεις εναντίον του Τισσαφέρνη.
Όμως οι Πέρσες έστειλαν άφθονο προδοτικό χρήμα στην Ελλάδα για να υποτάξουν τους Σπαρτιάτες. Έτσι συνασπίστηκαν οι τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας : η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος και το Άργος εναντίον της Σπάρτης.
Ο Αγησίλαος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μ. Ασία ۠ σε ένα μήνα επιστρέφει στην Ελλάδα και αντιμετωπίζει τους εχθρούς στην Κορώνεια της Βοιωτίας, όπου τους νικά το 394 π.Χ. Λίγο μετά όμως, με τη βοήθεια των Περσών, οι Αθηναίοι συντρίβουν το ναυτικό των Σπαρτιατών. Ακόμη το 392 π.Χ. η Σπάρτη δέχεται και δυνατό χτύπημα στη στεριά, στο Λέχαιο της Κορινθίας.
Η ΑΝΤΑΛΚΙΔΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ( 387 π.Χ. )
Με τη βοήθεια του περσικού χρήματος η Σπάρτη εξουδετερώθηκε. Αδίστακτος ο στρατηγός της, Ανταλκίδας καταφεύγει στην Περσία και υπογράφει μαζί τους την επαίσχυντη Ανταλκίδεια ειρήνη, με την οποία παραχωρείται ολόκληρη η Μ. Ασία στον Πέρση βασιλιά, η Κύπρος και όλα τα ελληνικά νησιά εκτός της Λήμνου, της Ίμβρου και της Σκύρου ( που ανήκαν στους Αθηναίους ).
Η ΘΗΒΑΪΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ (371 – 362 π.Χ. )
Οι Θηβαίοι, με στρατηγούς τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα, στη φονική μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ., νικούν τους Σπαρτιάτες με τη χρηματική βοήθεια των Περσών. Έτσι η Θήβα εμφανίζεται ως πρώτη δύναμη στην Ελλάδα για μια δεκαετία. Στη μάχη της Μαντινείας στην Πελοπόννησο το 362 π.Χ. σκοτώνεται ο Επαμεινώνδας ( ο Πελοπίδας είχε σκοτωθεί δύο χρόνια νωρίτερα ). Έτσι έδυσε και η Θήβα.
Η πολιτική των Περσών στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία – οι Έλληνες είχαν 60 χρόνια εμφύλιους πολέμους.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Αυτή την εποχή εμφανίζεται ο βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος, που έσωσε τον ελληνισμό από τη σίγουρη περσική κυριαρχία. Ο Φίλιππος Β` ένωσε τους Έλληνες με το σπαθί στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., έχοντας στο πλευρό του και τον δεκαοχτάχρονο Αλέξανδρο ( διοικητή του ιππικού ). Στη συνέχεια συγκάλεσε το Κορινθιακό Συνέδριο και αποφάσισε να εκστρατεύσει στη Μ. Ασία, όμως μετά τη δολοφονία του από τον Παυσανία ματαιώθηκαν τα σχέδια ( ο Πέρσης βασιλιάς πλήρωσε το φονιά του Φιλίππου ).
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Το προαποφασισμένο έργο του Φιλίππου έφερε σε αίσιο πέρας ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο μέγιστος των Ελλήνων, που εξουδετέρωσε τον Πέρση βασιλιά.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
π.Χ.
356 : Γέννηση του Αλέξανδρου
338 : Μάχη της Χαιρώνειας με τον Αλέξανδρο διοικητή του ιππικού
335 : Εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου κατά των Τριβαλλών και Ιλλυρίων – καταστροφή της Θήβας
334 : Μάχη στο Γρανικό ποταμό
333 : Μάχη στην Ισσό
332 : Άλωση της Τύρου
331 : Κατάκτηση της Αιγύπτου – Ίδρυση Αλεξάνδρειας – Μάχη στα Γαυγάμηλα – Κατάλυση του Περσικού κράτους
330 – 327 : Συνέχεια των κατακτήσεων στη Μέση Ασία
327 – 325 : Εκστρατεία στην Ινδία
323 : Θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου.
Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ
Σπουδαίος στρατηγός και πιστός φίλος του Αλέξανδρου, καταγόμενος από τη σημερινή Πτολεμαΐδα της Μακεδονίας. Ακολούθησε τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του στην Ανατολή και, μετά το θάνατο του βασιλιά του, πήρε την Αίγυπτο και τις γύρω περιοχές μέχρι τη Συρία και την Αραβία. Διοίκησε τη χώρα των Φαραώ με εξαιρετική επιτυχία. Είναι ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Πτολεμαίων, που κυβέρνησαν την Αίγυπτο μέχρι την Κλεοπάτρα και την πτώση του βασιλείου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 31 π.Χ.
Θεωρείται βέβαιο ότι είχε πρόσβαση και χρησιμοποίησε τις « Εφημερίδες » του επιτελείου του Αλέξανδρου, που κατέγραφαν τις « ημερήσιες διαταγές », τα γεγονότα και τις εξελίξεις στους αγώνες του μεγάλου στρατηλάτη σε καθημερινή βάση. Γι` αυτό συνέγραψε το βιβλίο « Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου » – έχουν όμως διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα.
Ο ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ
Σπουδαίος κι αυτός στρατηγός του Αλέξανδρου στη μεγάλη του εκστρατεία, καταγόμενος από την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής. Μετά το τέλος της εκστρατείας, σε βαθιά γεράματα, συνέγραψε ( όπως και ο Πτολεμαίος ) όλη τη δράση του Αλέξανδρου – έχουν όμως διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε – πέρα από τα στρατιωτικά γεγονότα – σε καταγραφή πληροφοριών εθνολογικού και γεωγραφικού περιεχομένου, και από την άποψη αυτή το έργο του λειτουργεί συμπληρωματικά προς το έργο του Πτολεμαίου, σε βαθμό που για τον Αρριανό οι δύο αυτές πηγές, με την αμεσότητα των πληροφοριών, καθώς ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των γεγονότων, αποτελούν πρωτογενές και ολοκληρωμένο υλικό για τη σύνταξη του δικού του έργου, που έτσι καθίσταται εξαιρετικά αξιόπιστο.
ΑΡΡΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
Ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου και ο Αριστόβουλος του Αριστοβούλου, όσα έγραψαν ίδια οι δυο τους για τον Αλέξανδρο, το γιο του Φιλίππου, αυτά εγώ τα γράφω ως εντελώς αληθινά ۠ όσα όμως δε συμφωνούν μεταξύ τους, από αυτά ( καταγράφω ), αφού επέλεξα, όσα μου φαίνονται περισσότερο αξιόπιστα.
Αναφέρεται, λοιπόν, ότι ο Φίλιππος γεννήθηκε το 386 π.Χ. και δολοφονήθηκε το336 π.Χ. ۠ έγινε βασιλιάς το 359 π.Χ. ( δηλ. έζησε 50 χρόνια και βασίλεψε επί 23 χρόνια ).
Ο Αλέξανδρος, παραλαμβάνοντας την εξουσία του πατέρα του, κατέβηκε στην Πελοπόννησο ( τότε ήταν είκοσι χρονών ). Εκεί, αφού συγκάλεσε τους Έλληνες, ζήτησε από αυτούς την ηγεμονία του στρατού εναντίον των Περσών ۠ ανταποκρίθηκαν όλοι εκτός των Λακεδαιμονίων ( η άρνηση των Σπαρτιατών οφείλεται στην υπερηφάνεια τους και στις δόξες του παρελθόντος ). Ο Αλέξανδρος έδειξε σχετική κατανόηση στην αγέρωχη στάση των Λακεδαιμονίων, αλλά δεν απόφυγε να τους « στιγματίσει » μετά τη νίκη του στο Γρανικό. Μαζί με τις 300 περσικές πανοπλίες που έστειλε στην Ακρόπολη των Αθηνών έδωσε εντολή να γραφεί το επίγραμμα : « Αλέξανδρος, και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων ». Ο Αλέξανδρος, αφού επέστρεψε στη Μακεδονία, προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ασία.
Με την έναρξη της άνοιξης εξόρμησε εναντίον της Θράκης, κατά των Τριβαλλών και Ιλλυρίων, γιατί αυτοί ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Φιλίππου. Μετά από σκληρή μάχη, οι Μακεδόνες νίκησαν και πήραν όλα τα λάφυρα.
Μετά από τρεις ημέρες ο Αλέξανδρος φτάνει στον Ίστρο ποταμό, το μεγαλύτερο από τους ποταμούς της Ευρώπης. Εκεί ήρθαν ενισχύσεις πολεμικών πλοίων από το Βυζάντιο. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να περάσει τον Ίστρο, γιατί έβλεπε πολλούς ( Γέτες ) συγκεντρωμένους στις όχθες του ποταμού.
Αφού ο ίδιος επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο μαζί με τους άλλους Μακεδόνες, όλοι μαζί αποβιβάστηκαν τη νύχτα σε αγροτική περιοχή με πυκνό αθέριστο σιτάρι. Ο Αλέξανδρος παράταξε το στρατό του. Οι Γέτες ούτε την πρώτη επίθεση των ιππέων δεν άντεξαν ۠ τους φάνηκε παράτολμη η ενέργεια του Αλέξανδρου, καθώς είχε διαβείτόσο εύκολα το μεγαλύτερο ποτάμι σε μια νύχτα χωρίς να κατασκευάσει γέφυρα. Στη δεύτερη επίθεση των Μακεδόνων οι Γέτες έτρεξαν προς την έρημο και ο βασιλιάς κατέλαβε την πόλη τους. Ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσίες προς τιμήν του Δία, του Ηρακλή και του ίδιου του Ίστρου. Εκεί ήρθαν πρέσβεις από πολλά έθνη επιθυμώντας να συνάψουν φιλία με τον Αλέξανδρο ۠ έτσι κι έγινε.
Έπειτα ο βασιλιάς βάδισε εναντίον των Αγριάνων και των Παιόνων, όπου και τους υπόταξε. Στη μάχη εκείνη ο Αλέξανδρος είχε διατάξει τους Μακεδόνες να βγάλουν πολεμικές κραυγές και να χτυπούν με τα δόρατα τις ασπίδες τους.
Στο μεταξύ κάποιοι εξόριστοι από τη Θήβα που ζούσαν μακριά της, αφού μπήκαν κρυφά στη Θήβα, σκότωσαν τον Αμύντα και τον Τιμόλαο. Και αφού συγκάλεσαν συνέλευση του λαού, παρέσυραν τους Θηβαίους να αποστατήσουν από τον Αλέξανδρο, ισχυριζόμενοι πως ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει στην Ιλλυρία.
Μαθαίνοντάς το ο βασιλιάς φτάνει την έβδομη μέρα στη Θεσσαλία. Από εκεί, την έκτη μέρα εισβάλλει στη Βοιωτία. Μετά κινήθηκε προς τη Θήβα και εκεί στρατοπέδευσε. Ο Αλέξανδρος καθυστερούσε την επίθεσή του, γιατί ήθελε ναξεπεράσει την εξέγερση των Θηβαίων με φιλικό τρόπο και όχι με πόλεμο ( σε μια επίθεση των Θηβαίων είχαν ήδη σκοτωθεί Μακεδόνες ).
Ο Περδίκκας, χωρίς να περιμένει το σύνθημα του Αλέξανδρου, πρώτος αυτός όρμησε στο χαράκωμα. Έπειτα ακολούθησαν και οι άλλοι στην επίθεση. Όταν είδε αυτά ο βασιλιάς βάδισε με το στρατό του προς τη μάχη. Σε μια έξοδο των Θηβαίων ο Περδίκκας τραυματίστηκε βαριά και οι Μακεδόνες τράπηκαν σε φυγή, γυρνώντας πίσω στο βασιλιά τους. Ύστερα από αυτό, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιτεθεί.
Οι Θηβαίοι για λίγο μόνο χρόνο κράτησαν τις γραμμές τους, αφού ο Αλέξανδρος, εμφανιζόμενος κάθε φορά απροσδόκητα από αλλού, έκανε τους εχθρούς ναπανικοβληθούν και να αρχίσουν να υποχωρούν. Τότε οργισμένοι, όχι τόσο οι Μακεδόνες αλλά οι Φωκείς και οι Πλαταιείς και οι άλλοι Βοιωτοί, σκότωναν τους Θηβαίους χωρίς καμιά διάκριση.
Αυτή η ελληνική συμφορά – με το μέγεθος της πόλης, με την ταχύτητα της επιχείρησης και με τον παραλογισμό των νικητών και των ηττημένων – εξέπληξε καθόλου λιγότερο τους άλλους Έλληνες απ` ό,τι τους ίδιους που μετείχαν στο έργο.
Ο Αλέξανδρος ανέθεσε στους Έλληνες συμμάχους που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση να διαχειριστούν την ηττημένη Θήβα ۠ αυτοί αποφάσισαν να μετατρέψουν σε ερείπια την πόλη. Ακόμα, τα μικρά παιδιά και τις γυναίκες τις πούλησαν ως δούλους. Έζησαν « ελεύθεροι » μόνο οι ιερείς και οι ιέρειες. Ο Αλέξανδρος διαφύλαξε το σπίτι του Πίνδαρου από σεβασμό προς αυτόν. Μετά το πάθημα των Θηβαίων όλοι οι Έλληνες φοβόντουσαν τον Αλέξανδρο και το στρατό του ۠ όλοι ήθελαν να συνάψουν συμφωνία φιλίας με το Μακεδόνα στρατηλάτη. Οι Αθηναίοι, για να συγχαρούν τον Αλέξανδρο, έστειλαν δέκα πρέσβεις, αυτούς που γνώριζαν ότι είναι οι πιο αγαπητοί προς το βασιλιά.
Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα προς την πρεσβεία, αλλά με επιστολή του απαίτησε από το δήμο να εκδώσουν το Δημοσθένη και τους πρωταίτιους της εξέγερσης ( ο Αλέξανδρος γνώριζε πολύ καλά την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Αθήνας και είχε υπόψη του όλες τις κινήσεις τους ). Οι Αθηναίοι ξαναέστειλαν πρέσβεις, παρακαλώντας το βασιλιά να συγχωρήσει αυτούς που ήθελε να εκδώσει. Έτσι κι έγινε, με μόνη διαταγή του να εξοριστεί από την Αθήνα ο Χαρίδημος, ο οποίος εξορίστηκε στην Ασία κοντά στο βασιλιά Δαρείο.
Μετά από αυτά ο Αλέξανδρος επανήλθε στη Μακεδονία. Εκεί πρόσφερε την καθιερωμένη θυσία στον Ολύμπιο Δία και διοργάνωσε αθλητικούς αγώνες στις Αιγές, τα Ολύμπια.
Στην αρχή της άνοιξης ο Αλέξανδρος εξορμά προς τον Ελλήσποντο, αφού πρώτα ανέθεσε στον Αντίπατρο τη διοίκηση της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας, οδηγώντας ο ίδιος πεζικό μαζί με ελαφρά οπλισμένους και τοξότες όχι πολύ περισσότερους από 30.000 και ιππικό περίπου 5.000. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, περνώντας το Στρυμόνα και μετά τον Έβρο ποταμό, φτάνει στη Σηστό σε είκοσι συνολικά μέρες από τη μέρα που ξεκίνησε από την πατρίδα του. Κι όταν έφτασε στην Ελαιούντα, θυσιάζει προς τιμή του Πρωτεσίλαου πάνω στον τάφο του Πρωτεσίλαου, διότι και ο Πρωτεσίλαος πιστευόταν ότι πρώτος από τους Έλληνες αποβιβάστηκε στην Ασία από το στρατό που μαζί με τον Αγαμέμνονα εξεστράτευσε στο Ίλιο. Πρώτος ο Αλέξανδρος αποβιβάστηκε από το πλοίο ένοπλος ο ίδιος στην Ασιατική γη και έστησε βωμούς και εκεί απ` όπου ξεκίνησε από την Ευρωπαϊκή ακτή και εκεί όπου αποβιβάστηκε στην Ασία προς τιμή του Δία, του προστάτη των αποβάσεων, και της Αθηνάς και του Ηρακλή. Κι όταν ανέβηκε στο Ίλιο θυσίασε και προς τιμή της Αθηνάς Ιλιάδας και αφιέρωσε την πανοπλία του στο ναό και ξεκρέμασε και πήρε μαζί του αντί γι` αυτήν την ασπίδα του Αχιλλέα. Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στο Ίλιο, τον στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι ο Μενοίτιος, ο κυβερνήτης, και επίσης ο Χάρης ο Αθηναίος, και μερικοί άλλοι, κάποιοι Έλληνες και κάποιοι ντόπιοι. Ο ίδιος στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα και έσφαξε ένα ταύρο για να θυσιάσει ( ο Τρωικός πόλεμος έγινε γύρω στο 1280 π.Χ. ).
Μετά το Ίλιο έφτασε στην Αρίσβη και την επόμενη μέρα στην Περκώτη. Την άλλη μέρα στρατοπέδευσε κοντά στον Πράκτιο ποταμό και από εκεί έφτασε στην Έρμωτο. Μετά από λίγο ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το Γρανικό ποταμό με συνταγμένο το στρατό. Οι ανιχνευτές του γρήγορα τον πληροφόρησαν πως οι Πέρσες ήταν παραταγμένοι για μάχη στην απέναντι όχθη. Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος παράτασσε όλο το στρατό για να πολεμήσουν.
Ο Αλέξανδρος στέλνει τον Παρμενίωνα να αναλάβει τη διοίκηση της αριστερής πτέρυγας και ο ίδιος προχωρούσε προς τη δεξιά πτέρυγα. Οι ιππείς των Περσών ήταν περίπου 20.000, και ξένοι πεζοί μισθοφόροι λίγο λιγότερο από 20.000. Για αρκετή ώρα και οι δύο στρατοί παραταγμένοι στην άκρη του ποταμού, εξαιτίας του φόβου για την έκβαση του αγώνα, ησύχαζαν και επικρατούσε μεγάλη σιγή και από τις δύο πλευρές. Γιατί οι Πέρσες περίμεναν τους Μακεδόνες, πότε να μπουν στο ποτάμι, για να τους επιτεθούν όταν θα έβγαιναν. Και ο Αλέξανδρος, αφού πήδηξε επάνω στο άλογο και παρακίνησε τους στρατιώτες του να ακολουθήσουν και να φανούν άντρες γενναίοι, οδηγώντας τη δεξιά πτέρυγα, ορμάει μέσα στο ποτάμι με πολεμικές κραυγές.
Από τους Πέρσες βέβαια ρίχνονταν ακόντια και οι Μακεδόνες μάχονταν με τα δόρατα. Ο Αλέξανδρος ήταν πια κοντά και ρίχνεται πρώτος εναντίον των Περσών, εκεί όπου είχαν παραταχτεί ολόκληρο το πλήθος του ιππικού και οι ίδιοι οι αρχηγοί των Περσών, κι έγινε γύρω του μάχη φοβερή. Τότε ακριβώς σπάζει το δόρυ του Αλέξανδρου ۠ ο Κορίνθιος Δημάρατος τότε του δίνει το δικό του δόρυ. Αμέσως ο βασιλιάς ορμάει μπροστά, καταπάνω στο Δαρείο, σκοτώνοντας το Μιθριδάτη, το γαμπρό του Δαρείου. Αμέσως και ο Ροισάκης ορμάει έφιππος εναντίον του Αλέξανδρου και χτυπάει το κεφάλι του ( ένα μέρος του κράνους έσπασε ), γρήγορα όμως ο Αλέξανδρος τον τρύπησε με το δόρυ, μέσα από το θώρακα, στο στέρνο ۠ και ο Σπιθριδάτης είχε ήδη υψώσει κιόλας από πίσω το ξίφος κατά του Μακεδόνα βασιλιά, αλλά τον προλαβαίνει ο Κλείτος και του κόβει το χέρι. Στο μεταξύ, βγαίνοντας συνέχεια από το ποτάμι όσοι μπορούσαν από τους ιππείς, ενώνονταν με αυτούς που ήταν με τον Αλέξανδρο.
Και οι Πέρσες, επειδή χτυπιόνταν πια από όλα τα μέρη με τα δόρατα στα πρόσωπα, κι επειδή σπρώχνονταν από τους ιππείς, και επειδή πάθαιναν μεγάλες ζημιές από τους ελαφρά οπλισμένους που είχαν αναμειχθεί με τους ιππείς, τρέπονταν σε φυγή σ` αυτό το σημείο πρώτα, όπου πολεμούσε ο Αλέξανδρος στην πρώτη γραμμή. Και μόλις το κέντρο υποχώρησε σ` αυτούς, άρχισαν να σπάζουν και οι δύο πτέρυγες του ιππικού, και η φυγή ήταν γενική. Από τους ιππείς των Περσών σκοτώθηκαν περίπου 1.000, γιατί δεν ήταν η καταδίωξη μεγάλη, επειδή ο Αλέξανδρος στράφηκε ενάντια στους ξένους μισθοφόρους ۠ το πλήθος των μισθοφόρων παρέμεινε εκεί όπου αρχικά είχε παραταχθεί, περισσότερο από έκπληξη για το απροσδόκητο παρά από σταθερή απόφαση ۠ και αφού οδήγησε καταπάνω τους τη φάλαγγα και διέταξε τους ιππείς να επιτεθούν από παντού, τους σκότωσε μέσα σε λίγο χρόνο ώστε δεν ξέφυγε κανένας.
Από τους Μακεδόνες σκοτώθηκαν στην πρώτη σύγκρουση από τους εταίρους περίπου 25 ۠ και αυτών έχουν στηθεί στο Δίο χάλκινα αγάλματα από το Λύσιππο, ύστερα από διαταγή του Αλέξανδρου. Και από τους άλλους ιππείς σκοτώθηκαν πάνω από 60 και πεζοί περίπου 30. Και αυτούς την επόμενη μέρα τους έθαψε ο Αλέξανδρος με τα όπλα και με άλλες τιμές ۠ στους γονείς πάλι και στα παιδιά τους έδωσε απαλλαγή από τους φόρους των γεωργικών προϊόντων και από όσες άλλες υποχρεώσεις ( συνεισφορές ) ή σωματικές υπηρεσίες, ανάλογα με τις περιουσίες του καθένα. Και για τους πληγωμένους έδειξε μεγάλη φροντίδα, αφού ο ίδιος επισκέφτηκε τον καθένα χωριστά και είδε τα τραύματα και ρώτησε πώς πληγώθηκε ο καθένας και τι κάνοντας, και αφήνοντας τον καθένα και να μιλήσει και να περηφανευτεί. Ο Αλέξανδρος έθαψε και τους αρχηγούς των Περσών. Τότε έστειλε και στην Αθήνα τριακόσιες πανοπλίες περσικές για να είναι αφιέρωμα στην Αθηνά στην Ακρόπολη ۠ και διέταξε να γραφτεί πάνω το παρακάτω επίγραμμα : « Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων ».
Αφού στη συνέχεια άφησε σατράπη της περιοχής που διοικούσε ο Αρσίτης τον Κάλα κι αφού διέταξε να πληρώνουν τους ίδιους φόρους που απέδιδαν στο Δαρείο, όσους βαρβάρους κατέβαιναν από τα βουνά και παραδίδονταν, έδωσε εντολή να επιστρέφουν ( ατιμώρητοι ) στα μέρη τους, και τους Ζηλείτες τους απάλλαξε από την κατηγορία, γιατί αντιλήφθηκε ότι επιστρατεύτηκαν από τους βαρβάρους με τη βία. Ο Αλέξανδρος βάδιζε εναντίον των Σάρδεων ۠ κι ενώ απείχε περίπου εβδομήντα στάδια από τις Σάρδεις, ήρθαν κοντά του ο φρούραρχος της ακρόπολης των Σάρδεων Μιθρήνης και οι πιο ισχυροί από τους παράγοντες των Σάρδεων, προτείνοντας παράδοση της πόλης οι δεύτεροι και την ακρόπολη και χρήματα ο Μιθρήνης. Ο βασιλιάς στρατοπέδευσε κοντά στον Έρμο ποταμό.
Μετά από τέσσερις μέρες, αφού έφτασε στην Έφεσο, επανάφερε τους εξόριστους, κατέλυσε την ολιγαρχία και αποκατέστησε τη δημοκρατία. Διέταξε ακόμη να καταθέσουν στο ναό της Άρτεμης ως φόρου υποτελείς όσα χρήματα πλήρωναν στους βαρβάρους. Στο μεταξύ καταφθάνουν εδώ πρέσβεις από τη Μαγνησία και τις Τράλλεις για να του παραδώσουν υπό τις διαταγές του τις πόλεις. Και έδωσε εντολή να καταλύσουν παντού τις ολιγαρχίες και να εγκαταστήσουν δημοκρατίες και να επιτρέψουν στην κάθε μια πόλη να κυβερνηθούν με τους δικούς της νόμους και να τις απαλλάξουν από τους φόρους που πλήρωναν στους βαρβάρους. Ο βασιλιάς παρέμεινε πίσω στην Έφεσο και πρόσφερε θυσία στην Άρτεμη και έκανε πομπή με όλο το στράτευμα οπλισμένο και παραταγμένο σα για μάχη. Την επόμενη μέρα κατευθύνθηκε προς τη Μίλητο ۠ και το τμήμα της πόλης το έξω των τειχών το κυρίευσε με έφοδο ۠ αφού στρατοπέδευσε εδώ, αποφάσισε να αποκλείσει με τείχος τη μέσα πόλη. Εκεί μετά από μάχη υπόταξε τους Μιλήσιους. Ο Αλέξανδρος, έχοντας υπό την κατοχή του την πόλη, έπλεε ο ίδιος εναντίον όσων είχαν καταφύγει στο νησάκι. Όταν διαπίστωσε ότι αυτοί που είχαν καταφύγει στο νησί ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, λυπήθηκε τους άνδρες γιατί του φάνηκαν γενναίοι και πιστοί. Και συνθηκολογεί μαζί τους με τον όρο να εκστρατεύσουν μαζί του ۠ αυτοί ήταν μισθοφόροι Έλληνες περίπου 300. Τους Μιλήσιους, όσοι είχαν γλιτώσει κατά την επιχείρηση της κατάληψης της πόλης, τους άφησε ανενόχλητους και επέτρεψε να ζουν ελεύθεροι.
Οι βάρβαροι, έχοντας ορμητήριο τη Μυκάλη, με το φως της μέρας έβγαιναν εναντίον του ελληνικού ναυτικού ελπίζοντας να το παρασύρουν σε ναυμαχία ۠ και ο Αλέξανδρος φύλαγε το λιμάνι των Μιλησίων ۠ γρήγορα οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή.
Ο Αλέξανδρος μετά αποφάσισε να διαλύσει το στόλο του εξαιτίας της τότε έλλειψης χρημάτων και συνάμα επειδή έβλεπε ότι ο στόλος του δεν ήταν αξιόμαχος σε σχέση με τον περσικό και επειδή δεν ήθελε να θέτει σε κίνδυνο κάποιο μέρος της στρατιάς του. Αφού έκανε αυτά, στράφηκε εναντίον της Καρίας, γιατί πληροφορήθηκε ότι στην Αλικαρνασσό είχε συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη από βαρβάρους και ξένους μισθοφόρους. Αφού κυρίευσε τις πόλεις ανάμεσα στη Μίλητο και στην Αλικαρνασσό με έφοδο, στρατοπέδευσε μπροστά στην Αλικαρνασσό σε απόσταση περίπου πέντε σταδίων, υπολογίζοντας ότι η πολιορκία της θα κρατούσε πολύ λόγω της τοποθεσίας και της οχυρότητας της πόλης.
Αρχικά ο Αλέξανδρος περιχωμάτωνε την τάφρο που είχαν ανοίξει οι εχθροί μπροστά από την πόλη, πλάτους πάνω από τριάντα πήχεις και βάθους περίπου δεκαπέντε, για να είναι εύκολη η προσπέλαση των πύργων και των άλλων πολιορκητικών μηχανών. Με την πρώτη έφοδο των Μακεδόνων, οι εχθροί πρόλαβαν από μέσα, στη θέση του γκρεμισμένου τμήματος του τείχους, να υψώσουν πλίνθινο σε σχήμα ημισελήνου εύκολα, καθώς διέθεταν πολλά εργατικά χέρια. Εναντίον αυτού του τείχους την επόμενη μέρα οδηγεί τις πολιορκητικές μηχανές ο Αλέξανδρος ۠ και γίνεται νέα επίθεση από τους μέσα με έξοδο για να κάψουν τις πολιορκητικές μηχανές. Ένα μέρος των σκηνών κοντά στο τείχος μαζί με ένα ξύλινο πύργο κάηκαν από τους εχθρούς ۠ μόλις όμως εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος να τους επιτίθεται, εγκατέλειψαν τις δάδες και το έβαλαν στα πόδια γρήγορα κατευθυνόμενοι μέσα στο τείχος. Ύστερα από λίγες μέρες, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε πάλι τις πολεμικές του μηχανές εναντίον του εσωτερικού πλίνθινου τείχους, εξορμούν όλοι οι μέσα από την πόλη, εξαιτίας όμως της γενναιότητας των Μακεδόνων εύκολα τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν πάλι μέσα στο τείχος. Οι Μακεδόνες πέτυχαν να γκρεμίσουν το εσωτερικό τείχος. Το μεγάλο μακελειό έγινε μπροστά στις ίδιες τις πύλες, γιατί το κλείσιμό τους έγινε υπό το κράτος πανικού και πριν την ώρα τους, καθώς φοβούμενοι ( οι από μέσα ) μήπως μπουν μαζί με τους καταδιωκόμενους και οι Μακεδόνες, άφησαν έξω από τις πύλες πολλούς από τους δικούς τους, τους οποίους κατέσφαξαν οι Μακεδόνες μπροστά στα τείχη. Από τους μαχητές της πόλης σκοτώθηκαν περίπου 1.000 και από τους άνδρες του Αλέξανδρου πάνω από 40.
Και αφού έθαψε τους νεκρούς, ο Αλέξανδρος διέταξε ένα μέρος του στρατού να κινηθεί προς τις Τράλλεις και ο ίδιος ξεκίνησε εναντίον της Φρυγίας.
Μερικοί από τους Μακεδόνες που είχαν εκστρατεύσει μαζί με τον Αλέξανδρο ήταν νιόπαντροι. Και έκρινε ο βασιλιάς ότι δεν έπρεπε να αδιαφορήσει γι` αυτούς, αλλά τους έδωσε άδεια από την Καρία να περάσουν το χειμώνα στη Μακεδονία με τις γυναίκες τους, δίνοντας στους οδηγούς ταυτόχρονα την εντολή, όταν επιστρέψουν και φέρουν μαζί τους και τους αδειούχους, να στρατολογήσουν ιππείς και πεζούς από τη χώρα τους όσο το δυνατόν περισσότερους. Ακόμη, απέστειλε και τον Κλέανδρο τον Πολεμοκράτη να στρατολογήσει άνδρες από την Πελοπόννησο.
Ο ίδιος βάδιζε εναντίον της Λυκίας και της Παμφυλίας. Και αρχικά, κατά την πορεία καταλαμβάνει με έφοδο τα Ύπαρνα, οχυρή τοποθεσία, που είχαν ως φρουρά ξένους μισθοφόρους. Έπειτα, αφού εισέβαλε στη Λυκία, προσεταιρίστηκε τους Τελμισσείς με τη συγκατάθεσή τους και, αφού πέρασε τον Ξάνθο ποταμό, κατέλαβε τα Πίναρα, την πόλη Ξάνθο, τα Πάταρα και άλλες περίπου τριάντα μικρότερες κωμοπόλεις.
Αφού πραγματοποίησε αυτά στην αρχή του χειμώνα, εισβάλλει στη Μιλυάδα. Εδώ φτάνουν πρέσβεις των Φασηλιτών για να διαβεβαιώσουν τον Αλέξανδρο για τη φιλία τους και να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι ۠ και για τα ίδια ήρθαν πολλοί πρέσβεις των Λυκίων από την παραλιακή ζώνη. Ύστερα ο Αλέξανδρος βάδισε εναντίον της Σίδης. Αφού άφησε φρουρά εκεί, προέλασε προς το Σίλλυο και έπειτα εναντίον της Ασπένδου ۠ εκεί φτάνουν κοντά του πρέσβεις των Σελγέων.
Από εκεί ξεκίνησε για τη Φρυγία παράπλευρα και την Πέμπτη μέρα φτάνει στις Κελαινές ۠ οι κάτοικοί της του παρέδωσαν την πόλη. Αφήνοντας στις Κελαινές ως φρουρά 1.500 στρατιώτες, ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το Γόρδιο ( πόλη της Φρυγίας ). Στο Γόρδιο έφτασαν και οι νιόπαντροι που είχαν πάρει άδεια για τη Μακεδονία και μαζί τους και άλλη στρατιά που είχε στρατολογηθεί ۠ 3.000 Μακεδόνες πεζοί, 300 ιππείς και 200 Θεσσαλοί ιππείς και 150 από την Ηλεία. Στο Γόρδιο έφτασε και πρεσβεία των Αθηναίων, παρακαλώντας τον Αλέξανδρο να αφήσει ελεύθερους τους αιχμαλώτους των Αθηναίων, που είχαν πιαστεί στο Γρανικό ποταμό πολεμώντας στο πλευρό των Περσών και τώρα ήταν στις φυλακές της Μακεδονίας μαζί με τους 2.000 άλλους αιχμαλώτους ۠ και σχετικά με το αίτημά τους έφυγαν άπρακτοι.
Ύστερα από αυτό ο Μέμνωνας, διορισμένος από το βασιλιά Δαρείο αρχηγός όλου του ναυτικού με στόχο να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα, καταλαμβάνει τη Χίο με προδοσία από τους μέσα και, αφού από εκεί κατέπλευσε στη Λέσβο, επειδή οι Μυτιληναίοι δεν προσχώρησαν σ` αυτόν, κατέλαβε τις άλλες πόλεις της Λέσβου. Αφού υπόταξε αυτές και πλησίασε τη Μυτιλήνη, αποτείχισε την πόλη με διπλό χαράκωμα από θάλασσα σε θάλασσα και, αφού οργάνωσε στην πόλη πέντε στρατόπεδα, έγινε κυρίαρχος στην ξηρά εύκολα.
Στο μεταξύ πεθαίνει ο Μέμνωνας, αφήνοντας στην εξουσία τον Αυτοφραδάτη και το Φαρνάβαζο, οι οποίοι συνέχισαν την πολιορκία σθεναρά. Τότε οι Μυτιληναίοι, επειδή πολιορκούνταν από την ξηρά και φρουρούνταν από τη θάλασσα με πολλά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, συνάπτουν συμμαχία με τους Πέρσες. Έπειτα ο Φαρνάβαζος έπλευσε προς τη Λυκία επικεφαλής των μισθοφόρων και ο Αυτοφραδάτης προς τα άλλα νησιά.
Ο Αλέξανδρος όταν έφτασε στο Γόρδιο θέλησε, αφού ανέβει στα ανάκτορα του βασιλιά Μίδα, να δει την άμαξα του Γόρδιου και τον κόμπο του ζυγού της άμαξας. Υπήρχε μακρά παράδοση για την άμαξα εκείνη μεταξύ των κατοίκων της περιοχής : όποιος θα έλυνε τον κόμπο του ζυγού της άμαξας, αυτός έπρεπε να κυβερνήσει την Ασία. Ο κόμπος ήταν από φλοιό κρανιάς και δε φαινόταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος του. Άλλοι λένε ότι ο Αλέξανδρος, επειδή δε μπορούσε να λύσει τον κόμπο, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει και άλυτο, μήπως και αυτό δημιουργήσει δυσάρεστη εντύπωση στον κόσμο, τον χτύπησε με το ξίφος και έκοψε τον κόμπο. Ο Αριστόβουλος όμως αναφέρει ότι, αφού έβγαλε το πασαλάκι από το ρυμό, που ήταν ένα ξυλόκαρφο περασμένο μέσα από το ρυμό και συγκρατούσε τον κόμπο, έβγαλε έξω από το ζυγό το ρυμό. Το λύσιμο του κόμπου το επιβεβαίωσαν εκείνη τη νύχτα και βροντές και φωτεινό σημάδι από τον ουρανό. Και γι` αυτά την επόμενη μέρα πρόσφερε θυσία ο Αλέξανδρος στους θεούς.
Ο Αλέξανδρος το επόμενο πρωί βάδισε εναντίον της Άγκυρας της Γαλατικής. Εκεί φτάνει πρεσβεία από τους Παφλαγόνες, που του παραχωρούσαν το έθνος και του υπόσχονταν υποταγή. Έπειτα, προχωρώντας εναντίον της Καππαδοκίας, κατέλαβε όλη την περιοχή και μετά προχώρησε προς τις πύλες της Κιλικίας ۠ οι κάτοικοί της μόλις είδαν τον Αλέξανδρο εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και τράπηκαν σε φυγή.
Ο Αλέξανδρος, όπως έχει γραφεί από τον Αριστόβουλο, αρρώστησε από κούραση, ενώ άλλοι λένε ότι έπεσε και κολύμπησε στον Κύδνο ποταμό, επειδή επιθύμησε το νερό, ενώ ήταν ιδρωμένος και τον είχε πιάσει η ζέστη ( οι πηγές του Κύδνου αναβλύζουν από το ψυχρό όρος Ταύρος ). Καταλαμβάνεται λοιπόν από σπασμούς ο Αλέξανδρος, από υψηλό πυρετό και συνεχή αϋπνία. Οι άλλοι γιατροί δεν πίστευαν ότι μπορούσε να ζήσει, ο Φίλιππος όμως ο Ακαρνάνας, γιατρός και φίλος του βασιλιά, θέλησε να θεραπεύσει τον Αλέξανδρο με φάρμακο ۠ κι αυτός του είπε να τον θεραπεύσει.
Ο Φίλιππος λοιπόν ετοίμαζε το ποτήρι. Την ίδια στιγμή δόθηκε επιστολή στον Αλέξανδρο από τον Παρμενίωνα να προφυλαχτεί από το Φίλιππο, γιατί άκουσε ότι είχε διαφθαρεί από το Δαρείο με χρήματα για να σκοτώσει το Μακεδόνα βασιλιά με δηλητήριο. Ο βασιλιάς, αφού διάβασε την επιστολή και ενώ την κρατούσε ακόμη στο χέρι, ο ίδιος πήρε το ποτήρι μέσα στο οποίο είχε το φάρμακο και την επιστολή την έδωσε στο Φίλιππο να τη διαβάσει. Και ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος έπινε και ο Φίλιππος διάβαζε το γράμμα από τον Παρμενίωνα. Ο Φίλιππος φάνηκε αμέσως καθαρά ότι δεν ανησυχούσε για το φάρμακο. Και ο βασιλιάς γιατρεύτηκε και η υγεία του καλυτέρευσε και στο Φίλιππο απόδειξε ότι είναι έμπιστος φίλος του και ότι στο θάνατο παραμένει θαρραλέος.
Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε την Ταρσό, την πρώτη μέρα φτάνει στην Αγχίαλο. Έπειτα πήγε στους Σόλους ۠ εκεί ο βασιλιάς, αφού θυσίασε προς τιμή του Ασκληπιού και αφού έκανε παρέλαση ο ίδιος και όλος του ο στρατός κι αφού διοργάνωσε λαμπαδηφορία και αθλητικούς και μουσικούς αγώνες, επέτρεψε στους κατοίκους των Σόλων να κυβερνώνται δημοκρατικά. Ύστερα ο ίδιος με το πεζικό και τη βασιλική ίλη κατευθύνθηκε στη Μάγαρσο και θυσίασε προς τιμή της Μαγαρσίδας Αθηνάς. Από `κει έφτασε στο Μαλλό και πρόσφερε στον Αμφίλοχο όσες τιμές προσφέρουν σε ήρωα.
Και όσο ο Αλέξανδρος ήταν στο Μαλλό, του αναγγέλλεται ότι ο Δαρείος στρατοπεδεύει στους Σώχους με όλη του τη δύναμη. Την επόμενη μέρα ο Μακεδόνας βασιλιάς βάδιζε εναντίον του Δαρείου και των Περσών. Τη δεύτερη μέρα στρατοπέδευσε στην πόλη Μυρίανδρο.
Και επειδή ο Αλέξανδρος καθυστέρησε πολύ στην Ταρσό λόγω της ασθένειάς του, και πολύ στους Σόλλους, όπου έκανε θυσίες και παρέλαση, και πολύ στην εκστρατεία του εναντίον των ορεσίβιων της Κιλικίας, αυτό παραπλάνησε το Δαρείο, σχηματίζοντας την άποψη ότι ο Αλέξανδρος δε σχεδιάζει να προχωρήσει μπροστά αλλά φοβάται, καθώς έμαθε ότι αυτός πλησιάζει. Ο Δαρείος πέρασε το όρος που οδηγούσε στις Αμανικές πύλες και προχωρούσε προς την Ισσό. Και αφού κατέλαβε την Ισσό, όσους από τους Μακεδόνες συνέλαβε εκεί, οι οποίοι είχαν μείνει λόγω ασθένειας, τους σκότωσε ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Την επόμενη μέρα προχωρούσε προς τον Πίναρο ποταμό. Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από μερικούς επιτελείς του ότι ο Δαρείος βρισκόταν κοντά. Έτσι, ο Μακεδόνας βασιλιάς, αφού συγκάλεσε τους στρατηγούς και τους ίλαρχους και τους αρχηγούς των συμμάχων, τους καλούσε να έχουν θάρρος αναλογιζόμενοι τις μέχρι τότε επιτυχίες τους, λέγοντας ότι η σύγκριση θα είναι μεταξύ νικημένων Περσών και νικητών Μακεδόνων και ότι ο θεός ήταν με το μέρος τους. Έτσι οι Μακεδόνες θα συγκρουστούν με τους Πέρσες και τους Μήδους, που από χρόνια ζουν μαλθακή ζωή, ενώ οι ίδιοι ασκούνται επί χρόνια στην πολεμική τέχνη και στους κινδύνους, προπαντός ελεύθεροι εναντίον δούλων ανθρώπων ۠ και όσοι Έλληνες βρεθούν αντιμέτωποι εναντίον Ελλήνων δε θα πολεμήσουν για τα ίδια πράγματα, αλλά αυτοί που υπηρετούν το Δαρείο θα πολεμήσουν για το μισθό τους – που μάλιστα δεν είναι και σπουδαίος – ενώ αυτοί που είναι μαζί τους θα πολεμήσουν για την Ελλάδα. Υπενθύμιζε ακόμη ότι θα είναι γι` αυτούς μεγάλη η αξία ( τα έπαθλα ) της μάχης, αφού νικώντας σε αυτή τη μάχη θα γίνουν κυρίαρχοι όλης της Ασίας. Επιπλέον υπενθύμιζε τα λαμπρά τους κατορθώματα και ό,τι παράτολμο ανδραγάθημα είχε κάνει κάποιος προσωπικά, αναφέροντας ονομαστικά τον καθένα. Λέγεται πως αναφέρθηκε και στον Ξενοφώντα και στους ελάχιστους Κρήτες και Ρόδιους που είχε μαζί του και παρόλα αυτά αυτοί έτρεψαν σε φυγή τον Πέρση βασιλιά με όλες του τις δυνάμεις κοντά στην ίδια τη Βαβυλώνα.
Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να δειπνήσει ο στρατός, στέλνοντας ταυτόχρονα λίγους ιππείς και τοξότες προς τις πύλες για να κατασκοπεύσουν ۠ και ο ίδιος τη νύχτα ξεκίνησε για να επιτεθεί αμέσως εναντίον των πυλών. Και όταν κατά τα μεσάνυχτα έγινε κυρίαρχος στα περάσματα, ξεκούραζε στο υπόλοιπο της νύχτας τη στρατιά του πάνω στους βράχους, εγκαθιστώντας άγρυπνες προφυλακές. Και τα χαράματα κατέβαινε από τις πύλες προς το δρόμο, παρατάσσοντας το στρατό του.
Ο Δαρείος μόλις του αναγγέλθηκε ότι βάδιζε ο Αλέξανδρος εναντίον του για μάχη, περνά πέρα από τον Πίναρο ποταμό για να παρατάξει με άνεση τη μεγάλη στρατιά του, που ξεπερνούσε τις 600.000. Ο ίδιος ο Δαρείος κατέλαβε το κέντρο της όλης παράταξης, όπως ορίζει ο νόμος των Περσών να παρατάσσονται οι βασιλείς.
Και μόλις πλησίασαν αρκετά μεταξύ τους οι παρατάξεις, ο Αλέξανδρος έφιππος περιόδευε σε όλο το στρατόπεδο και τους προέτρεπε να επιδείξουν γενναιότητα, όχι μόνο αναφέροντας ονομαστικά τους αρχηγούς με τον πρέποντα έπαινο αλλά με το όνομά τους τους ίλαρχους και τους λοχαγούς και όσους από τους μισθοφόρους είχαν στο ενεργητικό τους κάποιο αξίωμα ή ανδραγάθημα ۠ και από παντού έβγαινε μια βοή να μην καθυστερήσει, αλλά να επιτεθεί αμέσως εναντίον των εχθρών.
Όταν οι δύο παρατάξεις έφτασαν σε απόσταση βολής βέλους, πρώτοι οι άνδρες του Αλέξανδρου και ο ίδιος ο Αλέξανδρος από το δεξιό κέρας της παράταξης όρμησαν βιαστικά προς τον ποταμό για να τρομοκρατήσουν με την ταχύτητα της επέλασης τους Πέρσες και να υποστούν λιγότερη ζημιά από τους τοξότες τους, ερχόμενοι ταχύτατα σε συμπλοκή σώμα με σώμα. Και τα πράγματα εξελίχτηκαν όπως τα προέβλεψε ο Αλέξανδρος. Αμέσως δηλ. μόλις άρχισε η σύγκρουση σώμα με σώμα, οι άνδρες της αριστερής πτέρυγας του Περσικού στρατού τράπηκαν σε φυγή ۠ την ίδια στιγμή έγινε σφοδρότατη σύγκρουση και στο κέντρο της παράταξης από τους φαλαγγίτες. Γρήγορα το περσικό στράτευμα είχε διαλυθεί και οι Μακεδόνες, χτυπώντας τους από τα πλάγια, αποδεκάτιζαν τους μισθοφόρους. Τότε επιτίθενται και οι Πέρσες ιππείς εναντίον των Θεσσαλών και δεν υποχώρησαν νωρίτερα οι Πέρσες παρά όταν είδαν το Δαρείο να έχει υποχωρήσει ۠ τότε πλέον έγινε καθαρή και γενική η τροπή τους σε φυγή.
Ο Δαρείος, μόλις η αριστερή πτέρυγα, τρομοκρατημένη από τον Αλέξανδρο, τράπηκε σε φυγή και σε αυτό το μέρος μόλις είδε ότι είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο στράτευμα, υποχώρησε άτακτα, αλλάζοντας το άρμα με άλογο και αφήνοντας στο πεδίο μάχης την ασπίδα και το μανδύα του ۠ και η νύχτα που έφτασε σε λίγο τον γλίτωσε από το να αιχμαλωτιστεί από τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος πήρε το άρμα του Δαρείου και την ασπίδα πάνω σ` αυτό και το μανδύα και το τόξο. Οι νεκροί των Περσών ήταν περίπου 100.000 και ανάμεσά τους πάνω από 10.000 ιππείς. Και το στρατόπεδο του Δαρείου κυριεύτηκε αμέσως με έφοδο και αιχμαλωτίστηκαν η μητέρα του, η γυναίκα του, ο μικρός γιος του Δαρείου και οι δύο κόρες του και μαζί τους πολλές άλλες γυναίκες ευγενών Περσών. Τα περισσότερα χρήματα ο Δαρείος τα είχε στείλει στη Δαμασκό, έτσι που στο στρατόπεδο δεν πάρθηκαν περισσότερα από τρεις χιλιάδες τάλαντα. Αλλά λίγο αργότερα πάρθηκαν και τα χρήματα στη Δαμασκό από τον Παρμενίωνα που στάλθηκε εκεί γι` αυτό το σκοπό.
Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος, αν και ήταν πληγωμένος στο μηρό από ξίφος, παρόλα αυτά επισκέφτηκε τους τραυματίες και, αφού συγκέντρωσε τους νεκρούς, τους έθαψε με όλο το στρατό παραταγμένο τιμητικά, όπως παρατάσσεται σε πόλεμο. Και με λόγο εγκωμίασε εκείνους για τους οποίους ήξερε ο ίδιος ότι επιτέλεσαν αξιόλογο κατόρθωμα στη μάχη ή το πληροφορήθηκε να το διηγούνται άλλοι ομόφωνα, και με χρηματική αμοιβή τίμησε τον καθένα ανάλογα με την αξία του. Ο Αλέξανδρος φρόντισε και για τη μητέρα του Δαρείου και για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Παραχώρησε σ` αυτές βασιλικές τιμές και τις επέτρεψε να λέγονται βασίλισσες.
Ο Δαρείος κατά τη διάρκεια της νύχτας με λίγους από την ακολουθία του κατόρθωσε να γλιτώσει και την επόμενη μέρα, συγκεντρώνοντας πλάι του συνέχεια όσους από τους Πέρσες και ξένους μισθοφόρους είχαν διασωθεί από τη μάχη, περίπου 4.000 συνολικά, βάδιζε βιαστικά προς την πόλη Θάψακο και τον Ευφράτη ποταμό, για να κάνει τον Ευφράτη σύνορο ανάμεσα σ` αυτόν και τον Αλέξανδρο.
Μετά τη μάχη στην Ισσό ο Αλέξανδρος βάδιζε προς τη Φοινίκη. Αφού την κυρίεψε, πήγε στην πόλη Μάραθο. Εκεί έφτασαν πρέσβεις από το Δαρείο, μεταφέροντας επιστολή του Δαρείου και ζητώντας προφορικά οι ίδιοι να ελευθερώσει τη μητέρα και τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Επιπλέον στην επιστολή έγραφε ότι επιθυμεί να συνάψει φιλία με τον Αλέξανδρο.
Η επιστολή του Αλέξανδρου έγραφε τα εξής : « Οι πρόγονοί σας, αφού εξεστράτευσαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα, μας έβλαψαν, ενώ δεν είχαν αδικηθεί προηγουμένως ۠ εγώ, επειδή αναδείχτηκα αρχηγός των Ελλήνων και επειδή θέλω να τιμωρήσω τους Πέρσες, πέρασα στην Ασία, γιατί εσείς κάνατε την αρχή ( της αδικίας ). Κι όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου από τους συνωμότες που εσείς οργανώσατε, κι όταν εσύ σκότωσες τον Αρσή με τη βοήθεια του Βαγώου και κατέλαβες την εξουσία ούτε δίκαια ούτε σύμφωνα με τον περσικό νόμο, αλλά αδικώντας τους Πέρσες, και στέλνοντας σε βάρος μου προς τους άλλους Έλληνες χρήματα για να με πολεμήσουν, εξεστράτευσα εναντίον σου, γιατί εσύ είχες κάνει την αρχή της έχθρας. Και αφού νίκησα σε μάχη πρώτα τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου, κατέχω τη χώρα που μου την έδωσαν οι θεοί. Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα κοντά μου. Και αν φοβάσαι μήπως, αφού έλθεις, πάθεις κάτι άσχημο από μένα, στείλε τους φίλους να πάρουν ένορκες διαβεβαιώσεις. Αφού έλθεις σε μένα, ζήτησε και πάρε τη μητέρα σου και τη γυναίκα σου και τα παιδιά. Για ό,τι θα με πείσεις θα το έχεις. Και στο εξής, όταν απευθύνεσαι σε μένα, να απευθύνεσαι ως προς ίσο, αλλά αν χρειάζεσαι κάτι, να μην απευθύνεσαι σε μένα ως κυρίαρχο όλων των δικών σου ۠ αλλιώς εγώ θα σκεφτώ για σένα ως άδικο. Αν όμως έχεις διαφορετική άποψη για τη βασιλεία, μείνε και αγωνίσου γι` αυτήν και μη φεύγεις, γιατί εγώ θα έρθω εναντίον σου όπου κι αν είσαι ». Στο Δαρείο αυτά έγραψε ο Αλέξανδρος.
Εξορμώντας από τη Μάραθο καταλαμβάνει τη Βύβλο, που συνθηκολόγησε, και μετά τη Σιδώνα. Και από `κει ξεκίνησε για την Τύρο και, φτάνοντας εκεί, είπε στους Τυρίους ότι επιθυμεί να μπει στην πόλη και να θυσιάσει προς τιμή του Ηρακλή. Οι Τύριοι όμως δε δέχονταν μέσα στην πόλη τους κανέναν, ούτε Πέρση ούτε Μακεδόνα. Όταν ήρθε στον Αλέξανδρο η απάντηση αυτή, οργισμένος έδιωξε πίσω τους πρέσβεις και συγκάλεσε τους εταίρους και τους αρχηγούς της στρατιάς και τους διοικητές του πεζικού και του ιππικού.
Η πολιορκία της Τύρου φαινόταν δύσκολη υπόθεση. Γιατί η πόλη τους ήταν νησί και ήταν οχυρωμένη κυκλικά με ψηλά τείχη ۠ και ο συσχετισμός στη θάλασσα έκλινε τότε περισσότερο υπέρ των Τυρίων, γιατί και οι Πέρσες τότε ήταν ακόμη κυρίαρχοι στη θάλασσα και οι ίδιοι οι Τύριοι διέθεταν ακόμη πολλά καράβια.
Αφού όμως είχε ληφθεί η απόφαση, άρχισε να κάνει επιχωμάτωση από τη στεριά προς την πόλη. Και οι Μακεδόνες στην επιφάνεια του χώματος έστησαν δύο πύργους και πάνω τους έβαλαν πολεμικές μηχανές. Και τους κάλυψαν με δέρματα και προβιές για να μην κινδυνεύουν από τα πυροφόρα βέλη των εχθρών από το τείχος. Οι Τύριοι όμως άναψαν μεγάλη φωτιά και λαμπάδιασαν τους πύργους και πυρπόλησαν τις πολεμικές μηχανές. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε να αρχίσουν να επιχωματώνουν ( τον πορθμό ) σε πλατύτερη βάση για να χωράει περισσότερους πύργους ( και ενν. περισσότερες πολεμικές μηχανές ). Όσο ετοιμάζονταν αυτά, ο ίδιος πήρε τους υπασπιστές και τους Αγριάνες και πορεύτηκε προς τη Σιδώνα για να συγκεντρώσει εκεί όσα πλοία διέθετε, καθώς οι Τύριοι κυριαρχούσαν στη θάλασσα.
Εκεί συγκεντρώθηκαν περισσότερα από ογδόντα Φοινικικά πλοία. Τις ίδιες μέρες ήρθαν και εννιά τριήρεις από τη Ρόδο, τρεις από τους Σόλους και το Μαλλό και δέκα των Λυκίων ۠ ήρθε ακόμη και μια πεντηκόντορος από τη Μακεδονία. Μετά από λίγο προσάραξαν και οι βασιλείς της Κύπρου στη Σιδώνα με εκατόν είκοσι πλοία.
Μετά από δέκα μέρες, μόλις τελείωσαν οι προετοιμασίες του ναυτικού, κατευθύνθηκε εναντίον της Τύρου με παραταγμένα τα καράβια. Οι Τύριοι αρχικά είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν σε ναυμαχία, αν επιπλεύσει στη θάλασσα εναντίον τους ο Αλέξανδρος. Τότε όμως, μόλις είδαν απροσδόκητα τον όγκο του στόλου του και τα πλοία του να επιτίθενται ορμητικά σχίζοντας τα κύματα, οπισθοχώρησαν βιαστικά και κλείστηκαν στο λιμάνι τους, φράζοντας τις εισόδους. Ο Αλέξανδρος, επειδή δεν έβγαιναν στα ανοιχτά να τον αντιμετωπίσουν οι Τύριοι, βάδιζε εναντίον της πόλης.
Ήδη είχαν κατασκευαστεί και πολλές πολεμικές μηχανές γι` αυτόν, γιατί είχαν συγκεντρωθεί και πολλοί μηχανικοί από την Κύπρο και από όλη τη Φοινίκη. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την επίθεση.
Οι Τύριοι πάνω στις επάλξεις απέναντι από την επίχωση ύψωσαν ξύλινους πύργους για να πολεμήσουν από `κει. Αμύνονταν με βέλη και χτυπούσαν τα καράβια με πυροφόρα ακόντια. Επιπλέον, κολυμβητές κάτω από τη θάλασσα ( δύτες ) τους έκοβαν τα σχοινιά ( από τις άγκυρες ). Όμως οι Μακεδόνες αντικαθιστούσαν τα σχοινιά στις άγκυρες με αλυσίδες. Έτσι, σε μεγάλο αδιέξοδο οι Τύριοι αποφάσισαν να επιτεθούν εναντίον των Κυπριακών καραβιών. Ο Αλέξανδρος, μόλις είδε ότι οι τριήρεις των Τυρίων βγήκαν για ναυμαχία, πήρε τις πεντήρεις του και πέντε από τις τριήρεις και επιτέθηκε εναντίον τους. Οι Τύριοι, όταν αντιλήφθηκαν την επιδρομή των πλοίων του Αλέξανδρου, άρχισαν να γυρίζουν πίσω στο λιμάνι.
Αφού εξουδετερώθηκε για τους Τυρίους κάθε συνδρομή από την πλευρά της θάλασσας, οδηγούσαν πια οι Μακεδόνες τις πολεμικές τους μηχανές εναντίον των τειχών τους. Και τότε αρχικά χτυπήθηκε δυνατά το τείχος σε μεγάλη έκταση κι ένα τμήμα του ράγισε και γκρεμίστηκε. Τότε, ρίχνοντας γέφυρες προς το σημείο που το τείχος που είχε γκρεμισθεί, επιχείρησε προς στιγμήν επίθεση ۠ αλλά οι Τύριοι εύκολα απέκρουσαν τους Μακεδόνες.
Την τρίτη κατά σειρά μέρα, αφού περίμενε νηνεμία, οδήγησε εναντίον της πόλης τις πολεμικές μηχανές που είχε πάνω στα πλοία. Και αρχικά χτύπησε μεγάλο μέρος του τείχους. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τους υπασπιστές του σκόπευε να ανεβεί στο μέρος του τείχους που θα υποχωρούσε. Στο στόλο έδωσε εντολή να επιπλεύσει ταυτόχρονα εναντίον των δύο λιμανιών, αν οι Τύριοι στρέφονταν εναντίον του. Έτσι οι εχθροί θα τα έχαναν κατά την επίθεση καθώς θα προσβάλλονται από παντού.
Ο Αλέξανδρος και οι υπασπιστές του άρχισαν να ανεβαίνουν το τείχος ۠ το τείχος δεν άργησε να κυριευτεί και τώρα ο Αλέξανδρος κατευθυνόταν προς τα ανάκτορα. Αυτοί που επέβαιναν στα άλλα πλοία, οι Φοίνικες και οι Κύπριοι, μπήκαν στα δυο λιμάνια και σ` εκείνα τα σημεία κυρίευσαν την πόλη. Ο κύριος όγκος των Τυρίων, μόλις είδαν ότι το τείχος κυριεύτηκε, το εγκαταλείπουν και, αφού συναθροίστηκαν στο μέρος που ονομαζόταν Αγηνόριο, στράφηκαν πάλι εναντίον των Μακεδόνων. Οι Μακεδόνες στράφηκαν εναντίον όλων οργισμένοι, γιατί είχαν αγανακτήσει με την καθυστέρηση της πολιορκίας και γιατί κάποιους από τους δικούς τους που είχαν συλλάβει οι Τύριοι, αφού τους ανέβασαν στο τείχος ( για να φαίνονται καθαρά από το στρατόπεδο ), τους έσφαξαν και τους πέταξαν στη θάλασσα. Από τους Τυρίους σκοτώθηκαν περίπου 8.000 και από τους άλλους ( Έλληνες και ξένους ) περίπου 400.
Σε όσους είχαν καταφύγει στο ιερό του Ηρακλή – κυρίως όσοι είχαν αξιώματα στην Τύρο και ο βασιλιάς τους Αζέλμικος και κάποιοι Καρχηδόνιοι – σε όλους αυτούς ο Αλέξανδρος χάρισε τη ζωή τους. Τους άλλους τους πούλησε ως δούλους ( περίπου 30.000 ).Ο Αλέξανδρος έκανε θυσίες προς τιμή του Ηρακλή και διοργάνωσε και αθλητικούς αγώνες και λαμπαδηδρομία. Και την πολεμική μηχανή, με την οποία γκρεμίστηκε το τείχος, την αφιέρωσε στο ναό του Ηρακλή. Έτσι λοιπόν κυριεύτηκε η Τύρος.
Όσο ο Αλέξανδρος απασχολούνταν με την πολιορκία της Τύρου, έφτασαν πρέσβεις κοντά του από το Δαρείο, αναφέροντάς του ότι ο Δαρείος προτίθεται να του δώσει δέκα χιλιάδες τάλαντα για να του απελευθερώσει τη μητέρα του, τη γυναίκα και τα παιδιά του ۠ και η ενδοχώρα όλη, αυτή δηλ. του Ευφράτη ποταμού μέχρι την Ελληνική θάλασσα να είναι του Αλέξανδρου ۠ και ο Αλέξανδρος να παντρευτεί την κόρη του Δαρείου και να γίνει φίλος και σύμμαχος του Δαρείου. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, απαντώντας στο Δαρείο, είπε ότι δε χρειάζεται ούτε τα χρήματα ούτε την επικράτειά του ۠ γιατί είναι δικά του πια όλα τα χρήματα και όλη η χώρα του ۠ και αν θέλει να παντρευτεί την κόρη του Δαρείου, θα μπορούσε να το κάνει και χωρίς τη συγκατάθεσή του ۠ και του πρότεινε να τον επισκεφτεί, αν επιδιώκει να βρει κάποια φιλάνθρωπη αντιμετώπιση από τον ίδιο. Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο Δαρείος, εγκατέλειψε την προσπάθεια συνθηκολόγησης προς τον Αλέξανδρο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για πόλεμο. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να συνεχίσει την εκστρατεία προς την Αίγυπτο. Όλη η άλλη περιοχή της Παλαιστίνης με το όνομα Συρία είχε ήδη προσχωρήσει σ` αυτόν, ένας όμως ευνούχος, ο Βάτης, που είχε τη διοίκηση της πόλης Γάζας, δεν προσχώρησε στον Αλέξανδρο, πιστεύοντας για την περιοχή ότι ποτέ δε θα μπορούσε να κυριευτεί με τη βία.
Η Γάζα απέχει από τη θάλασσα πάνω από είκοσι στάδια και είναι αμμώδης και με βάλτους. Ήταν μεγάλη πόλη και είχε χτισθεί πάνω σε μεγάλο ανάχωμα και περιβαλλόταν από καλά οχυρωμένο τείχος. Και ήταν η τελευταία για όποιον κατευθυνόταν από τη Φοινίκη προς την Αίγυπτο, εκεί ακριβώς που αρχίζει η έρημος.
Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε κοντά στην πόλη, αρχικά στρατοπέδευσε εκεί που φαινόταν το τείχος πιο ευάλωτο και διέταξε να στηθούν πολεμικές μηχανές. Οι μηχανικοί αποφάνθηκαν ότι είναι αδύνατο να κυριευτεί το τείχος με χρήση βίας, λόγω του μεγάλου ύψους του αναχώματος. Αλλά ο Αλέξανδρος επέμενε ότι έπρεπε να κυριευτεί, όσες δυσκολίες και αν παρουσίαζε ۠ γιατί θα τρομοκρατούσε η επιχείρηση τους εχθρούς σε μεγάλο βαθμό με την παράλογη ανάληψη δράσης και η μη κατάληψή του θα ήταν υποτιμητική γι` αυτόν από τους Έλληνες και το Δαρείο.
Αφού έγινε η επιχωμάτωση και στήθηκαν οι πολεμικές μηχανές, οι Μακεδόνες επιτέθηκαν εναντίον του τείχους των Γαζαίων. Και όταν έγινε σφοδρή επιδρομή μέσα στην πόλη και οι Άραβες πυρπόλησαν τις πολεμικές μηχανές και χτυπούσαν αυτοί από ψηλότερα μέρη τους Μακεδόνες, που αμύνονταν από χαμηλότερα, και τους απωθούσαν προς το μέρος του τεχνητού αναχώματος, τότε ο Αλέξανδρος, ξαφνιασμένος από την επίθεση ( των εχθρών ), αφού πήρε τους υπασπιστές, έτρεξε για βοήθεια εκεί που κατεξοχήν κινδύνευαν οι Μακεδόνες. Και αυτούς τους συγκράτησε για να μην υποχωρήσουν με ταπεινωτική φυγή πέρα από το ανάχωμα, αλλά ο ίδιος χτυπήθηκε από βέλος καταπέλτη, που διαπέρασε την ασπίδα και το θώρακα και καρφώθηκε στον ώμο του. Ο ίδιος φρόντιζε το τραύμα του με δυσκολία ۠ και φτάνουν τότε και οι πολεμικές μηχανές από την πλευρά της θάλασσας, που είχε μετακαλέσει, με τις οποίες είχε κυριεύσει την Τύρο. Και όταν αυτές οι μηχανές πρόσβαλαν μεγάλο μέρος του τείχους και με τους υπονόμους που άνοιγαν σε διάφορα σημεία και με το χώμα που κρυφά αφαιρούσαν, το τείχος σε πολλά μέρη κατέρρεε υποχωρώντας στα σημεία που αφαιρούσαν το χώμα, με τα βέλη τους οι Μακεδόνες είχαν την υπεροχή αποκρούοντας αυτούς που αμύνονταν από τους πύργους, όμως οι υπερασπιστές της πόλης άντεξαν τις επιθέσεις παρά τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Κατά την τέταρτη επίθεση, οδηγώντας ο Αλέξανδρος από παντού τη φάλαγγα, σε άλλο σημείο γκρεμίζει το τείχος που το είχε υποσκάψει σε μεγάλη έκταση. Και όταν αρχικά μπήκαν μέσα στο τείχος μερικοί από τους Μακεδόνες, σπάζοντας όλες τις πύλες που έβρισκαν μπροστά τους, άνοιξαν το δρόμο να μπει όλη η στρατιά μέσα. Οι Γαζαίοι, αν και η πόλη τους είχε καταληφθεί, μάχονταν συγκεντρωμένοι, όλοι τους όμως σκοτώθηκαν. Και αφού ο Αλέξανδρος παρέδωσε την πόλη στους περιοίκους να την κατοικήσουν, τη χρησιμοποιούσε ως φρούριο κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Αλέξανδρος βάδιζε εναντίον της Αιγύπτου, για όπου αρχικά είχε ξεκινήσει, και την έβδομη μέρα, αφ` ότου ξεκίνησε από τη Γάζα, έφτασε στο Πηλούσιο της Αιγύπτου. Το ναυτικό έπλεε παράλληλα μ` αυτόν από τη Φοινίκη προς την Αίγυπτο. Ο Μαζάκης ο Πέρσης, που ήταν σατράπης της Αιγύπτου διορισμένος από το Δαρείο, καθώς είχε πληροφορηθεί την εξέλιξη της μάχης στην Ισσό και ότι ο Δαρείος είχε τραπεί σε επονείδιστη φυγή και ότι η Φοινίκη και η Συρία και τα περισσότερα μέρη της Αραβίας κατέχονταν από τον Αλέξανδρο και ότι δε διέθετε πια Περσική δύναμη, υποδέχτηκε φιλικά τον Αλέξανδρο και στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Κι αυτός εγκατέστησε φρουρά στο Πηλούσιο και, αφού έδωσε εντολή τα πλοία του να πλεύσουν προς τα πάνω στο ποτάμι μέχρι την πόλη Μέμφη, αυτός βάδιζε προς την Ηλιούπολη, έχοντας στα δεξιά του τον ποταμό Νείλο, και καταλαμβάνοντας όσα μέρη συναντούσε κατά την πορεία του – καθώς τα παρέδιδαν σ` αυτόν οι κάτοικοι – έφτασε μέσα από την έρημο στην Ηλιούπολη ۠ και από `κει πέρασε το ποτάμι και έφτασε στη Μέμφη. Εκεί θυσιάζει προς τιμή των άλλων θεών και του Άπη και διοργάνωσε αθλητικούς και μουσικούς αγώνες. Από τη Μέμφη κατέβαινε μέσα από το ποτάμι προς τη θάλασσα ۠ και όταν έφτασε στην Κάνωβο, παραπλέοντας τη λίμνη Μαρία, αποβιβάζεται εκεί που τώρα είναι χτισμένη η πόλη Αλεξάνδρεια, φερώνυμη του Αλέξανδρου. Ο χώρος του φάνηκε πάρα πολύ ωραίος να χτίσει εκεί πόλη. Τον κατέλαβε, λοιπόν, η επιθυμία για το έργο και προσωπικά ο ίδιος καθόρισε τα σχέδια στην πόλη, πού δηλ. έπρεπε να χτισθεί η αγορά σ` αυτήν και πού τα ιερά και ποιων θεών, άλλων Ελληνικών και της Ίσιδας της Αιγυπτιακής, και πού θα χτιζόταν ολόγυρα το τείχος. Έκανε γι` αυτά θυσία και οι οιωνοί ήταν καλοί.
Στο μεταξύ κατέπλευσε και ο Ηγέλοχος στην Αίγυπτο και αναγγέλει στον Αλέξανδρο ότι οι δημοκρατικοί στη Χίο ήρθαν με το μέρος τους, πιάνοντας αιχμάλωτο το Φαρνάβαζο και τον τύραννο Αριστόνικο ۠ όλοι οι ληστές που έφερε ο Αριστόνικος φονεύτηκαν και ο Φαρνάβαζος δραπέτευσε στην Κω.
Μετά από αυτά, καταλαμβάνει επιθυμία τον Αλέξανδρο να επισκεφτεί το μαντείο του Άμμωνα στη Λιβύη, για να ζητήσει χρησμό από το θεό, γιατί λεγόταν πως είναι αλάνθαστο το μαντείο του ‘Αμμωνα κι ότι κατέφυγαν εκεί και ο Περσέας και ο Ηρακλής. Μέχρι το Παραιτόνιο βάδιζε παραθαλάσσια πλάι στην έρημο, από `κει στράφηκε προς το εσωτερικό της χώρας, όπου ήταν το μαντείο του Άμμωνα. Ο δρόμος είναι έρημος και έχει πολλή άμμο και έλλειψη νερού. Τότε ξέσπασε καταρρακτώδης βροχή για τον Αλέξανδρο κι αυτό αποδόθηκε στο θεό. Ο χώρος όπου βρίσκεται το ιερό του Άμμωνα είναι γεμάτος άμμο, κι αυτός στο κέντρο μικρός ۠ είναι κατάφυτος από ήμερα δέντρα, ελιές και φοίνικες, και ο μόνος που διαθέτει νερό από όλους τους γύρω χώρους και αναβλύζει από εκεί πηγή, που δε μοιάζει καθόλου με τις άλλες πηγές που αναβλύζουν από τη γη. Εδώ ο Αλέξανδρος θαύμασε την περιοχή και ζήτησε και χρησμό από το θεό ۠ και αφού άκουσε όσα επιθυμούσε, όπως έλεγε, πήρε τον ίδιο δρόμο της επιστροφής προς τη Μέμφη.
Στη Μέμφη ήρθαν πρεσβείες πολλές από την Ελλάδα στον Αλέξανδρο, φτάνει και στράτευμα από τον Αντίπατρο, αποτελούμενο από 400 Έλληνες μισθοφόρους και από 500 ιππείς από τη Θράκη. Εδώ θυσιάζει στο βασιλιά Δία και κάνει μετά παρέλαση με τη στρατιά του ένοπλη και διοργανώνει αθλητικούς και μουσικούς αγώνες. Έπειτα διόρισε δύο Αιγύπτιους νομάρχες, το Δολοάσπη και τον Πετίση, και σ` αυτούς μοίρασε την Αιγυπτιακή χώρα. Τη γειτονική Λιβύη την παραχώρησε για διοίκηση στον Απολλώνιο του Χαρίνου. Την Αραβία προς την πόλη των Ηρώων στον Κλεομένη από τη Ναύκρατη.
Ο Αλέξανδρος, αμέσως με τον ερχομό της άνοιξης, πορευόταν από τη Μέμφη προς τη Φοινίκη ۠ κατασκεύασε μάλιστα και γέφυρες στο Νείλο και σε όλες τις εκεί διώρυγες. Και όταν έφτασε στην Τύρο, βρίσκει εκεί να έχει καταπλεύσει και το ναυτικό. Στην Τύρο θυσιάζει πάλι προς τιμή του Ηρακλή και διοργανώνει αθλητικούς και μουσικούς αγώνες. Εκεί ήρθαν πρεσβείες από την Ελλάδα και ο Αλέξανδρος ανταποκρίθηκε στα αιτήματά τους, αφήνοντας ελεύθερους τους αιχμαλώτους των Αθηναίων που είχαν συλληφθεί στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Και του αναγγέλθηκε ότι στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε αποστασία, και αμέσως έστειλε στρατό εναντίον της Πελοποννήσου.
Ο Αλέξανδρος έφτασε στη Θάψακο και από `κει προχωρούσε προς τα πάνω, έχοντας στα αριστερά του τον Ευφράτη ποταμό και τα όρη της Αρμενίας, μέσα από τη χώρα που ονομαζόταν Μεσοποταμία. Κάποιοι από το στράτευμα του Δαρείου που πιάστηκαν καθοδόν αιχμάλωτοι, καθώς είχαν εξέλθει να κατασκοπεύσουν ( τον Αλέξανδρο ), ανάφεραν ότι ο Δαρείος έχει στρατοπεδεύσει στον Τίγρη ποταμό, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο, αν προχωρούσε ۠ και είχε στρατό πολύ περισσότερο απ` όσο παράταξε για μάχη στην Κιλικία. Μόλις τα άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος βάδιζε με γοργότερο βήμα προς τον Τίγρη. Όταν όμως έφτασε εκεί, δε βρήκε ούτε το Δαρείο ούτε τη φρουρά του και πέρασε το ποτάμι, δύσκολα βέβαια λόγω της ορμητικότητας του νερού, αλλά χωρίς κανένας να τον εμποδίσει.
Εκεί ανάπαυσε το στράτευμα ۠ τότε έγινε και ολική έκλειψη σελήνης. Ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία και στη σελήνη και στον ήλιο και στη γη, που λένε ότι δημιουργούν αυτό το φυσικό φαινόμενο. Και ο μάντης Αρίστανδρος είπε ότι η έκλειψη της σελήνης είναι καλός οιωνός και ότι η μάχη θα διεξαγόταν εκείνο το μήνα και ότι από τις θυσίες συνάγεται νίκη για τον Αλέξανδρο. Ξεκινώντας από τον Τίγρη, βάδιζε μέσα από τη χώρα των Ασσυρίων. Και την τέταρτη μέρα, αφότου είχε περάσει το ποτάμι, η εμπροσθοφυλακή αναγγέλλει σ` αυτόν ότι διέκριναν στην πεδιάδα εχθρικό ιππικό. Ο Αλέξανδρος παράταξε το στρατό του και ξεκίνησε για μάχη. Μόλις οι ιππείς των Περσών είδαν τους άνδρες του Αλέξανδρου να ορμούν καταπάνω τους ακάθεκτοι, τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Και με την καταδίωξη οι πολλοί γλίτωσαν, οι υπόλοιποι όμως αιχμαλωτίστηκαν και από αυτούς έμαθαν ότι εκεί κοντά ήταν και ο Δαρείος με πολύ μεγάλη στρατιά.
Γιατί, είχαν βοηθήσει το Δαρείο όσοι από τους Ινδούς ήταν γείτονες των Βακτρίων και οι ίδιοι οι Βάκτριοι και οι Σογδιανοί ۠ αρχηγός όλων αυτών ήταν ο Βήσσος, σατράπης της χώρας των Βακτρίων. Ακολουθούσαν αυτούς και οι Σάκες, Σκυθικό γένος, οι Αραχωτοί, οι Αρείοι, οι Υρκανείς, οι Μήδοι, οι Αλβανοί και οι Σακεσίνες. Ακόμη, ακολουθούσαν και οι Ούξιοι και οι Σουσιανοί, οι Βαβυλώνιοι, οι Κάρες και οι Σιττακηνοί, οι Αρμένιοι και οι Σύριοι. Συνολικά η στρατιά του Δαρείου ήταν : 40.000 ιππείς, 1.000.000 πεζοί, 200 δρεπανηφόρα άρματα και 15 πολεμικοί ελέφαντες των Ινδών. Με αυτές τις δυνάμεις ο Δαρείος είχε στρατοπεδεύσει στα Γαυγάμηλα, σε χώρο πεδινό παντού. Γιατί όσα μέρη ήταν ανώμαλα εκεί για το ιππικό, αυτά από καιρό τα είχαν ισοπεδώσει οι Πέρσες για να είναι κατάλληλα για τα άρματα και για το ιππικό. Γιατί, ήταν κάποιοι που έπειθαν το Δαρείο σχετικά με τη μάχη που έγινε στην Ισσό ότι τάχα ηττήθηκε λόγω της στενότητας του χώρου ۠ και ο Δαρείος πείστηκε εύκολα.
Όταν αναφέρθηκαν αυτά στον Αλέξανδρο από τους κατασκόπους των Περσών που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, παρέμεινε εκεί επί τέσσερις μέρες ۠ και ξεκούρασε το στράτευμα και το στρατόπεδο το περιτείχισε με τάφρο και χαράκωμα, γιατί είχε αποφασίσει να αφήσει εκεί τα μεταγωγικά και όσους από τους στρατιώτες ήταν ακατάλληλοι και να βαδίσει για τη σύγκρουση ο ίδιος με όλους τους μάχιμους που θα έφεραν όπλα. Αφού λοιπόν πήρε τη δύναμή του, προχωρούσε κατά τη νύχτα και μάλιστα κατά τη δεύτερη βάρδια, για να επιτεθεί εναντίον των Περσών τα χαράματα. Και ο Δαρείος, μόλις του αναγγέλθηκε ότι πλησιάζει ήδη ο Αλέξανδρος, παρατάσσει τη στρατιά του για τη μάχη ۠ και ο Αλέξανδρος οδηγούσε το στρατό του παραταγμένο. Οι στρατοί απείχαν μεταξύ τους περίπου εξήντα στάδια, αλλά δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο γιατί μεσολαβούσαν ανάμεσά τους γήλοφοι.
Όταν ο Αλέξανδρος απείχε περίπου τριάντα στάδια, μόλις είδε τους βαρβάρους, παράταξε τη φάλαγγα ۠ και αφού κάλεσε σε σύσκεψη τους εταίρους, τους στρατηγούς τους ίλαρχους και τους διοικητές των συμμάχων και των ξένων μισθοφόρων, πήρε την απόφαση να στρατοπεδεύσει εκεί και να κατασκοπεύσει πρώτα όλη την περιοχή ۠ και στρατοπέδευσαν εκεί κατά παράταξη, όπως θα προχωρούσαν στη μάχη. Ο Αλέξανδρος, αφού πήρε τους ελαφρά οπλισμένους και από τους ιππείς τους εταίρους, προχώρησε ολόγυρα διερευνώντας όλη την περιοχή, όπου επρόκειτο να δώσει τη μάχη. Και αφού επανήλθε στο στρατόπεδο και συγκάλεσε τους αρχηγούς, τους υπενθύμισε την ανάγκη της γενναιότητας στη μάχη. Και ζήτησε από τον καθένα τους να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, ο λοχαγός τους άνδρες του λόχου του, ο ίλαρχος την ίλη του, οι ταξίαρχοι τα τάγματά τους, οι αρχηγοί του πεζικού το τμήμα που διοικούσε ο καθένας, υπενθυμίζοντας ότι σ` αυτή τη μάχη θα κριθεί από την έκβασή της ποιοι θα διοικήσουν όλη την Ασία. Έπρεπε ο καθένας να σκέφτεται ότι από τον ίδιο προσωπικά κινδυνεύει όλο το στράτευμα αν αμελήσει, ενώ, αν δράσει με επιβεβλημένη φροντίδα, σώζεται το σύνολο του στρατεύματος.
Αυτά και άλλα πολλά παρόμοια αφού είπε και, αφού πήρε από τους ηγεμόνες του τη διαβεβαίωση ότι μπορεί να στηρίζεται επάνω τους, διέταξε το στρατό να δειπνήσει και να αναπαυθεί. Ο Παρμενίωνας τότε τον επισκέφτηκε στη σκηνή και τον συμβούλεψε να επιτεθεί εναντίον των Περσών κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί θα επέπιπτε εναντίον τους απροσδόκητα και όσο θα ήταν αναστατωμένοι και ταυτόχρονα πολύ φοβισμένοι μέσα στη νύχτα. Και ο Αλέξανδρος απάντησε στον Παρμενίωνα, και το άκουσαν και άλλοι, ότι είναι ντροπή να κλέψει τη νίκη και ότι έπρεπε ο Αλέξανδρος να νικήσει καθαρά και χωρίς τεχνάσματα. Και αυτός ο περήφανος λόγος του δε φαινόταν να είναι υπερβολή, αλλά περισσότερο έδειχνε θάρρος απέναντι στους κινδύνους.
Ο Δαρείος και ο στρατός του έμειναν τη νύχτα παραταγμένοι έτσι, όπως είχαν παραταχθεί αρχικά, γιατί φοβούνταν μήπως τους επιτεθούν οι εχθροί. Επιδείνωσε ακόμη τότε τη θέση των Περσών κι αυτό, δηλ. η πολύωρη αναμονή στα όπλα και ο φόβος, έτσι που ταπεινώθηκε και το φρόνημά τους. Η συνολική δύναμη του Αλέξανδρου ήταν περίπου 7.000 ιππείς και 40.000 πεζικό.
Μόλις οι δύο στρατοί πλησίασαν μεταξύ τους, φάνηκε ο Δαρείος και η ακολουθία του, οι Ινδοί και οι Αλβανοί και οι Κάρες και οι Μάρδοι τοξότες, να είναι παραταγμένοι απέναντι από τον Αλέξανδρο και την ακολουθία του. Ο Αλέξανδρος μετακίνησε τις δυνάμεις του λίγο πιο δεξιά και οι Πέρσες έκαναν το ίδιο. Ήδη οι ιππείς των Σκυθών άρχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον αυτών που είχαν παραταχθεί μπροστά από το τάγμα του Αλέξανδρου, ο Αλέξανδρος όμως εξακολουθούσε να μετακινείται προς τα δεξιά. Ο Μακεδόνας βασιλιάς διατάζει τους μισθοφόρους να επιτεθούν ۠ κάνοντας αντεπίθεση εναντίον τους οι Σκύθες ιππείς τους αναχαιτίζουν, καθώς ήταν πολλοί περισσότεροι. Ο Αλέξανδρος διέταξε τότε να επιτεθούν εναντίον των Σκυθών οι Παίονες του Αρέτη και οι μισθοφόροι ۠ οι βάρβαροι υποχωρούν. Και οι άλλοι Βάκτριοι με επίθεση εναντίον των Παιόνων μετέτρεψαν την ιππομαχία σε μάχη σώμα με σώμα. Οι Μακεδόνες αναχαίτιζαν τις επιθέσεις τους και, βαδίζοντας εναντίον τους κατά όλες, τους έβγαζαν από τη διάταξή τους.
Στο μεταξύ εξαπολύουν οι βάρβαροι εναντίον του ίδιου του Αλέξανδρου τα δρεπανηφόρα άρματα, για να του διασπάσουν τη φάλαγγα ۠ όμως απέτυχαν, γιατί μόλις πλησίασαν, τα χτύπησαν με πλήθος ακοντίων οι Αγριάνες ακοντιστές. Όταν η στρατιά του Δαρείου επιτέθηκε εναντίον όλης της παράταξης, ο Αλέξανδρος διατάζει τον Αρέτη να επιτεθεί στο περσικό ιππικό, που επιχειρούσε κυκλωτική κίνηση κατά της δεξιάς του πτέρυγας ۠ ο ίδιος αρχικά οδηγούσε το άγημά του κατά κέρας, όταν όμως οι ιππείς του, που είχαν στραφεί εναντίον των Περσών που επιχειρούσαν να περικυκλώσουν τη δεξιά πτέρυγα, διέσπασαν ένα μέρος της φάλαγγας των βαρβάρων, αφού στράφηκε στο κενό, επιτέθηκε γρήγορα και με αλαλαγμούς εναντίον του Δαρείου. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα η μάχη γινόταν σώμα με σώμα. Όταν όμως οι ιππείς του Αλέξανδρου και ο ίδιος ο Αλέξανδρος επέπεσαν με ορμή και τους απωθούσαν και πετσόκοβαν με τα δόρατα τα πρόσωπα των Περσών, και η Μακεδονική φάλαγγα, προκαλώντας φρίκη με τις σάρισες, είχε εισχωρήσει πια μέσα στις τάξεις τους και προκάλεσε γενικό πανικό στον ήδη τρομοκρατημένο και παλιότερα Δαρείο, πρώτος ο ίδιος έκανε μεταβολή και τράπηκε σε φυγή ۠ τρομοκρατήθηκαν και οι ιππείς των Περσών, γιατί επιτέθηκαν εναντίον τους με γενναιότητα οι δυνάμεις του Αρέτη.
Σ` αυτό το σημείο η φυγή των Περσών ήταν γενικευμένη και, καταδιώκοντάς τους οι Μακεδόνες, τους σκότωσαν κατά τη διάρκεια της φυγής. Η αριστερή όμως πτέρυγα των Μακεδόνων κινδύνευε από τους Ινδούς ιππείς και η μάχη εκεί εξελισσόταν σφοδρή. Και οι παραταγμένοι στη δεξιά πτέρυγα των Περσών, που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμη την τροπή του Δαρείου σε φυγή, επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση με τους ιππείς εναντίον της αριστερής πτέρυγας του Αλέξανδρου, εκδήλωναν επίθεση εναντίον των δυνάμεων του Παρμενίωνα.
Στο μεταξύ, καθώς αρχικά βάλλονται από τις δυο πλευρές οι Μακεδόνες, στέλνει βιαστικά ο Παρμενίωνας είδηση στον Αλέξανδρο να του ανακοινώσει ότι το τμήμα του πιέζεται επικίνδυνα και ότι χρειάζεται βοήθεια. Μόλις αυτά ανακοινώθηκαν στον Αλέξανδρο, σταμάτησε την καταδίωξη και, αφού στράφηκε προς τα πίσω με το ιππικό των εταίρων, όρμησε εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των βαρβάρων. Και πρώτα επιτίθεται εναντίον των ιππέων των εχθρών και εναντίον των Παρθυαίων και μερικών Ινδών και εναντίον των Περσών, που ήταν οι περισσότεροι και οι γενναιότεροι. Αυτή η ιππομαχία ήταν η συγκλονιστικότερη της όλης σύγκρουσης. Οι βάρβαροι έσφαζαν και σφάζονταν ανελέητα, γιατί δε μάχονταν για ξένη νίκη αλλά για την προσωπική τους σωτηρία. Εκεί σκοτώθηκαν περίπου 60 από τους εταίρους του Αλέξανδρου και τραυματίστηκε και ο Ηφαιστίωνας ۠ αλλά κατανίκησε κι αυτούς ο Αλέξανδρος.
Και όσοι από αυτούς κατάφεραν να ανοίξουν δρόμο από τις δυνάμεις του Αλέξανδρου, τράπηκαν σε φυγή γενικά. Ο Αλέξανδρος ήταν πια έτοιμος να συγκρουσθεί με το δεξιό κέρας των εχθρών. Οι Θεσσαλοί ιππείς αγωνίζονταν με μεγάλη γενναιότητα. Ήδη όσοι είχαν παραταχτεί στο δεξιό κέρας των βαρβάρων τράπηκαν σε φυγή, μόλις επιτέθηκε εναντίον τους ο Αλέξανδρος, έτσι που ο ίδιος στράφηκε ξανά στην καταδίωξη του Δαρείου και τον καταδίωξε όσο κρατούσε η μέρα ۠ και οι δυνάμεις του Παρμενίωνα ακολουθούσαν καταδιώκοντας τους απέναντί τους. Ο Αλέξανδρος, περνώντας τον ποταμό Λύκο, στρατοπέδευσε εκεί για να ξεκουράσει για λίγο τους άνδρες του και τα άλογα. Αφού ξεκούρασε τους ιππείς του μέχρι τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε πάλι βιαστικά για τα Άρβηλα, για να συλλάβει εκεί το Δαρείο και να πάρει τα χρήματα και τα άλλα βασιλικά εφόδια. Και έφτασε την επόμενη μέρα στα Άρβηλα, το Δαρείο όμως δεν τον πρόλαβε, γιατί έτρεχε αδιάκοπα ۠ τα χρήματα και όλα του τα εφόδια είχαν εγκαταλειφθεί εκεί, και το άρμα του Δαρείου εγκαταλείφθηκε για δεύτερη φορά, καθώς και η ασπίδα του.
Από τους στρατιώτες του Αλέξανδρου σκοτώθηκαν γύρω στους 100 και πάνω από 1.000 λόγω των τραυμάτων τους και της ταλαιπωρίας κατά την καταδίωξη. Οι νεκροί των βαρβάρων αναφέρονταν πάνω από 300.000 και αιχμαλωτίστηκαν πολύ περισσότεροι από τους νεκρούς και οι ελέφαντες και όσα άρματα δεν είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της μάχης. Αυτό ήταν το τέλος αυτής της μάχης.
Ο Δαρείος αμέσως μετά τη μάχη έφυγε μέσα από τα βουνά της Αρμενίας προς τη Μηδία και μαζί του οι συγγενείς του και οι Βάκτριοι ιππείς. Και έφυγε προς τη Μηδία, γιατί πίστευε ότι ο Αλέξανδρος θα κατευθυνόταν προς τη Βαβυλώνα και τα Σούσα.
Και δε διαψεύστηκε ο Δαρείος. Γιατί ο Αλέξανδρος μετά τα Άρβηλα κατευθύνθηκε προς τη Βαβυλώνα. Και όταν έφτασε εκεί βάδιζε με παραταγμένο το στρατό, όπως σε μάχη ۠ οι Βαβυλώνιοι βγήκαν να τον υποδεχτούν όλοι μαζί με τους ιερείς τους και τους άρχοντες, προσφέροντάς του ο καθένας δώρα και παραδίδοντάς του την πόλη και την ακρόπολη και τα χρήματα. Ο Αλέξανδρος, μόλις μπήκε στη Βαβυλώνα, διέταξε τους Βαβυλωνίους να ξαναχτίσουν τα ιερά που είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης, όλα τα άλλα και το ιερό του Βήλου, που κατεξοχήν τιμούσαν από τους θεούς οι Βαβυλώνιοι. Έστειλε στην Αρμενία σατράπη το Μιθρήνη ۠ σατράπη της Βαβυλώνας διόρισε το Μαζαίο. Εκεί συνάντησε και τους Χαλδαίους και έκανε όσα του υπέδειξαν οι Χαλδαίοι σχετικά με τα ιερά στη Βαβυλώνα και θυσίασε και στους άλλους θεούς και στο Βήλο.
Έπειτα ο Αλέξανδρος βάδιζε προς τα Σούσα. Οι Σούσιοι του παρέδωσαν την πόλη. Και όταν έφτασε εκεί μετά από είκοσι μέρες και μπήκε στην πόλη, παρέλαβε τα χρήματα, πενήντα χιλιάδες αργυρά τάλαντα και όλη την υπόλοιπη βασιλική εξουσία. Εδώ ο Αλέξανδρος θυσίασε σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες συνήθειες και διοργάνωσε λαμπαδηδρομία και αθλητικούς αγώνες. Μετά, αφού διόρισε σατράπη της Σουσιανής τον Αβουλίτη, Πέρση στην καταγωγή, βάδισε εναντίον των Περσών. Εδώ έφτασε και ο Αμύντας του Ανδρομένη με τους άνδρες του που έφερε από τη Μακεδονία. Σε κάθε ίλη ιππικού έβαλε και από δύο λόχους, ενώ δεν υπήρχαν νωρίτερα λόχοι ιππικού, και διόρισε λοχαγούς αυτούς από τους εταίρος που διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.
Ξεκινώντας λοιπόν από τα Σούσα, αφού πέρασε τον Πατασίγρη ποταμό, μπήκε μέσα στη χώρα των Ουξίων. Οι πεδινοί ήταν υποτακτικοί του Πέρση σατράπη και τώρα παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο. Οι βουνήσιοι όμως Ούξιοι ήταν ανυπότακτοι και στους Πέρσες και ανάγγειλαν με απεσταλμένους τους στο Μακεδόνα βασιλιά ότι δε θα του επιτρέψουν να περάσει για την Περσία με τις δυνάμεις του. Και ο Αλέξανδρος επιτίθεται στα χωριά των Ουξίων, σκοτώνοντας πολλούς και παίρνοντας πολλά λάφυρα. Προλαβαίνοντας να πιάσει τα περάσματα, όρμησε εναντίον των βαρβάρων στα βουνά. Κι αυτοί, μένοντας κατάπληκτοι με την ταχύτητα του Αλέξανδρου, τράπηκαν σε φυγή χωρίς καν να συμπλακούν. Και με δυσκολία πέτυχαν, μετά από παρακλήσεις τους προς αυτόν, να κρατήσουν τη χώρα τους, καταβάλλοντας κάθε χρόνο φόρο στον Αλέξανδρο. Ο φόρος που τους επιβλήθηκε ήταν εκατό άλογα κάθε χρόνο, πεντακόσια υποζύγια και τριάντα χιλιάδες πρόβατα ۠ γιατί οι Ούξιοι δεν είχαν χρήματα.
Ο Αλέξανδρος τώρα βάδιζε βιαστικά μέσα από τα βουνά. Όταν έφτασε στις πύλες της Περσίας, συναντάει εκεί τον Αριοβαρζάνη, σατράπη της Περσίας, με 40.000 πεζούς και 700 ιππείς, να έχει φράξει με τείχος τις πύλες για να εμποδίσει τη διέλευση του Αλέξανδρου. Στην αρχή ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε εκεί ۠ την επόμενη μέρα, αφού παράταξε το στράτευμα, επιτέθηκε εναντίον του τείχους. Διατάζοντας τον Κρατερό να περικυκλώσει το τείχος, ο ίδιος πήρε άλλο δρόμο και επιτέθηκε εναντίον του στρατοπέδου των εχθρών. Την ίδια στιγμή ηχούν οι σάλπιγγες και επιτίθεται και ο Κρατερός με τους άνδρες του. Οι εχθροί, από παντού βαλλόμενοι, τράπηκαν σε φυγή χωρίς καν να αντισταθούν, καταφεύγοντας στα τείχη ۠ όμως το τείχος το είχαν ήδη καταλάβει οι Μακεδόνες. Οι περισσότεροι από τους βαρβάρους φονεύτηκαν ۠ ο ίδιος ο Αριοβαρζάνης με λίγους ιππείς γλίτωσε στα βουνά.
Μετά από αυτά τα κατορθώματα ο Αλέξανδρος βάδιζε εναντίον της Μηδίας ۠ γιατί είχε πληροφορίες ότι εκεί βρισκόταν ο Δαρείος. Εισβάλλοντας στη χώρα των Παραιτακών, τους κυρίεψε και διόρισε σατράπη τους τον Οξοάθρη του Αβουλίτη, γιο του προηγούμενου σατράπη των Σούσων. Ο Αλέξανδρος φτάνει τη δωδέκατη μέρα στη Μηδία. Ο Δαρείος υποχωρούσε πιο βαθιά στην Ασία. Και ο Αλέξανδρος τον καταδίωκε ακόμη πιο βιαστικά. Και επειδή η καταδίωξη γινόταν πολύ γρήγορα, πολλοί στρατιώτες έμεναν πίσω και τα άλογα ψοφούσαν ۠ αλλά και έτσι προχωρούσε και φτάνει στις Ράγες την ενδέκατη μέρα. Αυτή η περιοχή απέχει από τις Κασπίες Πύλες απόσταση μιας μέρας για όποιον προχωρά όπως ο Αλέξανδρος. Ο Δαρείος είχε προλάβει να περάσει πέρα από τις Κασπίες Πύλες. Από όσους ακολουθούσαν το Δαρείο πολλοί τον εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια της φυγής και αποχώρησαν προς τα μέρη τους ο καθένας, μερικοί μάλιστα προσχώρησαν στον Αλέξανδρο.
Στο μεταξύ φτάνουν κοντά στον Αλέξανδρο από το στρατόπεδο του Δαρείου ο Βαγιστάνης, επιφανής Βαβυλώνιος και μαζί του ο Αντίβηλος, ένα από τα παιδιά του Μαζαίου. Αυτοί του ανέφεραν ότι ο Ναβαρζάνης, ο χιλίαρχος του ιππικού και ο Βήσσος, ο σατράπης των Βακτρίων και ο Βαρσαέντης, ο σατράπης των Αραχωτών και των Δραγγών, είχαν συλλάβει το Δαρείο. Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, επιτάχυνε ακόμη περισσότερο την επέλαση, αφού επέλεξε από τους πεζούς τους πιο εύρωστους και τους πιο ελαφρά οπλισμένους. Οι άνδρες του Αλέξανδρου είχαν μόνο τα όπλα και εφόδια για δύο μέρες. Μετά από δύο μέρες έφτασε στο στρατόπεδο απ` όπου είχε λιποτακτήσει ο Βαγιστάνης. Τους εχθρούς δεν τους πρόλαβε και για το Δαρείο έμαθε ότι είχε συλληφθεί και οδηγούνταν πάνω σε αρμάμαξα και ότι το κράτος ανήκε στο Βήσσο αντί για το Δαρείο και είχε ανακηρυχθεί ηγεμόνας ο Βήσσος από τους Βάκτριους ιππείς και τους άλλους βαρβάρους.
Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος έκρινε ότι έπρεπε να τον καταδιώξει με όλες του τις δυνάμεις. Ήδη είχαν κουραστεί και οι άνδρες και τα άλογά του από τη συνεχή ταλαιπωρία ۠ αλλά και έτσι προχωρούσε και, αφού διάνυσε δρόμο πολύ και τη νύχτα και τη μέρα που ξημέρωσε μέχρι το μεσημέρι, φτάνει σε κάποιο χωριό, όπου είχαν στρατοπεδεύσει αυτοί που είχαν απαγάγει το Δαρείο. Ο Βήσσος και οι συνοδοί του αρχικά μετέφεραν το Δαρείο μαζί τους πάνω σε αρμάμαξα. Μόλις όμως τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, ο Σατιβαρζάνης και ο Βαρσαέντης τον τραυμάτισαν με χτυπήματα και τον εγκατέλειψαν εκεί, ενώ οι ίδιοι τράπηκαν σε φυγή με 600 ιππείς. Ο Δαρείος μετά από λίγο πέθανε, προτού προλάβει να τον δει ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου στους Πέρσες, δίνοντας εντολή να τον θάψουν στους βασιλικούς τάφους, όπως και οι άλλοι πριν από το Δαρείο βασιλείς. Ο Αλέξανδρος φρόντισε και για την ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών του Δαρείου, έγινε και γαμπρός του ο Μακεδόνας βασιλιάς. Αυτό το τέλος είχε ο Δαρείος ۠ όταν πέθανε ήταν περίπου πενήντα ετών.
Ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε όσους είχαν μείνει πίσω κατά την καταδίωξη και προχωρούσε προς την Υρκανία. Βάδιζε προς τα εκεί, γιατί είχε μάθει ότι οι ξένοι μισθοφόροι του Δαρείου είχαν καταφύγει εκεί στα όρη των Ταπούρων και γιατί ήθελε να υποτάξει τους ίδιους τους Ταπούρους. Αφού χώρισε τη στρατιά σε τρία μέρη, ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τους τοξότες πέρασε τα βουνά και στρατοπέδευσε κοντά σε ένα μικρό ποτάμι. Εκεί ήρθαν ο Ναβαρζάνης και ο Φραταφέρνης και άλλοι επιφανείς των Περσών από την ακολουθία του Δαρείου και παραδόθηκαν. Εκεί έφτασαν ακόμη ο Αριοβαρζάνης και ο Αρσάμης και μαζί τους πρέσβεις από τους ξένους μισθοφόρους του Δαρείου, καθώς και ο σατράπης των Ταπούρων Αυτοφραδάτης. Όλοι αυτοί παραδόθηκαν.
Ο Αλέξανδρος τώρα προχωρούσε προς τους Μάρδους. Και αφού διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος των Μάρδων, πολλούς τους σκότωσε κατά τη φυγή τους και πολλούς τους αιχμαλώτισε. Κανένας για μεγάλο ( χρονικό ) διάστημα δεν είχε εισβάλλει στη χώρα τους για πόλεμο, επειδή ο τόπος ήταν κακοτράχαλος και γιατί οι Μάρδοι ήταν φτωχοί και σκληροί πολεμιστές λόγω της φτώχειας τους. Όσοι από αυτούς από φόβο κατέφυγαν στα βουνά και παραδόθηκαν, αυτούς τους άφησε ελεύθερους. Σατράπη των Μάρδων άφησε τον Αυτοφραδάτη.
Αφού έκανε αυτά, βάδιζε προς τα Ζαρδάκαρτα, τη μεγαλύτερη πόλη της Υρκανίας, όπου ήταν και τα ανάκτορα της Υρκανίας. Εκεί έμεινε δεκαπέντε μέρες και, αφού θυσίασε στους θεούς και διοργάνωσε αθλητικούς αγώνες, προχώρησε εναντίον των Παρθυαίων ۠ από `κει, προς τα σύνορα της Αρείας και προς τη Σουσία, πόλη της Αρείας, όπου ήρθε να τον συναντήσει ο σατράπης των Αρείων. Εκεί καταφθάνουν κοντά του κάποιοι από τους Πέρσες και του ανακοινώνουν ότι ο Βήσσος φοράει στο κεφάλι του την τιάρα και την περσική στολή και ότι επονομάζεται Αρταξέρξης αντί Βήσσος και ακόμη ότι επονομάζεται βασιλιάς της Ασίας ۠ μαζί του είχε τους Βακτριανούς και περίμενε να του έλθουν Σκύθες σύμμαχοι.
Ο Αλέξανδρος με το σύνολο των δυνάμεών του βάδιζε εναντίον των Βάκτρων. Τις μέρες αυτές ο Μακεδόνας βασιλιάς έμαθε και για τη συνωμοσία του Φιλώτα, του γιου του Παρμενίωνα. Μάλιστα η συνωμοσία είχε ανακαλυφθεί και νωρίτερα στην Αίγυπτο, αλλά ο Αλέξανδρος δεν την πίστεψε λόγω της παλιάς φιλίας τους. Ο Φιλώτας παραδέχτηκε την ενοχή του και εκτελέστηκε με ακοντισμό από τους Μακεδόνες ۠ εκτελέστηκε και ο Παρμενίωνας.
Αφού τακτοποίησε αυτά, προήλαυνε προς τα Βάκτρα και εναντίον του Βήσσου, κυριεύοντας κατά την προέλασή του και τους Δράγγες, τους Γαδρωσούς και τους Αραχωτές. Βάδισε και εναντίον των Ινδών, γειτόνων των Αραχωτών. Σε όλα αυτά τα έθνη προχώρησε μέσα από δρόμο γεμάτο χιόνια και με έλλειψη τροφίμων και ταλαιπωρία των στρατιωτών του. Από `κει ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το όρος Καύκασος, όπου έχτισε και πόλη με το όνομα Αλεξάνδρεια ۠ εκεί θυσίασε και στους θεούς κατά τη συνήθειά του ( το όρος Καύκασος είναι το ψηλότερο βουνό της Ασίας ).
Ο Βήσσος, έχοντας μαζί του λίγους Πέρσες, 7.000 Βακτρίους και τους Δάες, κατέστρεψε την περιοχή κάτω από τον Καύκασο για να εμποδίσει την προέλαση του Αλέξανδρου, ερημώνοντας την ενδιάμεση μεταξύ τους περιοχή και στερώντας του τα τρόφιμα. Ο Αλέξανδρος όμως δε σταμάτησε την πορεία του, αλλά μέσα από πολύ χιόνι και με έλλειψη τροφίμων προχωρούσε. Ο Βήσσος, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος τον πλησιάζει, αφού πέρασε τον Οξό ποταμό, ο ίδιος κατέφυγε στο Ναύτακα της Σογδιανής. Πίσω του ακολουθούσαν οι άνδρες του Σπιταμένη και του Οξυάρτη με τους ιππείς από τη Σογδιανή, και τους Δάες. Οι Βάκτριοι ιππείς, μόλις αντιλήφθηκαν ότι ο Βήσσος είχε αποφασίσει να τραπεί σε φυγή, έφυγαν ο καθένας για τα μέρη του.
Ο Αλέξανδρος, αφού έφτασε στην πόλη Δράψακα, εκεί ξεκούρασε το στρατό του και ξεκίνησε για την Άορνο και τα Βάκτρα, τις μεγαλύτερες πόλεις των Βακτρίων. Αυτές τις κατέλαβε με έφοδο και εγκατέστησε φρουρά στην ακρόπολη της Αόρνου.
Ο ίδιος τώρα βάδιζε προς τον Όξο ποταμό. Ο Όξος πηγάζει βέβαια από το όρος Καύκασος και είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ασίας από όσους πέρασαν ο Αλέξανδρος και τα στρατεύματά του – οι Ινδικοί είναι μεγαλύτεροι από όλους τους ποταμούς. Ο Όξος εκβάλλει στη μεγάλη θάλασσα της Υρκανίας. Επιχειρώντας ο Αλέξανδρος να τον περάσει του φαινόταν παντού ακατόρθωτο ۠ γιατί το πλάτος του ήταν πάνω από έξι στάδια, το βάθος του πολύ μεγαλύτερο και αμμουδερό και το ρεύμα του ορμητικό, έτσι που οι πάσσαλοι που μπήγονταν στην κοίτη του εύκολα έβγαιναν από το βυθό ( γιατί δε στερεώνονταν καλά ). Άλλωστε υπήρχε και έλλειψη ξυλείας για να κατασκευάσουν γέφυρα στο ποτάμι. Αφού λοιπόν συγκέντρωσε τα δέρματα, κάτω από τα οποία κατασκήνωναν οι στρατιώτες, τους διέταξε να τα γεμίσουν με τα πιο ξηρά άχυρα και να τα δέσουν και να τα ράψουν καλά, για να μη μπαίνει μέσα νερό. Γεμάτα και ραμμένα καλά, στάθηκαν ικανά να διαβιβάσουν απέναντι τη στρατιά σε πέντε μέρες.
Αφού πέρασε τον Όξο ποταμό, βάδιζε με σπουδή εναντίον του Βήσσου. Στο μεταξύ φτάνουν κοντά του άνθρωποι του Σπιταμένη και του Δαταφέρνη, αναφέροντάς του ότι οι ίδιοι, αν σταλούν σε αυτούς λίγη στρατιά, θα συλλάβουν το Βήσσο και θα τον παραδώσουν στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος στέλνει τον Πτολεμαίο του Λάγου με τρεις ιππαρχίες των εταίρων, όλους τους ιππακοντιστές, το πεζικό άγημα του Φιλώτα και όλους τους Αγριάνες και τους μισούς από τους τοξότες. Μετά από τέσσερις μέρες αυτοί έφτασαν στην κωμόπολη που ήταν ο Βήσσος. Και ο Πτολεμαίος, αφού συνέλαβε το Βήσσο, με προπομπούς ρώτησε τον Αλέξανδρο πώς ήθελε να τον φέρει πίσω. Και ο Αλέξανδρος του ζήτησε να τον φέρει γυμνό και δεμένο και να τον στήσει στα δεξιά του δρόμου, απ` όπου θα περνούσε ο ίδιος με το στρατό του. Και ο Πτολεμαίος αυτό έκανε.
Ο Αλέξανδρος βάδιζε τώρα προς τη Μαράκανδα ۠ εκεί ήταν και τα ανάκτορα της Σογδιανής. Από εκεί ξεκίνησε προς τον Τανάι ποταμό. Εκεί μερικοί Μακεδόνες που διασκορπίστηκαν για αναζήτηση τροφής κατασφάχτηκαν από τους βαρβάρους ۠ αυτοί που έκαναν τη σφαγή αποσύρθηκαν σε κακοτράχαλο βουνό και από παντού απόκρημνο ۠ ήταν αριθμητικά περίπου 30.000. Ο Αλέξανδρος, αφού πήρε τους πιο ελαφρά οπλισμένους από τη στρατιά του, βάδιζε εναντίον τους. Η μάχη που έγινε ήταν σφοδρότατη και πολλοί Μακεδόνες τραυματίστηκαν και χτυπήθηκε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος στην κνήμη με βέλος, που του δημιούργησε διαμπερές τραύμα και έσπασε κι ένα τμήμα της περόνης του από το χτύπημα. Αλλά και υπό αυτές τις συνθήκες κατέλαβε την τοποθεσία. Ένα μέρος των βαρβάρων σκοτώθηκε εκεί από τους Μακεδόνες και πολλοί αυτοκτόνησαν, πέφτοντας πάνω από τα βράχια, έτσι που από τους 30.000 δε σώθηκαν πάνω από 8.000 στρατιώτες.
Μετά από αυτά ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να χτίσει πόλη κοντά στον Τανάι ποταμό και να της δώσει το όνομά του. Στο μεταξύ οι βάρβαροι που κατοικούσαν στην περιοχή κοντά στον ποταμό, έπιασαν και σκότωσαν τους Μακεδόνες στρατιώτες και κατείχαν τα φρούρια μέσα στις πόλεις τους. Στην αποστασία τους πήραν μέρος και οι περισσότεροι από τους Σογδιανούς και τους Βακτριανούς.
Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, αφού έδωσε εντολή στο πεζικό να κατασκευάσουν κατά λόχους σκάλες, ο ίδιος βάδισε εναντίον της Γάζας. Τον Κρατερό τον στέλνει προς την Κυρούπολη. Μόλις ο Μακεδόνας βασιλιάς έφτασε στη Γάζα, διέταξε αμέσως να επιτεθούν με αιφνιδιαστική έφοδο εναντίον των τειχών της. Οι Μακεδόνες κατάφεραν με τις σκάλες να μπουν μέσα στην πόλη και σκότωσαν όλους τους βαρβάρους. Μετά από αυτά κυρίεψε και δυο άλλες κοντινές πόλεις της Γάζας με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι, αφού κυριεύτηκαν σε δύο μέρες πέντε πόλεις ( τις δυο πόλεις τις κυρίεψαν οι άντρες του Κρατερού ) και αιχμαλωτίστηκαν οι κάτοικοί τους, ο Αλέξανδρος προχωρούσε εναντίον της μεγαλύτερης πόλης της περιοχής, της πόλης του Κύρου. Αυτή ήταν οχυρωμένη με το ψηλότερο τείχος απ` ό,τι οι άλλες και, καθώς εκεί είχε συγκεντρωθεί το περισσότερο και μαχιμότερο τμήμα των βαρβάρων, δε στάθηκε δυνατό στους Μακεδόνες να την κυριεύσουν με την ίδια ευκολία με έφοδο.
Ο Αλέξανδρος οδήγησε μηχανές κοντά στο τείχος και στη συνέχεια σκόπευε να προβεί σε επιθέσεις στο σημείο που θα γκρεμίζονταν τα τείχη. Και αφού γκρεμίστηκε ένα μέρος του, μπήκε μέσα με λίγους στρατιώτες και άνοιξε τις πύλες για να μπουν και οι άλλοι Μακεδόνες με ευκολία. Τότε οι βάρβαροι, αν και αντιλήφθηκαν ότι η πόλη ήδη έπεφτε, στράφηκαν εναντίον των ανδρών του Αλέξανδρου. Και συνάπτεται μεταξύ τους ισχυρότατη μάχη και πλήττεται ο ίδιος ο Αλέξανδρος με πέτρα στο κεφάλι και στον αυχένα και ο Κρατερός με τόξο και πολλοί άλλοι από τους αρχηγούς. Αλλά κι έτσι ακόμη απώθησαν τους βαρβάρους από το κέντρο της πόλης. Στις πρώτες επιχειρήσεις εναντίον της πόλης σκοτώθηκαν περισσότεροι από 8.000 βάρβαροι. Στη συνέχεια οι υπόλοιποι, γιατί ήταν συνολικά 15.000, καταφεύγουν στην ακρόπολη. Αυτούς, αφού στρατοπέδευσε κυκλικά ο Αλέξανδρος, μια μέρα τους επιτηρούσε ۠ όμως, λόγω έλλειψης νερού στη συνέχεια παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο.
Ο ίδιος, την πόλη που σχεδίαζε να χτίσει, την περιέβαλλε με τείχη σε είκοσι μέρες ۠ μετά θυσίασε στους θεούς και διοργάνωσε ιππικούς και αθλητικούς αγώνες. Και επειδή έβλεπε ότι οι Σκύθες δεν απομακρύνονταν από τις όχθες του ποταμού, αλλά έριχναν βέλη στο ποτάμι και έδειχναν βαρβαρικά κάποια αλαζονεία προς τον Αλέξανδρο, ότι δηλ. δε θα αποτολμούσε να τα βάλλει ο Αλέξανδρος με τους Σκύθες ή ότι θα διαπίστωνε τη διαφορά ανάμεσα στους Σκύθες και τους άλλους Ασιάτες βαρβάρους, επειδή προκαλούνταν από αυτούς, σχεδίαζε να επιτεθεί εναντίον τους και ετοίμαζε τους ασκούς για τη διάβαση του ποταμού. Και ενώ έκανε θυσίες για τη διάβαση, δεν απέβαιναν ευνοϊκοί οι οιωνοί. Ο Αλέξανδρος στεναχωριόταν που δεν τον ευνοούσαν οι θυσίες, αλλά έκανε υπομονή και περίμενε. Επειδή οι Σκύθες δεν έφευγαν, θυσίασε ξανά για τη διάβαση και ο μάντης Αρίστανδρος πάλι έλεγε ότι διαβλέπει κίνδυνο για τον ίδιο ۠ κι εκείνος είπε ότι είναι προτιμότερο να διατρέξει έσχατο κίνδυνο, παρά ο κυρίαρχος όλης της Ασίας να καταντήσει περίγελος στους Σκύθες. Όταν οι ασκοί προετοιμάσθηκαν για τη διάβαση και ο στρατός εξοπλίστηκε και το μηχανικό άρχισε να εκτοξεύει βλήματα εναντίον των Σκυθών και πλησίαζαν έφιπποι στις όχθες και μερικοί Σκύθες τραυματίζονταν κι ένας τους χτυπήθηκε με διαμπερές τραύμα και έπεσε νεκρός από το άλογο, οι Σκύθες τρομοκρατήθηκαν από το μεγάλο βεληνεκές των βελών και το θάνατο του γενναίου τους πολεμιστή και απομακρύνθηκαν από την όχθη του ποταμού. Και ο Αλέξανδρος, όταν τους είδε τρομοκρατημένους από τα βέλη, υπό τον ήχο των σαλπίγγων διαπερνούσε το ποτάμι, όντας ο ίδιος μπροστά ۠ πίσω του τον ακολουθούσε και το υπόλοιπο στράτευμα. Όταν πέρασαν το ποτάμι, όρμησαν εναντίον των Σκυθών. Και μετά από δυνατή ιππομαχία, έγινε γενική φυγή των Σκυθών ۠ και σκοτώνονται 1.000 περίπου από αυτούς και αιχμαλωτίζονται περίπου 150. Επειδή η καταδίωξη ήταν σφοδρότατη και πολύ δύσκολη λόγω μεγάλου καύσωνα, όλη η στρατιά υπέφερε από δίψα, και ο Αλέξανδρος ο ίδιος, μετέχοντας στην καταδίωξη, ήπιε νερό, όποιο βρέθηκε μπροστά του σ` εκείνη την περιοχή ۠ και καθώς το νερό ήταν μολυσμένο, προσβλήθηκε από ακατάσχετη διάρροια ۠ βαριά άρρωστος μεταφέρθηκε πίσω στο στρατόπεδο. Κι έτσι επιβεβαιώθηκε και η μαντεία του Αρίστανδρου.
Έπειτα από αυτά, ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι πολλοί Μακεδόνες σκοτώθηκαν από το Σπιταμένη και τους Σκύθες στη Μαράκανδα. Έτσι, διανύοντας ο ίδιος με τους άνδρες του σε τρεις μέρες 1.500 στάδια, την τέταρτη μέρα έφτασε στη Μαράκανδα. Μόλις το έμαθαν αυτό ο Σπιταμένης και οι άλλοι βάρβαροι εγκατέλειψαν την πόλη και τράπηκαν σε φυγή. Ο Αλέξανδρος καταδίωξε με μανία τους εχθρούς, κυρίεψε την ύπαιθρο και σκότωσε όσους είχαν καταφύγει στα οχυρά.
Αφού έκανε αυτά, έφτασε στα Ζαρίασπα ۠ εκεί παρέμεινε ώσπου να περάσει η βαρυχειμωνιά. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι Μακεδόνες που ή ταν σκορπισμένοι σε διάφορες περιοχές, καθώς και οι Πέρσες σύμμαχοι.
Εκείνη τη χρονιά ο Αλέξανδρος σκότωσε τον Κλείτο σε συμπόσιο – ο Κλείτος ήταν ολοφάνερο από καιρό ότι ήταν στενοχωρημένος από την αλλαγή του Αλέξανδρου προς βαρβαρικότερη συμπεριφορά – μετά από αυτό ο Αλέξανδρος κατηγόρησε τον εαυτό του ως δολοφόνο των φίλων του ۠ και παρέμεινε νηστικός και χωρίς νερό για τρεις μέρες στη σκηνή του, μη δείχνοντας κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή του. Γι` αυτά μερικοί από τους μάντεις μιλούσαν για την οργή του Διόνυσου ( εκείνη τη μέρα είχε θυσιάσει στους Διόσκουρους ). Και ο Αλέξανδρος με δυσκολία μεταπείστηκε από τους εταίρους και άρχισε να τρώει και να φροντίζει για τον εαυτό του. Ακόμη, επιτέλεσε τη θυσία προς τιμή του Διόνυσου.
Ο Αλέξανδρος λοιπόν προχώρησε προς τον Όξο ποταμό και σχεδίασε να βαδίσει εναντίον της Σογδιανής, γιατί είχε πληροφορίες ότι πολλοί από τους Σογδιανούς είχαν καταφύγει στα οχυρώματα και αρνούνταν να υπακούσουν στο σατράπη που είχε διορισθεί από τον Αλέξανδρο. Και ο ίδιος, αφού χώρισε το τμήμα του στρατού του σε πέντε μέρη, βάδιζε προς τη Μαράκανδα. Και κάνοντας επίθεση εναντίον του φρούραρχου, που δεν περίμενε κάτι τέτοιο, και εναντίον των ανδρών της φρουράς του, εξόντωσαν τους στρατιώτες.
Ο Αλέξανδρος τώρα στρέφεται στο τελευταίο φρούριο των Σογδιανών, τη Σογδιανή Πέτρα ۠ το φρούριο φαινόταν απόρθητο. Οι βάρβαροι εκεί είχαν συγκεντρώσει τρόφιμα για πολυχρόνια πολιορκία. Και χιόνι που έπεσε έκανε πολύ δυσκολότερη την ανάβαση για τους Μακεδόνες, ενώ παράλληλα εξασφάλισε στους βαρβάρους αφθονία νερού. Ο Αλέξανδρος πεισμάτωσε να καταλάβει την τοποθεσία. Γιατί, αν και είχαν κληθεί για συμβιβασμό και είχε προταθεί σ` αυτούς ότι θα μπορέσουν να αποχωρήσουν σώοι για τα μέρη τους, αν παραδώσουν το οχυρό, αυτοί γελώντας με τρόπο βαρβαρικό διέταξαν να βρει ο Αλέξανδρος φτερωτούς στρατιώτες που θα του κυρίευαν το βουνό, γιατί δεν υπολόγιζαν καθόλου τους άλλους ανθρώπους.
Αφού συντάχτηκαν όσοι είχαν ασκηθεί να ανεβαίνουν στους βράχους κατά τις πολιορκίες, περίπου 300 στον αριθμό, και αφού ετοίμασαν μικρούς σιδερένιους πασσάλους για να τους μπήξουν στο χιόνι όπου θα είχε παγώσει και αφού τους έδεσαν με δυνατά σχοινιά από λινάρι, προχώρησαν τη νύχτα στο πιο απόκρημνο μέρος του βράχου και μάλιστα στο πιο αφύλαχτο. Και τραβούσαν ο ένας τον άλλον προς τα πάνω από διαφορετικά σημεία του βράχου. Και περίπου 30 από αυτούς σκοτώθηκαν κατά την ανάβαση, ώστε ούτε τα σώματά τους δε βρέθηκαν για ταφή, αφού έπεσαν σε διάφορα μέρη του χιονιού. Οι υπόλοιποι, αφού ανέβηκαν το χάραμα και αφού κατέλαβαν την κορυφή του όρους, κουνούσαν τις σημαίες προς το στρατόπεδο των Μακεδόνων, όπως είχε δοθεί σ` αυτούς διαταγή από τον Αλέξανδρο. Και αφού έστειλε κήρυκα, τον διέταξε να μηνύσει στους υπερασπιστές των βαρβάρων να παραδοθούν. Γιατί ( έλεγε ότι ) είχαν βρεθεί οι φτερωτοί άνθρωποι ۠ ταυτόχρονα έδειχνε τους στρατιώτες πάνω στην κορυφή.
Οι βάρβαροι, κατάπληκτοι από το ξαφνικό θέαμα και επειδή υποψιάστηκαν ότι είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που κατείχαν τις κορυφές και γερά οπλισμένοι, παραδόθηκαν ۠ τόσο πολύ τρομοκρατήθηκαν στη θέα εκείνων των λίγων Μακεδόνων. Τότε αιχμαλωτίστηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά πολλών άλλων, και η γυναίκα και τα παιδιά του Οξυάρτη. Ο Βάκτριος Οξυάρτης είχε κόρη σε ηλικία γάμου, τη Ρωξάνη, που λένε αυτοί που εξεστράτευσαν μαζί με τον Αλέξανδρο ότι φαινόταν η ωραιότερη από τις γυναίκες της Ασίας, μετά βέβαια από τη γυναίκα του Δαρείου. Μόλις την είδε ο Αλέξανδρος την ερωτεύτηκε ۠ και τη θεώρησε άξια να την παντρευτεί. Ο Οξυάρτης χαρούμενος παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης προς τον ίδιο.
Αφού κυρίεψε την Πέτρα της Σογδιανής, ο Αλέξανδρος κατέφυγε για να κυριέψει και την Πέτρα του Χοριήνου, γιατί εκεί είχαν κρυφτεί βάρβαροι. Το ύψος του βράχου ήταν περίπου είκοσι στάδια και ο κύκλος του περίπου εξήντα ۠ η ίδια η Πέτρα ήταν απότομη από παντού, με μια μόνο άνοδο, κι αυτή στενή και απροσπέλαστη, και κυκλικά περιέβαλλε το βράχο βαθύ φαράγγι.
Ο Αλέξανδρος, παρά τις εμφανείς δυσκολίες, καταπιάστηκε με την κατάληψη της Πέτρας. Τόσος μεγάλος ήταν ο βαθμός της τόλμης και της πίστης στην αίσια έκβαση κάθε εγχειρήματός του. Κόβοντας λοιπόν έλατα, κατασκεύαζε με αυτά κλίμακες για να μπορεί ο στρατός να κατεβεί στο φαράγγι. Και αφού κατέβηκαν στο φαράγγι, έμπηγαν τους πασσάλους. Πρόσθεταν από πάνω και πλέγματα από λυγαριές σε σχήμα γέφυρας και, δένοντάς τα μεταξύ τους, έριχναν από πάνω χώμα.
Οι βάρβαροι αρχικά δεν ανησύχησαν. Μόλις όμως άρχισαν να πέφτουν βέλη στο βράχο από τους Μακεδόνες, έχοντάς τα χαμένα ο Χοριήνης σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων, στέλνει κήρυκα στον Αλέξανδρο, ζητώντας να του στείλει τον Οξυάρτη. Κι αυτός, όταν έφτασε, πείθει το Χοριήνο να παραδοθεί και να παραδώσει την τοποθεσία στον Αλέξανδρο, λέγοντάς του ότι τίποτε δε μπορεί να αντισταθεί στον Αλέξανδρο και τη στρατιά του, επαινώντας και τη δικαιοσύνη του βασιλιά όταν έρχεται κάποιος κοντά του για διαπραγματεύσεις. Ο Χοριήνης πείσθηκε στα λόγια του Οξυάρτη και προσήλθε στον Αλέξανδρο, παραδίδοντας και το βράχο. Και ο Μακεδόνας βασιλιάς εγγυήθηκε φιλία στο Χοριήνη, παραχωρώντας πάλι αυτή την οχυρή τοποθεσία στον ίδιο, επιτρέποντάς του ακόμη και να είναι ύπαρχος σε όσες περιοχές διοικούσε και από πριν.
Αφού τακτοποίησε αυτά ο Αλέξανδρος, ο ίδιος βάδιζε προς τα Βάκτρα. Εκεί στα Βάκτρα έγινε η συνωμοσία σε βάρος του Αλέξανδρου από τον Καλλισθένη και τους βασιλικούς παίδες.
Με την έναρξη της άνοιξης ο Αλέξανδρος με το στρατό του από τα Βάκτρα ξεκίνησε εναντίον των Ινδών. Όταν έφτασε στην πόλη Νίκαια, αφού πρώτα θυσίασε προς τιμή της Αθηνάς, βάδιζε προς τον Κωφήνα ποταμό, έχοντας στείλει νωρίτερα κήρυκα προς τον Ταξίλη, σπουδαίο Ινδό άρχοντα στην περιοχή δυτικά του Ινδού, ζητώντας να τον συναντήσει το συντομότερο. Και ο Ταξίλης και οι άλλοι ύπαρχοι προχώρησαν για συνάντησή του έχοντας μαζί τους δώρα, τα σπουδαιότερα για τους Ινδούς και επιπλέον 25 ελέφαντες. Εκεί χώρισε το στρατό του στα δύο.
Ο Αλέξανδρος προχωρούσε προς τη χώρα των Ασπασίων και Γουραίων και Ασσακηνών. Και όταν έφτασε μέσα από ορεινή και δύσβατη διαδρομή κοντά στον ποταμό Χόη και αφού τον πέρασε κι αυτόν με δυσκολία, καταδίωκε τους βαρβάρους που κατοικούσαν σ` αυτά τα μέρη. Και κάνοντας επίθεση εναντίον της πρώτης κατοικημένης πόλης που συνάντησε στην πορεία του, έτρεψε σε φυγή τους υπερασπιστές της με την πρώτη έφοδο και τους υποχρέωσε να κλεισθούν στην πόλη, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε με βέλος που διαπέρασε το θώρακα στον ώμο του ۠ το τραύμα δεν ήταν διαμπερές ( μέσα από τον ώμο του ), γιατί ο θώρακας συγκράτησε το βέλος. Πληγώθηκε επίσης και ο Πτολεμαίος του Λάγου. Αφού ο Αλέξανδρος κατέστρεψε και την πόλη, βάδισε προς τον Άνδακα. Αφού έγινε κυρίαρχος και σ` αυτή με συνθήκη φιλίας, αφήνει εκεί τον Κρατερό με τους στρατηγούς του πεζικού για να κατακτήσουν τις γύρω πόλεις, ο ίδιος προχωρούσε προς τον ποταμό Εύασπλο. Εκεί έγινε σφοδρή μάχη ۠ και οι Μακεδόνες, κάνοντας επίθεση, με δυσκολία απομάκρυναν τους Ινδούς στα βουνά. Ύστερα ο Αλέξανδρος, μετά από καταδίωξη στα βουνά, κατεβαίνει στην πόλη Αριγαίο ۠ εκεί φτάνει και ο Κρατερός με τις δυνάμεις του. Και από `κει ο ίδιος προχωρούσε προς την κατεύθυνση που είχε πληροφορίες ότι είχαν καταφύγει οι περισσότεροι βάρβαροι της περιοχής. Και όταν έφτασε εκεί σε κάποιο βουνό, στρατοπέδευσε στις υπώρειές του.
Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος του Λάγου, που είχε σταλεί από τον Αλέξανδρο για προμήθειες, προχωρώντας λίγο βαθύτερα στην περιοχή για να κατασκοπεύσει, αναγγέλει στον Αλέξανδρο ότι είδε αναμμένες φωτιές των βαρβάρων περισσότερες από αυτές που υπήρχαν στο στρατόπεδο του Αλέξανδρου. Εκεί ο Αλέξανδρος χώρισε το στρατό στα τρία. Μόλις οι βάρβαροι αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζουν οι Μακεδόνες – γιατί βρίσκονταν σε ψηλότερη περιοχή – έχοντας αυτοπεποίθηση λόγω των πολλών δυνάμεών τους, κατέβηκαν χαμηλότερα στην πεδιάδα ۠ και έγινε σφοδρή μάχη. Ο Αλέξανδρος κι αυτούς τους κατέβαλε με κόπο, γιατί οι Ινδοί αυτοί δεν είναι ίδιοι με τους υπόλοιπους εκεί βαρβάρους, αλλά πολύ πιο γενναίοι από τους γείτονες τους. Όμως και αυτοί διώχτηκαν μακριά από το βουνό από τους Μακεδόνες ۠ οι άλλες δυο στρατιές των Μακεδόνων περικύκλωσαν τους εχθρούς. Οι αιχμάλωτοι ήταν πάνω από 40.000 και πιάστηκαν και πάνω από 230.000 βόδια ۠ από αυτά ο βασιλιάς διάλεξε τα καλύτερα και τα έστειλε στη Μακεδονία να οργώνουν τα χωράφια.
Από `κει ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τη χώρα των Ασσακηνών, γιατί είχε πληροφορίες ότι αυτοί είχαν ετοιμασθεί για πόλεμο, διαθέτοντας 2.000 ιππείς, πάνω από 30.000 πεζούς και 30 ελέφαντες. Ο Αλέξανδρος περνάει το Γουραίο ποταμό με δυσκολία λόγω του βάθους του. Οι βάρβαροι, μόλις αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αλέξανδρος, δεν αποτόλμησαν να εμπλακούν σε μάχη όλοι μαζί, αλλά αφού διαλύθηκαν ανάλογα με τις πόλεις τους, σχεδίαζαν να τις υπερασπισθούν πολεμώντας.
Ο Αλέξανδρος πρώτα προχώρησε εναντίον των Μασσάγων, τη μεγαλύτερη από τις εκεί πόλεις. Όταν πλησίασε στα τείχη τους, παίρνοντας θάρρος οι βάρβαροι από τους μισθοφόρους από τα ενδότερα των Ινδών, όρμησαν με ταχύτητα εναντίον τους. Και ο Αλέξανδρος επειδή έβλεπε ότι η επικείμενη μάχη θα γινόταν κοντά στην πόλη, θέλοντας να τους παρασύρει κάπως μακριά από τα τείχη, ώστε σε περίπτωση που θα υποχωρούσαν να μη μπορούν να σωθούν καταφεύγοντας στην πόλη, μόλις είδε να επιτίθενται οι βάρβαροι, έδωσε διαταγή να κάνουν μεταβολή οι Μακεδόνες και να γυρίσουν προς τα πίσω με κατεύθυνση κάποιο γήλοφο. Παίρνοντας θάρρος οι εχθροί, γιατί νόμιζαν ότι οι Μακεδόνες είχαν καμφθεί, όρμησαν εναντίον τους με ταχύτητα και χωρίς καμιά τάξη. Και όταν έφτασαν σε πεδίο βολής, τότε ο Αλέξανδρος, δίνοντας το σύνθημα στη φάλαγγα, κάνει μεταβολή και πάλι και αντεπιτίθεται με σφοδρότητα. Οι Ινδοί τα έχασαν με το παράτολμο εγχείρημα και μετά τη μάχη σώμα με σώμα τράπηκαν σε φυγή και επέστρεψαν στην πόλη. Στη μάχη σκοτώθηκαν πάνω από 200 βάρβαροι και οι υπόλοιποι οχυρώθηκαν στα τείχη. Ο Αλέξανδρος οδήγησε τη φάλαγγα εναντίον του τείχους και χτυπήθηκε τότε με βέλος ελαφρά στον αστράγαλο. Και οδηγώντας την επόμενη μέρα τις μηχανές, εύκολα γκρέμισε ένα μέρος του τείχους, αλλά οι Ινδοί με τόλμη αντιμετώπισαν τους Μακεδόνες που επιχειρούσαν να κυριεύσουν την πόλη. Την επόμενη μέρα η επίθεση των Μακεδόνων εκδηλώθηκε ισχυρότερη και, ρίχνοντας βέλη οι τοξότες και βλήματα οι μηχανές, αναχαίτισαν τους Ινδούς. Αλλά ούτε και τότε μπόρεσαν να μπουν μέσα.
Την τρίτη μέρα οδήγησε πάλι τη φάλαγγα εναντίον των τειχών και, απλώνοντας πάνω από τη μηχανή γέφυρα, εκεί κατηύθυνε τους υπασπιστές, που με τον ίδιο τρόπο είχαν κυριεύσει την Τύρο. Και καθώς συνωστίζονταν πάνω στη γέφυρα με προθυμία πολλοί, η γέφυρα δεν άντεξε το πρόσθετο βάρος και έσπασε και έπεσαν κάτω μαζί της και οι Μακεδόνες. Τότε ο Αλέξανδρος έδωσε το σύνθημα επιστροφής στο στρατόπεδο. Και την τέταρτη μέρα νέα γέφυρα από νέα μηχανή προσαρτήθηκε πάλι στο τείχος.
Και οι Ινδοί, όσο ο αρχηγός τους ήταν ζωντανός πολεμούσαν γενναία ۠ όταν όμως εκείνος σκοτώθηκε από βλήμα μηχανής, και καθώς αρκετοί από αυτούς είχαν σκοτωθεί κατά τη διαρκή πολιορκία και οι περισσότεροι είχαν τραυματιστεί και ήταν ακατάλληλοι για μάχη, στέλνουν ανθρώπους στον Αλέξανδρο για συνθήκη. Και οΑλέξανδρος με ευχαρίστηση δέχτηκε να σώσει γενναίους άντρες ۠ και γι` αυτό συμπεριέλαβε στην υπόλοιπη στρατιά μαζί του τους μισθοφόρους Ινδούς.
Μετά από αυτά ο Αλέξανδρος και ο στρατός του κινήθηκαν εναντίον των Ώρων. Στον Κοίνο παράγγειλε να χτίσει τείχη στην πόλη των Βαζίρων, ισχυρή τοποθεσία, για να μη μπορούν οι κάτοικοι να βγουν στην ύπαιθρο, μέχρι να φτάσει ο ίδιος εκεί. Όταν οι υπερασπιστές των Βαζίρων είδαν να αποχωρεί ο Κοίνος με το στρατό του ( για να χτίσουν το τείχος ), υποτιμώντας τους Μακεδόνες, επιτίθενται εναντίον τους στην πεδιάδα. Και συνάπτεται μεταξύ τους μάχη ισχυρή. Εκεί σκοτώνονται πάνω από 500 βάρβαροι και αιχμαλωτίζονται περίπου 70. Ο Αλέξανδρος πάλι εύκολα πολιόρκησε την πόλη Ώρα και πήρε στην κατοχή του τους εκεί ελέφαντες.
Όταν έμαθαν αυτά οι κάτοικοι των Βαζίρων, απελπισμένοι για την τύχη τους, εγκαταλείπουν μεσάνυχτα την πόλη και καταφεύγουν στον οχυρωμένο βράχο, όπως συνήθιζαν να κάνουν και οι άλλοι βάρβαροι. Εγκαταλείποντας τις πόλεις, όλοι έφευγαν στο βράχο της περιοχής, που λεγόταν Άορνος πέτρα. Η Άορνος πέτρα πράγματι αποτελούσε μεγάλη ασπίδα για την περιοχή. Και υπάρχει παράδοση γι` αυτή την Πέτρα ότι δε μπόρεσε να την κυριεύσει ούτε ο Ηρακλής, ο γιος του Δία. Κυκλικά ο βράχος είναι περίπου διακόσια στάδια, το ύψος στο χαμηλότερο σημείο έντεκα πόδια και η ανάβαση γινόταν από ένα στενότατο μονοπάτι. Υπήρχε ακόμη στο βράχο νερό πολύ και καθαρό, μια πηγή που ανάβλυζε, και δάσος και καλλιεργήσιμο έδαφος που να μπορεί να θρέψει 1.000 ανθρώπους.
Αυτή η φήμη έκανε τον Αλέξανδρο να επιθυμεί έντονα να κυριεύσει κι αυτό το βουνό, περισσότερο γιατί ήταν ονομαστό σχετιζόμενο με τον Ηρακλή. Αφού λοιπόν στήθηκε η γέφυρα στον Ινδό ποταμό από τις δυνάμεις του Ηφαιστίωνα και του Περδίκα, ο Αλέξανδρος κυρίευσε άλλες μικρότερες πόλεις κοντά στον Ινδό. Και όταν έφτασε στην πόλη Εμβόλιμα, γειτονική προς την Άορνο πέτρα, αφήνει εκεί τον Κρατερό με μέρος του στρατού του, με εντολή να συγκεντρώσει σιτάρι στην πόλη όσο το δυνατόν περισσότερο και άλλα τρόφιμα, απαραίτητα για μακροχρόνια επιχείρηση, έχοντας την πόλη ως ορμητήριο, αν η Πέτρα δεν έπεφτε με έφοδο. Και ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα βάδιζε εναντίον της Άορνης πέτρας.
Εκεί ήρθαν κοντά του κάποιοι από τους περιοίκους της Πέτρας, δηλώνοντας υποταγή και υποσχόμενοι να οδηγήσουν τον Αλέξανδρο στο πιο ευάλωτο σημείο της Πέτρας, από όπου θα του ήταν εύκολο να κυριεύσει το οχυρό. Στέλνει λοιπόν μαζί τους το σωματοφύλακα Πτολεμαίο του Λάγου μαζί με τους Αγριάνες, τους υπασπιστές και τους υπόλοιπους ελαφρά οπλισμένους, διατάσσοντάς τον, αν καταλάβει την περιοχή, να του ανακοινώσει ότι κατέχεται. Και ο Πτολεμαίος, μέσα από μια κακοτράχαλη και δύσκολη στενωπό, καταλαμβάνει την περιοχή χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους βαρβάρους ۠ και αφού την οχύρωσε με χαράκωμα και τάφρο κυκλικά, ανυψώνει πυρσό από το όρος για να ειδοποιηθεί ο Αλέξανδρος.
Πράγματι, έγινε ορατή η φλόγα και την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος κατευθύνει προς τα `κει τη στρατιά. Αλλά η επιχείρηση δεν προχωρούσε, καθώς οι βάρβαροι αμύνονταν και η περιοχή ήταν απρόσιτη. Όταν αντιλήφθηκαν οι εχθροί τις δυσκολίες του Αλέξανδρου, έστρεψαν την προσοχή τους εναντίον των ανδρών του Πτολεμαίου. Οι βάρβαροι ηττήθηκαν κατά τη μάχη και, καθώς είχε νυχτώσει, αποχώρησαν. Τότε ο Αλέξανδρος στέλνει έναν κήρυκα στον Πτολεμαίο να του μηνύσει ότι, όταν αυτός θα πρόβαινε σε επίθεση εναντίον της Πέτρας, ταυτόχρονα να επιτεθεί κι εκείνος εναντίον των βαρβάρων στο βουνό και να μην περιοριστεί στον έλεγχο της περιοχής, για να χτυπηθούν ταυτόχρονα οι Ινδοί βαλλόμενοι και από τις δύο πλευρές. Ο ίδιος ξημερώματα κίνησε το στράτευμα προς την πρόσβαση απ` όπου ανέβηκε απαρατήρητος ο Πτολεμαίος. Μέχρι το μεσημέρι γινόταν σφοδρή μάχη μεταξύ των Μακεδόνων, που επιχειρούσαν να πετύχουν τη διέλευση και των Ινδών που υπερασπίζονταν με βέλη κυρίως το οχυρό. Κατά το απόγευμα ο Αλέξανδρος με το στράτευμά του ενώθηκε με τους άνδρες του Πτολεμαίου. Και από `κει όλη μαζί η στρατιά βάδισε αμέσως εναντίον του βράχου ۠ αλλά και πάλι εκείνη τη μέρα ήταν αδύνατη η κατάληψη της Πέτρας. Το πρωί της επόμενης μέρας ο Αλέξανδρος διατάζει κάθε στρατιώτη να κόψει από εκατό πασσάλους. Και αυτοί το έκαναν και ο ίδιος, αρχίζοντας από την κορυφή του λόφου όπου είχαν στρατοπεδεύσει, επιχωμάτωνε το κοίλο μέρος μέχρι το βράχο με πολύ χώμα, απ` όπου έκρινε ότι θα ήταν δυνατό να φτάσουν τα βέλη τους στους βαρβάρους και τα βλήματα των μηχανών.
Κατά την πρώτη μέρα ο στρατός του κατάφερε να επιχωματώσει περίπου ένα στάδιο και την επόμενη οι σφενδονητές έριχναν με τις σφενδόνες τους εναντίον των Ινδών και οι βλητικές μηχανές εξαπέλυαν τα βλήματα, ανακόπτοντας έτσι τις επιθέσεις των Ινδών εναντίον αυτών που εργάζονταν για την ολοκλήρωση της επιχωμάτωσης. Οι εργασίες για την υπόλοιπη επιχωμάτωση συνεχίστηκαν για τρεις μέρες. Κατά την τέταρτη μέρα κατάφεραν με μεγάλο κίνδυνο λίγοι Μακεδόνες να καταλάβουν ένα τμήμα του γηλόφου στο ίδιο ύψος με το βράχο. Και ο Αλέξανδρος χωρίς καμιά διακοπή συνέχιζε την επιχωμάτωση, θέλοντας να ενώσει το επιτελούμενο έργο μέχρι το γήλοφο.
Οι Ινδοί, μένοντας κατάπληκτοι από το παράτολμο εγχείρημα των Μακεδόνων που είχαν καταλάβει το γήλοφο και βλέποντας την επιχωμάτωση σχεδόν να αγγίζει το βράχο τους, σταμάτησαν πια να αμύνονται και με ανθρώπους που έστειλαν στον Αλέξανδρο, έλεγαν ότι συμφωνούσαν να του παραδώσουν το βράχο αν έκανε μαζί τους ανακωχή. Και σχεδίαζαν, ροκανίζοντας το χρόνο με τις διαπραγματεύσεις την ημέρα, να φύγει τη νύχτα ο καθένας τους προς τις περιοχές τους. Αυτό το αντιλήφθηκε ο Αλέξανδρος και τους άφησε περιθώρια για την αναχώρηση. Και αφού αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί του περίπου 700 από τους σωματοφύλακες και τους υπασπιστές του, ανεβαίνει πρώτος επάνω στο βράχο. Οι υπόλοιποι Μακεδόνες πήραν το σύνθημα και στράφηκαν εναντίον των βαρβάρων που έφευγαν και σκότωσαν πολλούς κατά τη φυγή τους, ενώ άλλοι αποχωρώντας τρομοκρατημένοι σκοτώθηκα πέφτοντας στους γκρεμούς. Έτσι καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο και ο βράχος που δεν είχε καταληφθεί ούτε και από τον Ηρακλή, και πάνω του ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσίες και κατασκεύασε και φρούριο. Ύστερα ο Μακεδόνας βασιλιάς αφήνει το βράχο και εισβάλλει στη χώρα των Ασσακηνών. Εκεί ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα σχετικά με τους ελέφαντες.
Ο Αλέξανδρος τώρα βάδιζε προς τον Ινδό ποταμό και ο στρατός του άνοιγε δρόμους, γιατί και η άλλη περιοχή ήταν αδιάβατη. Στην πορεία συλλαμβάνει μερικούς από τους βαρβάρους και μαθαίνει από αυτούς ότι οι Ινδοί της ενδοχώρας είχαν καταφύγει στον Αβισάρη και ότι είχαν εγκαταλείψει τους ελέφαντες κοντά στον Ινδό για να βοσκήσουν. Και ο Αλέξανδρος κυνήγησε τους ελέφαντες και, πιάνοντάς τους, έγιναν πλέον μέρος της στρατιάς του. Κι επειδή υπήρχε και χρήσιμη ξυλεία δίπλα στο ποτάμι, αυτή δεντροτομήθηκε από το στρατό και ναυπηγήθηκαν πλοία. Κι αυτά στη συνέχεια έπλεαν στον Ινδό ποταμό προς τη γέφυρα που ήδη είχαν κατασκευάσει ο Ηφαιστίωνας και ο Περδίκας.
Στον Ινδό ποταμό στάλθηκαν από τον Ινδό Ταξίλη ως δώρα περίπου διακόσια ασημένια τάλαντα, 3.000 βόδια προοριζόμενα για θυσίες, πάνω από 10.000 πρόβατα , περίπου 30 ελέφαντες και 700 Ινδοί ιππείς. Στην πόλη Τάξιλα θυσίασε ο Αλέξανδρος στους θεούς και διοργάνωσε αθλητικούς και ιππικούς αγώνες προς τιμή του ποταμού.
Το πρωί ο Αλέξανδρος με όλο του το στράτευμα επιχείρησε να περάσει τον Ινδό στην πορεία του για τη χώρα των Ινδών. Και αφήνει στα Τάξιλα φρουρά και μερικούς από τους στρατιώτες που ήταν ακατάλληλοι για πόλεμο λόγω ασθένειας. Ο ίδιος βάδιζε προς τον Υδάσπη ποταμό. Υπήρχαν πληροφορίες ότι πέρα από τον Υδάσπη ο Πώρος με όλες του τις δυνάμεις είχε αποφασίσει να εμποδίσει τη διέλευση του ποταμού από τους Μακεδόνες ή να επιτεθεί την ώρα που θα τον περνούσαν. Αυτά όταν τα έμαθε ο Αλέξανδρος, έστειλε τον Κοίνο του Πολεμοκράτη πίσω στον Ινδό ποταμό με την εντολή να κόψει τα πλοία που είχε ναυπηγήσει για τη διάβαση του Ινδού και να τα φέρει στον ποταμό Υδάσπη. Έτσι κι έγινε.
Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στην όχθη του Υδάσπη και ο Πώρος φάνηκε στην απέναντι όχθη με όλη του τη στρατιά και πλήθος από ελέφαντες. Ο Πώρος παρατάχτηκε ακριβώς απέναντι από το στρατόπεδο του Αλέξανδρου ۠ και όσα άλλα σημεία του ποταμού ήταν περισσότερο ευκολοπέραστα, σ` αυτά τοποθέτησε φρουρές για να εμποδίσουν τους Μακεδόνες να περάσουν απέναντι. Όταν είδε αυτά ο Αλέξανδρος, έκρινε ότι έπρεπε να μετακινήσει το στρατό του σε διάφορα σημεία για να μπερδέψει τον Πώρο. Και αφού χώρισε τη στρατιά σε πολλά τμήματα, συγκέντρωσε τρόφιμα στο στρατόπεδο από όλα τα μέρη δυτικά του Υδάσπη, για να γίνει κατανοητό από τον Πώρο ότι ήταν αποφασισμένος να παραμείνει στην όχθη μέχρις ότου η στάθμη του ποταμού χαμηλώσει, φουσκωμένη τώρα λόγω του χειμώνα, και του εξασφαλίσει από πολλά σημεία τη διάβαση απέναντι. Τα πλοία του πάλι εδώ κι εκεί και τα ασκιά γεμάτα με άχυρα και η όχθη κατάμεστη αλλού από ιππείς και αλλού από πεζούς δεν άφηναν τον Πώρο να ηρεμήσει και ούτε τον επέτρεπαν να ετοιμασθεί για δράση επιλέγοντας απ` όλα τον καλύτερο τρόπο άμυνας.
Εκείνη την περίοδο όλοι οι ποταμοί της Ινδίας ήταν φουσκωμένοι με πολύ και θολό νερό και έρεαν ορμητικά. Ήταν αυτή η εποχή του έτους που ο ήλιος κάνει την τροπή του για το θέρος. Αυτή ακριβώς την εποχή πέφτουν ραγδαίες βροχές στην Ινδία και τα χιόνια του Καυκάσου, απ` όπου πηγάζουν και οι περισσότεροι ποταμοί, λιώνουν και μεγαλώνουν τον όγκο του νερού τους σε μεγάλο βαθμό.
Όπου ο ίδιος ο Πώρος έμενε στρατοπεδευμένος στην απέναντι όχθη του Υδάσπη, έκρινε ότι ήταν αδύνατο να διαβεί τον ποταμό. Ο Πώρος είχε μαζέψει μεγάλη στρατιά και οι ελέφαντές του ήταν πολλοί. Τα άλογα του Αλέξανδρου φαίνονταν ότι δε θα τολμούσαν να αποβιβασθούν στην αντίπερα όχθη, γιατί οι εκεί ελέφαντες αμέσως θα τα πλησίαζαν και θα τα τρόμαζαν με την όψη και τα μουγκρητά τους και θα αφηνίαζαν. Σκεφτόταν λοιπόν να ξεφύγει την προσοχή κατά τη διάβαση, ενεργώντας έτσι : αφού οδήγησε νύχτα σε πολλά διαφορετικά μέρη της όχθης τους πολλούς από τους ιππείς, προκαλούσε θόρυβο και τους διέταζε να κραυγάζουν και να κάνουν όλα τα άλλα που δημιουργούν ποικίλη ταραχή ανθρώπων που ετοιμάζονται για διάβαση. Ο Πώρος έβγαινε προς την κατεύθυνση των φωνών οδηγώντας τους ελέφαντες, και ο Αλέξανδρος τον παραπλανούσε να κάνει τη συνήθη αντίδρασή του. Επειδή αυτό έγινε επανειλημμένα και ουσιαστικά υπήρχαν μόνο φωνές και πολεμικές ιαχές, στη συνέχεια ο Πώρος δε μετακινούνταν προς το μέρος επικείμενης απόβασης των ιππέων, αλλά έμεινε στο στρατόπεδό του. Και ο Αλέξανδρος, καθώς πέτυχε την αδρανοποίηση του Πώρου, επινοεί κάτι τέτοιο :
Υπήρχε μια ψηλή « μύτη » στις όχθες του Υδάσπη, όπου ο ποταμός σχημάτιζε μια κάπως μεγάλη καμπή, κατάφυτη η ίδια από πολλά δέντρα και απάτητο ως ερημονήσι. Όταν αντιλήφθηκε αυτή τη νησίδα απέναντι από τη « μύτη », αποφάσισε να περάσει εκεί μέρος του στρατού του. Και σε όλο το μήκος της όχθης τοποθετήθηκαν από αυτόν φρουρές ۠ και από παντού ακούγονταν μέσα στη νύχτα φωνές επί πολλές νύχτες και ανάβονταν φωτιές. Ο Κρατερός είχε την εντολή να παραμείνει στο στρατόπεδο με τους διοικητές της εκεί περιοχής των Ινδιών και τους 5.000 ιππείς που είχαν φέρει αυτοί μαζί τους. Είχε ακόμη δοθεί εντολή στον Κρατερό να μη διαβεί νωρίτερα το ποτάμι πριν ο Πώρος με τις δυνάμεις του μετακινηθεί από `κει εναντίον των δυνάμεων του Αλέξανδρου ۠ « και αν ένα μέρος του στρατού του ο Πώρος το οδηγήσει εναντίον μου και ένα μέρος παραμείνει στο στρατόπεδο και οι ελέφαντες, εσύ και σ` αυτή την περίπτωση να μείνεις απέναντι ۠ αν όμως ο Πώρος οδηγήσει όλους τους ελέφαντες του εναντίον μου και μείνει κάποιο τμήμα του στρατού του στο στρατόπεδο, τότε κάνε τη διάβαση βιαστικά ».
Αυτά είχαν διαταχθεί στον Κρατερό. Ανάμεσα στο νησάκι και στο στρατόπεδο ( του Κρατερού ) είχαν λάβει θέση ο Μελέαγρος, ο Άτταλος και ο Γοργίας με τους μισθοφόρους ιππείς και τους πεζούς ۠ σ` αυτούς είχε διαταχθεί να περάσουν κατά τμήματα το ποτάμι όταν θα έβλεπαν τους Ινδούς να έχουν ήδη εμπλακεί σε μάχη. Ο ίδιος, επιλέγοντας για τον εαυτό του το άγημα των εταίρων, την ιππαρχία του Περδίκα, τους ιππείς από τα Βάκτρα και τη Σογδιανή και τη Σκυθία και τους ιπποτοξότες Δάες και από τη φάλαγγα τους υπασπιστές, καθώς και τους τοξότες και τους Αγριάνες, βάδιζε κρυφά μακριά από την όχθη για να μη γίνει φανερός ότι κατευθυνόταν προς το νησάκι. Τη νύχτα εκείνη ξέσπασε καταρρακτώδης βροχή. Κατά το πρωί κόπασαν ο άνεμος και η βροχή. Οι ιππικές δυνάμεις ανέβηκαν στις σχεδίες και όσοι από τους πεζούς χωρούσαν στα πλοία επιχειρούσαν απόβαση στο νησάκι.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιβιβάστηκε σε ένα τριακόντορο πλοίο και επιχειρούσε να περάσει απέναντι, και μαζί του ο Πτολεμαίος και ο Περδίκας και ο Λυσίμαχος, οι σωματοφύλακές του και ο Σέλευκος και οι μισοί υπασπιστές του ۠ τους άλλους υπασπιστές τους μετέφεραν άλλα πλοία. Η στρατιά προσέγγισε την όχθη ۠ μόλις οι εχθροί είδαν την ορμητική επέλασή τους, έτρεχαν με τα άλογά τους προς τον Πώρο. Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος επιβιβάστηκε πρώτος και, αφού έφτασαν και οι άλλοι από τα άλλα πλοία, όριζε τη θέση στους ιππείς που διαδοχικά αποβιβάζονταν – γιατί είχε διαταχθεί να αποβιβαστούν πρώτα οι ιππείς ۠ και, αρχηγός όλων αυτών, βάδιζε με τους άνδρες σε παράταξη. Δεν πρόσεξε όμως ότι δεν είχε αποβιβαστεί σε ασφαλές μέρος λόγω του ότι δε γνώριζε την περιοχή, αλλά είχε αποβιβαστεί σε ένα μεγάλο νησί που ήταν κομμένο από την όχθη, σε βαθμό που οι ιππείς δεν έβρισκαν το πέρασμα. Και μόλις επισημάνθηκε το πέρασμα, κατευθυνόταν εκεί με δυσκολία ۠ γιατί το ύψος του νερού έφτανε για τους πεζούς μέχρι το στήθος τους ( στο πιο βαθύ σημείο ), ενώ για τα άλογα μόλις και εξείχε το κεφάλι τους από το ποτάμι. Μόλις λοιπόν πέρασαν και αυτό το τμήμα του ποταμού, ο Αλέξανδρος αμέσως παράταξε το στρατό του.
Στο μικρό ενδιάμεσο τμήμα του ποταμού μετά το νησί κατέφθασε ο γιος του Πώρου με 2.000 ιππείς και με 120 άρματα. Ο Αλέξανδρος μόλις και είχε προλάβει να περάσει απέναντι. Και αρχικά ο Μακεδόνας βασιλιάς έστειλε εναντίον των εχθρών τους ιπποτοξότες και ο ίδιος, οδηγώντας τους ιππείς, τους επιτέθηκε σφοδρά ۠ αυτοί έκαναν μεταβολή όταν είδαν τον ίδιο τον Αλέξανδρο και το πλήθος των ιππέων του να τους επιτίθεται όχι κατά μέτωπο αλλά κατά ίλες. Από τους ιππείς των Ινδών σκοτώθηκαν περίπου 300, σκοτώθηκε και ο γιος του Πώρου ۠ πιάστηκαν και τα άρματα μαζί με τα άλογά τους.
Ο Πώρος, μαθαίνοντας αυτά, αποφάσισε να επιτεθεί με το σύνολο του στρατού του εναντίον του Αλέξανδρου. Έτσι, άφησε λίγους από τους ελέφαντες και ελάχιστο στρατό εκεί στο στρατόπεδο για να φοβίζουν από την όχθη τους ιππείς του Κρατερού. Και αυτός, αφού πήρε μαζί του όλο το ιππικό, περίπου 4.000 ιππείς και όλα τα άρματα, συνολικά 300 και 200 ελέφαντες και τους πιο επίλεκτους από τους πεζούς, περίπου 30.000, όρμησε εναντίον του Αλέξανδρου. Παράταξε λοιπόν το στρατό του και μπροστά προχωρούσαν οι ελέφαντες κατά μέτωπο για να προξενούν παντού φόβο στους ιππείς του Αλέξανδρου.
Όταν ο Αλέξανδρος είδε τους Ινδούς να παρατάσσονται για μάχη, συγκράτησε τους ιππείς από την περαιτέρω καταδίωξη για να υποδεχθεί τη στρατιά του Πώρου που συνέχεια πλησίαζε. Και όταν η φάλαγγά του συγκεντρώθηκε τροχάδην σε ένα μέρος, δεν την παράταξε αμέσως για μάχη, για να μην οδηγήσει κουρασμένη και αγκομαχώντας εναντίον των ξεκούραστων βαρβάρων, αλλά κάνοντας κύκλους με το ιππικό, φρόντισε να αναπαυθούν οι πεζοί του και να ανακτήσουν το φρόνημά τους. Και όταν είδε προσεκτικά την παράταξη των Ινδών, οδηγώντας το μεγαλύτερο μέρος του ιππικού, βάδιζε προς το αριστερό κέρας του εχθρού για να επιτεθεί εκεί ۠ τον Κοίνο με την ιππαρχία του τον έστειλε εναντίον του δεξιού κέρατος.
Στο μεταξύ και οι Ινδοί βγήκαν παράλληλα με τον Αλέξανδρο για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη επίθεση. Όταν είδαν το στρατό του Αλέξανδρου να επιτίθεται από δύο μεριές ( από τα πλάγια ), υποχρεώθηκαν να παρατάξουν το ιππικό τους προς δύο αμφίδρομες κατευθύνσεις ۠ αυτό αμέσως τάραξε το σχηματισμό και το φρόνημα των Ινδών και ο Αλέξανδρος, εκμεταλλευόμενος την κρίσιμη στιγμή της αλλαγής της διάταξης του ιππικού, επιτίθεται προς τους απέναντί του, έτσι που οι Ινδοί δε μπόρεσαν να τον αποκρούσουν, αλλά έπεσαν πάνω στους ελέφαντες. Τότε οι μαχητές πάνω από τους ελέφαντες στράφηκαν προς το Μακεδονικό ιππικό και η φάλαγγα των Μακεδόνων επιτέθηκε εναντίον των ελεφάντων, ρίχνοντας ακόντια στους μαχητές και χτυπώντας τα ίδια τα θηρία κυκλικά από παντού. Και η μάχη δεν έμοιαζε με καμιά από τις προηγούμενες ۠ τα θηρία ορμούσαν ενάντια στους πεζούς και οι ιππείς των Ινδών, διαπιστώνοντας ότι είχε αρχίσει η μάχη με τους πεζούς, γύρισαν πάλι πίσω και όρμησαν εναντίον του ιππικού ( του Αλέξανδρου ). Μόλις πάλι επικράτησαν οι δυνάμεις του Αλέξανδρου, κατευθύνθηκαν πάλι εναντίον των ελεφάντων. Οι Μακεδόνες σκόρπισαν φοβερό φονικό στους εχθρούς και καθώς τα θηρία στριμώχτηκαν σε στενό μέρος, προκαλούσαν μεγαλύτερη ζημιά στους ίδιους τους Ινδούς παρά στους εχθρούς, καταπατώντας τους.
Αλλά και οι ιππείς των εχθρών, καθώς στριφογύριζαν σε στενό μέρος γύρω από τους ελέφαντες, είχαν μεγάλες απώλειες. Οι ίδιοι οι ελέφαντες, επειδή τραυματίστηκαν και πονούσαν, συμπεριφερόμενοι αλλόφρονα από τα τραύματά τους σε φίλους και εχθρούς, με κάθε τρόπο έσπρωχναν και καταπατούσαν τους ανθρώπους και τους σκότωναν. Αλλά οι Μακεδόνες, επειδή πολεμούσαν από ευρύχωρο μέρος και πλησίαζαν τους ελέφαντες όταν οι ίδιοι ήθελαν, όπου ορμούσαν οι ελέφαντες αυτοί υποχωρούσαν και όταν γύριζαν οι ελέφαντες πίσω, τους καταδίωκαν ρίχνοντας ακόντια. Και καθώς τα θηρία είχαν κουραστεί και οι εξορμήσεις τους δε γίνονταν με σθένος αλλά υποχωρούσαν αφήνοντας μόνο τα μουγκρητά τους, ο ίδιος ο Αλέξανδρος περικυκλώνει με το ιππικό του όλη την παράταξη των εχθρών και δίνει διαταγή στους φαλαγγίτες να οδηγηθούν εναντίον των εχθρών συγκεντρωμένοι σε πυκνότατη παράταξη. Έτσι, και οι ιππείς και οι πεζοί των Ινδών εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά με την επίθεση, καθώς οι Μακεδόνες επέπεσαν εναντίον τους από παντού ۠ οι υπόλοιποι εχθροί τράπηκαν σε φυγή.
Στο μεταξύ ο Κρατερός με τη στρατιά του που είχαν αφεθεί στη δυτική πλευρά της όχθης του Υδάσπη, όταν είδαν ότι ο Αλέξανδρος είχε πετύχει λαμπρή νίκη, πέρασαν κι αυτοί το ποτάμι. Κι αυτοί σκότωσαν με τη σειρά τους πλήθος Ινδών κατά την υποχώρησή τους. Συνολικά από τους Ινδούς σκοτώθηκαν περίπου 20.000 πεζοί, 3.000 ιππείς και καταστράφηκαν όλα τα άρματά τους ۠ σκοτώθηκαν και δύο παιδιά του Πώρου και όλοι οι διοικητές του ιππικού και του πεζικού, πιάστηκαν και οι ελέφαντες, όσοι δεν είχαν φονευθεί κατά τη μάχη.
Ο Πώρος, αφού έδειξε μεγάλα προτερήματα στη μάχη, όταν είδε το φόνο των ιππέων, των πεζών και των ελεφάντων, δεν αποχώρησε όπως ο Δαρείος, που έδωσε πρώτος το παράδειγμα φυγής στους γύρω του, αλλά μέχρις ότου έμενε σταθερό έστω κι ένα μέρος των Ινδών κατά τη μάχη, μέχρι τότε, αφού αγωνίστηκε, και πληγωμένος στο δεξιό του ώμο, τον οποίο έχοντας ακάλυπτο συνέχιζε να μάχεται, τότε πλέον και ο ίδιος αποχώρησε.
Ο Αλέξανδρος, μόλις είδε το μεγαλόσωμο και γενναίο άνδρα στη μάχη, καταλήφθηκε από την επιθυμία να τον σώσει. Αρχικά έστειλε κοντά του τον Ινδό ηγεμόνα Ταξίλη, αλλά ο Πώρος ετοιμάστηκε να του ρίξει ακόντιο. Μετά ο Αλέξανδρος έστειλε το Μερόη, άνδρα Ινδό, παλιός φίλος του Πώρου. Ο Πώρος, επειδή άκουσε τις παραγγελίες του Μερόη και επειδή υπέφερε από δίψα, σταμάτησε τον ελέφαντα και κατέβηκε κάτω. Και μόλις ήπιε νερό και δροσίστηκε, τον παρακάλεσε να τον οδηγήσει αμέσως στον Αλέξανδρο.
Και ο Αλέξανδρος μόλις πλησίασε τον Πώρο, θαύμαζε το ανάστημά του και το ότι δε φαινόταν να είναι με ταπεινωμένο φρόνημα, αλλά ( προσήλθε ) όπως θα προσερχόταν ένας γενναίος άνθρωπος σε ένα γενναίο άντρα. Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος τον παρακίνησε να πει τι θα ήθελε να του συμβεί. Και ο Πώρος είπε : « βασιλικά να μου φερθείς, Αλέξανδρε ». Και ο Αλέξανδρος είπε : « Αυτό θα το έχεις εκ μέρους μου ۠ εσύ όμως ζήτησε ό,τι άλλο επιθυμείς για τον εαυτό σου ». Αυτός απάντησε ότι όλα συμπεριλαμβάνονται σ` αυτό ( στο « βασιλικά » ). Ο Αλέξανδρος παραχώρησε στον Πώρο και την ηγεμονία της Ινδίας και άλλη ακόμη χώρα προσάρτησε σ` αυτόν, μεγαλύτερη από εκείνη που είχε προηγουμένως. Ο Αλέξανδρος τον είχε μετέπειτα έμπιστο φίλο σε όλα.
Στο σημείο που έγινε η μάχη και στο σημείο από όπου πέρασε τον Υδάσπη ποταμό ο Αλέξανδρος έχτισε πόλεις. Και τη μια πόλη την ονόμασε Νίκαια, σε ανάμνηση της νίκης κατά των Ινδών, και την άλλη Βουκεφάλα, που χάθηκε εκεί, όχι χτυπημένος από κάποιον εχθρό, αλλά από τη ζέστη και τα χρόνια του – γιατί ήταν γερασμένος ύστερα από τριάντα χρόνια – και βαθιά κουρασμένος από τους πολλούς κινδύνους που πέρασε μαζί με τον Αλέξανδρο, δεχόμενος ως αναβάτη μόνο τον Αλέξανδρο.
Αφού ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς της μάχης με τις καθιερωμένες τιμές, πρόσφερε και τις πρέπουσες θυσίες στους θεούς μετά τη νίκη, οργάνωσε και αθλητικούς και ιππικούς αγώνες στην όχθη του Υδάσπη. Τον Κρατερό, λοιπόν, με μέρος του στρατού του τον άφησε να ολοκληρώσει και να χτίσει τείχη στις πόλεις που έχτιζε εκεί. Ο ίδιος βάδιζε προς τους Ινδούς που κατοικούσαν κοντά στον Πώρο. Το όνομά του αυτού ήταν Γλαύκες. Και όλοι προσεύχονταν σ` αυτόν δηλώνοντας υποταγή. Και κατέλαβε περίπου 37 πόλεις, στις οποίες οι κάτοικοι στη μικρότερη πόλη δεν ήταν λιγότεροι από 5.000, ενώ στις περισσότερες ανέρχονταν πάνω από 10.000.
Ο Αλέξανδρος τώρα βάδιζε προς τον Ακεσίνη ποταμό. Τον Πώρο τον έστειλε στα μέρη του για να στρατολογήσει τους πιο γενναίους από τους Ινδούς και αν έχει κι άλλους ελέφαντες στην πατρίδα του, και μ` αυτούς να γυρίσει πάλι κοντά του. Ο ίδιος, αφού πέρασε το ποτάμι, παίρνοντας τους πιο ελαφρά οπλισμένους της στρατιάς του, σχεδίαζε να καταδιώξει τον άλλον Πώρο, γιατί είχε εγκαταλείψει τη χώρα, παίρνοντας μαζί του και όσους από τους μάχιμους μπόρεσε να πείσει να τον ακολουθήσουν στη φυγή.
Εξορμώντας εναντίον του ο Αλέξανδρος, φτάνει στον ποταμό Υδραώτη. Από εκεί στέλνει τον Ηφαιστίωνα, δίνοντάς του μέρος του στρατεύματος, στη χώρα του Πώρου που είχε αποστατήσει. Καθώς ο Αλέξανδρος προχωρούσε πέρα από τον Υδραώτη, οι περισσότεροι έσπευδαν και του δήλωναν υποταγή ۠ κάποιους που πρόβαλλαν αντίσταση ή τράπηκαν σε φυγή τους κατέλαβε με πόλεμο και τους υπόταξε.
Τότε πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος ότι κάποιοι από τους αυτόνομους Ινδούς και οι επονομαζόμενοι Καθαίοι προετοιμάζονταν οι ίδιοι να πολεμήσουν αν πλησίαζε στη χώρα τους ο Μακεδόνας βασιλιάς και καλούσαν να συνταχθούν μαζί τους και όλα τα άλλα αυτόνομα γειτονικά τους έθνη ۠ και ήταν η πόλη στην οποία σχεδίαζαν να προβάλλουν αντίσταση οχυρή, Σάγγαλα ήταν το όνομά της, και οι ίδιοι οι Καθαίοι θεωρούνταν γενναιότατοι και άριστοι στα πολεμικά ۠ όμοιοί τους ήταν και οι Οξυδράκες και οι Μαλλοί, άλλα έθνη των Ινδών.
Όταν αναφέρθηκαν αυτά στον Αλέξανδρο, ξεκίνησε εναντίον των Καθαίων. Κατά την Τρίτη μέρα της εκκίνησής του από τον Υδραώτη ποταμό είδε τους Καθαίους, τους Σαγγάλους και τους άλλους γείτονές τους να έχουν παραταχθεί συγκεντρωμένοι μπροστά στην πόλη πάνω από ένα γήλοφο, και κυκλικά προς το γήλοφο είχαν τοποθετήσει άμαξες, έτσι που να υπάρχει τριπλό χαράκωμα μπροστά; Από τις άμαξες. Ο Αλέξανδρος αμέσως εξαπολύει εναντίον τους τους τοξότες, διατάζοντάς τους να ακροβολισθούν πάνω στα άλογά τους. Ο Αλέξανδρος, αφού παράταξε το στρατό του, ο ίδιος, παίρνοντας το ιππικό της δεξιάς πτέρυγας, κινήθηκε ενάντια στις άμαξες των Ινδών.
Επειδή οι Ινδοί δε βγήκαν έξω από τις άμαξες να αντιμετωπίσουν το ιππικό που τους πλησίαζε, αλλά ανέβηκαν πάνω σ` αυτές και ακροβολίστηκαν πιο ψηλά, εκτιμώντας ο Αλέξανδρος ότι δεν προσφερόταν στο ιππικό για να τους πολεμούσαν, κατέβηκε από το άλογό του και οδήγησε πεζός εναντίον τους τη φάλαγγα των πεζών. Όταν με επιθέσεις οι Μακεδόνες κατάφεραν να εκδιώξουν τους Ινδούς και από την πρώτη σειρά των αμαξών και από τη δεύτερη σειρά, τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν μέσα στην πόλη. Τα πράγματα εξελίχτηκαν όπως ακριβώς τα υπολόγισε ο Αλέξανδρος ۠ γύρω στη δεύτερη νυχτερινή βάρδια, κατεβαίνοντας οι πολλοί από το τείχος έπεσαν πάνω στις προφυλακές των ιππέων ۠ οι πρώτοι εξοντώθηκαν από αυτούς και οι δεύτεροι, όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν περικυκλωθεί, επέστρεψαν πάλι μέσα στην πόλη.
Ο Αλέξανδρος περικυκλώνει την πόλη με διπλό χαράκωμα. Ο ίδιος σχεδίαζε να οδηγήσει τις μηχανές εναντίον του τείχους για να γκρεμίσει μέρος του ( τείχους ). Όμως, κάποιοι από τους μέσα λιποτάχτησαν, τον πληροφόρησαν ότι σχεδίαζαν οι Ινδοί να εγκαταλείψουν την πόλη εκείνη τη νύχτα. Ήδη ήταν η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας και οι βάρβαροι, όπως είχε ανακοινωθεί στον Αλέξανδρο, άνοιξαν τις πύλες και ξεχύθηκαν βιαστικά έξω. Μόλις ακούστηκε η σάλπιγγα, οι Μακεδόνες όρμησαν εναντίον τους. Και κατά την υποχώρησή τους σκοτώθηκαν περίπου 500.
Στο μεταξύ καταφθάνει και ο Πώρος, έχοντας μαζί του τους υπόλοιπους ελέφαντες και περίπου 5.000 Ινδούς στρατιώτες. Οι Μακεδόνες κυριεύουν ολοκληρωτικά την πόλη. Κατά την κατάληψη της πόλης σκοτώθηκαν πάνω από 17.000 και αιχμαλωτίστηκαν πάνω από 70.000 ۠ ακόμη, πήραν 300 άρματα. Από τους άνδρες του Αλέξανδρου σκοτώθηκαν περίπου 100, αλλά οι τραυματισμένοι ξεπέρασαν τους 1.200. Ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς με τις καθιερωμένες τιμές.
Και σχετικά με την κατάσταση πέρα από τον Ύφαση ποταμό μάθαινε ότι η χώρα ήταν πλούσια και οι άνθρωποί της γενναίοι στα πολεμικά ۠ ακόμη, ο λαός κυβερνιόταν από τους άριστους και αυτοί διοικούσαν με σύνεση. Εκεί υπήρχε πλήθος ελεφάντων, ασύγκριτα μεγαλύτερο από ό,τι στους άλλους Ινδούς. Αυτές οι πληροφορίες κέντριζαν το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου να προχωρήσει βαθύτερα ۠ όμως οι Μακεδόνες είχαν κουραστεί αφάνταστα, βλέποντας το βασιλιά τους να αναλαμβάνει κόπους πάνω σε κόπους και να τους οδηγεί από κίνδυνο σε κίνδυνο ۠ άρχισαν μάλιστα να γίνονται συγκεντρώσεις στο στρατόπεδο, δηλώνοντας ότι δε θα ακολουθήσουν το βασιλιά τους. Όταν τα έμαθε αυτά ο Αλέξανδρος, προτού πάρει διαστάσεις η αναταραχή και η απροθυμία στο στρατόπεδο, συγκέντρωσε τους διοικητές των μονάδων του στρατού και τους είπε τα εξής :
« Επειδή διαπιστώνω, άνδρες Μακεδόνες και σύμμαχοι, ότι δεν έχετε την πρόθεση να με ακολουθήσετε με την ίδια διάθεση στους κινδύνους, σας συγκέντρωσα όλους μαζί ή να σας πείσω και να συνεχίσουμε την πορεία ή να πεισθώ ( από εσάς ) και να γυρίσουμε πίσω. Αν οι μέχρι τώρα κόποι είναι αξιοκατάκριτοι καθώς και οι δική μου ηγεσία, δεν ωφελεί να πω τίποτε περισσότερο. Αν όμως με αυτούς ακριβώς τους κόπους κατέχεται από εσάς και η Φοινίκη και η Αίγυπτος με την Ελληνική Λιβύη και μέρος της Αραβίας και η Κοίλη Συρία και η Μεσοποταμία και κατέχεται επίσης η Βαβυλώνα και τα Σούσα και οι Πέρσες και οι Μήδοι και όσοι τελούσαν κάτω από την εξουσία των Περσών και αν επιπλέον ο Ινδός ποταμός ρέει μέσα στη δική μας επικράτεια, το ίδιο και ο Υδάσπης, ο Ακεσίνης, ο Υδραώτης, γιατί διστάζετε να προσθέσετε στη δική σας Μακεδονική εξουσία και τον Ύφαση και τα έθνη πέρα από τον Ύφαση ποταμό;
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι τέλος των κόπων για ένα γενναίο άνδρα είναι οι ίδιοι οι κόποι, όσοι οδηγούν σε καλά έργα. Και αν κάποιος θέλει να μάθει ποιο θα είναι αυτό το τέλος αυτού του πολέμου, ας κατανοήσει ότι δεν είναι πολλή η υπολειπόμενη έκταση μέχρι το Γάγγη ποταμό και την ανατολική θάλασσα. Κι εγώ θα αποδείξω στους Μακεδόνες και τους συμμάχους ότι ο Ινδός κόλπος είναι συνέχεια του Περσικού και η Υρκανία είναι συνέχεια της Ινδίας. Και από τον Περσικό κόλπο θα πλεύσουν τα πλοία μας μέχρι τη Λιβύη και τις Ηράκλειες Στήλες ۠ και από τις Ηράκλειες Στήλες η Λιβύη όλη με την ενδοχώρα της γίνεται όλη δική μας και η Ασία όλη παρομοίως, και τα σύνορα της επικράτειάς μας είναι τα σύνορα που όρισε ο θεός για την ξηρά.
Αν όμως τώρα γυρίσουμε πίσω, πολλά πολεμικά έθνη μένουν πέρα από τον Ύφαση, ώστε υπάρχει φόβος μήπως, αν γυρίσουμε πίσω, ξεσηκωθούν σε αποστασία και τα μέρη που τώρα κατέχουμε, καθώς δεν είναι ασφαλή, με την υποκίνηση αυτών που τώρα δεν υποτάξαμε. Και τότε οι πολλοί κόποι μας θα αποδειχθούν αδικαίωτοι ή θα χρειασθούν πάλι από την αρχή νέοι κόποι και κίνδυνοι. Αλλά να επιμείνετε, άνδρες Μακεδόνες και σύμμαχοι.
Τα καλά έργα ανήκουν σε όσους κοπιάζουν και κινδυνεύουν και είναι ευχάριστο να ζει κανείς ενάρετα και να πεθαίνει αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα. Ή μήπως δε γνωρίζετε ότι ο πρόγονός μας Ηρακλής έφτασε σε τέτοια μεγάλη δόξα ώστε να γίνει ή να θεωρείται θεός από άνθρωπος; Αλλά εμείς φτάσαμε και πέρα από τη Νύσα και η Άορνος πέτρα, που δεν κυριεύτηκε ούτε από τον Ηρακλή, από εμάς υποτάχτηκε.
Αν πάλι εγώ σας οδηγούσα μέσα από πόνους και κινδύνους δικούς σας χωρίς ο ίδιος να κινδυνεύω, εύλογα θα αισθανόσασταν με πεσμένο το ηθικό σας πως άλλοι θα συμμετείχαν και άλλοι θα καρπώνονται τις επιτυχίες σας ۠ τώρα όμως είναι κοινοί οι κόποι μας, συμμετέχουμε εξίσου στους κινδύνους, ενώ τα βραβεία είναι κοινά για όλους. Γιατί η χώρα είναι δική σας και εσείς τη διοικείτε. Και το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αποδίδεται σε `σας ۠ και αν κατακτήσουμε όλη την Ασία, θα στείλω όσους θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα ή θα τους οδηγήσω ο ίδιος, κι όσους προτιμήσουν να μείνουν εδώ θα τους κάνω αξιοζήλευτους στα μάτια όσων θα φύγουν ».
Αυτά και άλλα παρόμοια αφού είπε ο Αλέξανδρος, επικράτησε για πολλή ώρα σιγή, καθώς κανένας ούτε τολμούσε να εκφράσει καθαρά την αντίθεσή του προς το βασιλιά ούτε ήθελε να συμφωνήσει μαζί του ( πρώτη φορά έβλεπε τους ακροατές του σιωπηλούς, ενώ όλες τις άλλες φορές ξεσπούσαν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα ). Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος πολλές φορές ζήτησε να εκφράσει όποιος θέλει την άποψή του ۠ αλλά και πάλι επικρατούσε σιγή. Τελικά πήρε το θάρρος ο Κοίνος του Πολεμοκράτη και είπε περίπου τα εξής :
« Επειδή, βασιλιά μου, δε θέλεις να ηγείσαι των Μακεδόνων με διαταγές, εγώ θα μιλήσω εκ μέρους της μεγάλης μάζας του στρατού. Όσο περισσότερα και μεγαλύτερα κατορθώματα έχουν γίνει χάρη στη δική σου ηγεσία, τόσο περισσότερο μου φαίνεται ότι συμφέρει να βάλεις τέλος στους κόπους και τους κινδύνους. Γιατί, βλέπεις ασφαλώς πόσοι από τους Μακεδόνες και τους Έλληνες ξεκινήσαμε μαζί σου και πόσοι απομείναμε ۠ και αυτοί οι ελάχιστοι που απομείναμε ούτε διακρίνονται πια για την προσωπική τους ακμή, μα προπαντός αισθάνονται ψυχικά κουρασμένοι. Και όλοι αυτοί επιθυμούν να δουν τους γονείς τους – για όσους υπάρχουν ακόμη στη ζωή – επιθυμούν να δουν την πατρίδα τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Εσύ λοιπόν μην τους οδηγείς βαθύτερα στην Ασία παρά τη θέλησή τους. Και αφού πρώτα επιστρέψεις και ο ίδιος στην πατρίδα, αν το κρίνεις σωστό, και αφού τακτοποιήσεις τις ελληνικές υποθέσεις και αφού φέρεις στην πατρική γη αυτές τις πολλές και μεγάλες νίκες, ετοίμασε πάλι από την αρχή νέα εκστρατεία, αν βέβαια θέλεις ۠ αυτά είναι δική σου υπόθεση να τα πραγματοποιήσεις. Θα σε ακολουθήσουν σίγουρα άλλοι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες, νέοι αντί γερόντων και ξεκούραστοι στη θέση κουρασμένων. Και είναι σπουδαίο πράγμα, βασιλιά μου, περισσότερο από κάθε άλλο, η σύνεση μέσα στην ευτυχία ».
Όταν ο Κοίνος είπε αυτά, προκλήθηκε από τα λόγια του ταραχή μεταξύ των παρόντων ۠ από πολλούς μάλιστα κύλησαν δάκρυα, αναλογιζόμενοι την πατρίδα τους. Ο Αλέξανδρος τότε, στενοχωρημένος για τα λόγια του Κοίνου και για την απροθυμία των άλλων αξιωματικών του, διέλυσε τη σύσκεψη.
Και την επόμενη μέρα συγκάλεσε και πάλι οργισμένος τους ίδιους και τους ανακοίνωσε ότι αυτός θα προχωρήσει μπροστά και ότι δε θα εξαναγκάσει κανέναν από τους Μακεδόνες να τον ακολουθήσει χωρίς τη θέλησή του ۠ γιατί θα βρει άτομα να τον ακολουθήσουν. Για όσους θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα μπορούν να φύγουν και να αναγγείλουν στους συμπατριώτες τους ότι επέστρεψαν αφήνοντας το βασιλιά τους ανάμεσα στους εχθρούς. Αυτά είπε και αποσύρθηκε στη σκηνή και κανέναν από τους φίλους του δε δέχτηκε επί τρεις μέρες, περιμένοντας μήπως αλλάξουν γνώμη οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοι. Και καθώς επικρατούσε μεγάλη σιγή πάλι σε όλο το στρατόπεδο, ο Αλέξανδρος έκανε ( πάλι ) αποβατήριες θυσίες, αλλά οι θυσίες δεν του απέβαιναν ευοίωνες ( για να υποχωρήσει ο βασιλιάς συνηγορούσαν και οι θεοί! ). Τότε λοιπόν, αφού συγκάλεσε τους πιο ηλικιωμένους από τους εταίρους του και τους πιο έμπιστους φίλους του, ανακοινώνει στη στρατιά ότι έχει ληφθεί η απόφαση να γυρίσουν πίσω.
Και αυτοί φώναζαν όπως θα φώναζε όχλος πολύς γεμάτος χαρά και πολλοί από αυτούς έκλαιγαν. Εκεί ο Αλέξανδρος, αφού χώρισε τη στρατιά σε τμήματα, διατάζει να κατασκευάσουν δώδεκα βωμούς, ίσους στο ύψος με τους μεγαλύτερους πύργους και στο πλάτος ακόμη μεγαλύτερους από τους πύργους, ως ευχαριστήρια εκδήλωση στους θεούς που τον είχαν οδηγήσει σε τόσο μεγάλες νίκες, και ως μνημεία των αγώνων του. Και όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή των βωμών, θυσιάζει πάνω σ` αυτούς και διοργανώνει αθλητικούς και ιππικούς αγώνες.
Και την περιοχή μέχρι τον Ύφαση ποταμό την παραχωρεί στον Πώρο να τη διοικεί και ο ίδιος επιστρέφει προς τον Υδραώτη ποταμό και, διαβαίνοντας και τον Υδραώτη, γυρίζει πάλι πίσω προς τον Ακεσίνη. Από εκεί προετοιμαζόταν για τον κατάπλου προς τη μεγάλη θάλασσα. Εκεί έφτασαν οι διοικητές των γύρω περιοχών φέρνοντας του δώρα, τα πιο σπουδαία για τους Ινδούς, και επιπλέον 30 ελέφαντες. Στον Ακεσίνη ποταμό θυσιάζει πάλι. Και αφού πέρασε τον Ακεσίνη, έφτασε στον Υδάσπη, όπου μαζί με τη στρατιά του επισκεύασε τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τις πλημμύρες στις πόλεις Νίκαια και Βουκεφάλα και τακτοποίησε και όλα τα άλλα θέματα της περιοχής ( 326 π.Χ.).
Ο Αλέξανδρος, αφού ετοιμάστηκαν στις όχθες του Υδάσπη πολλά τριακόντορα και πολλά ιππαγωγικά πλοία και άλλα, αποφάσισε να κατεβεί μέσα από τον Υδάσπη προς τη Μεγάλη θάλασσα. Εκείνες τις ημέρες πέθανε από ασθένεια ο Κοίνος του Πολεμοκράτη, ένας από τους πιο πιστούς από τους εταίρους του Αλέξανδρου ۠ και αυτόν τον έθαψε με τη μεγαλύτερη δυνατή μεγαλοπρέπεια.
Και όταν είχαν ετοιμασθεί τα πάντα, τα χαράματα ο στρατός επιβιβαζόταν στα πλοία, ενώ ο Αλέξανδρος θυσίαζε στους θεούς κατά τα καθιερωμένα και στον Υδάσπη ποταμό, όπως συνιστούσαν οι μάντεις. Μετά από λίγο δόθηκε με τη σάλπιγγα το σύνθημα της αποχώρησης.
Ο ίδιος, πλέοντας βιαστικά μέσα στον Υδάσπη, κατευθυνόταν προς τη χώρα των Μαλλών και των Οξυδρακών, γιατί είχε πληροφορίες ότι ήταν οι περισσότεροι και οι πολεμικότεροι από τους εκεί Ινδούς και γιατί του ανακοινώθηκε ότι είχαν αποφασίσει να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη. Και διαβαίνοντας μέσα από άνυδρη περιοχή, έφτασε γρήγορα στην πόλη των Μαλλών. Αυτοί, επειδή δεν πίστευαν ότι μέσα από την άνυδρη περιοχή θα στρεφόταν εναντίον τους ο Αλέξανδρος, ήταν έξω από την πόλη και άοπλοι οι περισσότεροι ۠ γι` αυτό εξάλλου ακολούθησε αυτό το δρόμο ο Αλέξανδρος. Αφού λοιπόν επέπεσε εναντίον τους απροσδόκητα, τους περισσότερους από αυτούς τους εξολόθρευσε χωρίς καμιά αντίσταση. Οι υπόλοιποι κλείστηκαν στην πόλη και ο ίδιος επιτέθηκε εναντίον του τείχους ۠ οι εχθροί εγκατέλειψαν το τείχος, γιατί δε μπορούσαν να το υπερασπισθούν πλέον. Η ακρόπολη κυριεύτηκε ολοκληρωτικά και όλοι που είχαν καταφύγει εκεί εξοντώθηκαν ۠ και ήταν περίπου 2.000.
Ο Αλέξανδρος έφτασε στον Υδραώτη ποταμό. Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι περισσότεροι από τους Μαλλούς είχαν περάσει απέναντι ۠ και με επίθεση εναντίον αυτών, σκότωσε πολλούς και τους υπόλοιπους τους καταδίωξε. Ο Μακεδόνας βασιλιάς τώρα βάδιζε εναντίον μιας πόλης των Βραχμάνων, γιατί είχε πληροφορίες ότι είχαν καταφύγει και εκεί μερικοί από τους Μαλλούς ۠ και εκεί η ακρόπολη κυριεύτηκε και οι περισσότεροι ( από τους εχθρούς ) έπεσαν μαχόμενοι ۠ συνολικά σκοτώθηκαν 5.000.
Οι Μακεδόνες, αφού πέρασαν τον Υδραώτη ποταμό, πάνω στις όχθες του, που ήταν αρκετά υψηλές, περίμεναν οι Ινδοί παραταγμένοι για να εμποδίσουν τη διέλευση του Αλέξανδρου. Ο ίδιος, μόλις έφτασε στον ποταμό και είδε απέναντι να έχουν παραταχθεί οι εχθροί, αμέσως, όπως ήταν από το δρόμο, μπαίνει μέσα στο ποτάμι με ( μόνο ) το ιππικό του. Οι Ινδοί απομακρύνθηκαν από την όχθη ۠ και ο Αλέξανδρος τους καταδίωκε. Και όταν είδαν να τους καταδιώκουν μόνο οι ιππείς, οι Ινδοί έκαναν μεταβολή και πολέμησαν γενναία – ήταν περίπου 5.000. Και ο Αλέξανδρος, διαπιστώνοντας ότι αυτοί ήταν πολλοί και ότι το πεζικό του ήταν μακριά, δεν προχώρησε σε κατά μέτωπο σύγκρουση εναντίον των Ινδών. Στο μεταξύ καταφτάνουν κοντά του και οι Αγριάνες και οι ελαφρά οπλισμένοι και οι τοξότες ۠ οι εχθροί, καθώς τους περίζωναν κίνδυνοι από παντού, έκαναν μεταβολή και τράπηκαν σε φυγή βιαστικά προς την πιο οχυρή από τις κοντινές πόλεις. Οι Μακεδόνες τους καταδίωξαν και τη νύχτα στρατοπέδευσαν κυκλικά προς το τείχος.
Την επόμενη μέρα, αφού ο Αλέξανδρος χώρισε το στρατό σε δύο μέρη, ο ίδιος οδηγώντας το ένα επιτέθηκε εναντίον του τείχους. Οι Ινδοί, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν την ορμή των Μακεδόνων, εγκατέλειψαν τα τείχη της πόλης και κατέφυγαν στην ακρόπολη. Από το τμήμα του Περδίκα, άλλοι υπέσκαπταν το τείχος και άλλοι, κολλώντας τις σκάλες στα σημεία του τείχους που βόλευε, επιχειρούσαν να καταλάβουν την ακρόπολη. Ο Αλέξανδρος, επειδή του φάνηκαν οι Μακεδόνες στρατιώτες που κουβαλούσαν τις σκάλες ότι ενεργούσαν ανόητα, αφού άρπαξε τη σκάλα από τα χέρια ενός στρατιώτη, την κόλλησε στο τείχος και, καλυμμένος με την ασπίδα του, ανέβαινε στο τείχος ۠ μαζί του άρχισαν να ανεβαίνουν ο Πευκέστας και μετά από αυτόν ο Λεοννάτος πάνω στην ίδια σκάλα. Ήδη ο Αλέξανδρος βρισκόταν στο ύψος της έπαλξης του τείχους και, έχοντας στηρίξει πάνω σε αυτή την ασπίδα του, άλλους ( από τους εχθρούς ) τους απωθούσε προς τα μέσα, ενώ άλλους ήδη τους είχε σκοτώσει με το ξίφος του, και είχε καταστήσει αυτό το μέρος του τείχους γυμνό από υπερασπιστές. Οι υπασπιστές του, έντρομοι για τον κίνδυνο που διέτρεξε ο βασιλιάς, ανεβαίνοντας πολλοί μαζί βιαστικά πάνω στην ίδια σκάλα, τη σπάζουν, με αποτέλεσμα ( όσοι από αυτούς ανέβαιναν ) να πέσουν κάτω και οι άλλοι να μη μπορούν να ανέβουν.
Και ο Αλέξανδρος, όρθιος πάνω στο τείχος, βαλλόταν κυκλικά από τα βέλη των Ινδών ۠ και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι, αν παραμείνει εκεί, θα κινδυνεύσει χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε το αξιόλογο, ενώ αν πηδούσε στο εσωτερικό του τείχους, ίσως θα τρομοκρατούσε τους Ινδούς ۠ και με τέτοιες σκέψεις πηδάει από το τείχος μέσα στην ακρόπολη. Εκεί λοιπόν, με τα νώτα του στο τείχος, μερικούς που όρμησαν καταπάνω του τους σκότωσε με το ξίφος ۠ και άλλον που πλησίαζε τον χτύπησε με πέτρα και δεύτερο με πέτρα, και άλλον που τον πλησίασε κοντύτερα τον σκότωσε πάλι με το ξίφος του. Οι βάρβαροι δεν τολμούσαν να τον πλησιάσουν αλλά, έχοντάς τον περικυκλώσει, έριχναν εναντίον του οτιδήποτε τύχαινε να έχουν στα χέρια τους ή να παίρνουν τότε από κάτω.
Στο μεταξύ ο Πευκέστας, ο Αβρέας και ο Λεοννάτος, που μόνοι αυτοί έτυχε να έχουν ανεβεί στο τείχος πριν σπάσει η σκάλα, αφού πήδηξαν κι αυτοί μέσα, πολεμούσαν για το βασιλιά τους. Ο Αβρέας σκοτώθηκε εκεί χτυπημένος με τόξο στο πρόσωπο και ο Αλέξανδρος χτυπήθηκε κι αυτός μέσω του θώρακα στο στήθος από τόξο πάνω από το μαστό του. Και ο Αλέξανδρος, όσο το τραύμα του ήταν ζεστό, αν και πληγωμένος, πολεμούσε ۠ επειδή όμως το αίμα έτρεχε πολύ και συνέχεια, καθώς το συνόδευε και αέρας ( από τον πνεύμονα ), τον κατέλαβε ίλιγγος και λιποθυμία και έπεσε ασθμαίνοντας πάνω στην ασπίδα. Ο Πευκέστας, πέφτοντας πάνω του τον κάλυπτε και με την ασπίδα του, και ο Λεοννάτος τον κάλυπτε από δεξιά και αριστερά, αλλά και οι δύο πλήττονται από τους εχθρούς. Οι Μακεδόνες από κάτω αναζητούσαν τρόπους να ανεβούν στο τείχος – μέσα στο αδιέξοδό τους – καρφώνοντας πασσάλους στο τείχος, που ήταν χωμάτινο, και στηριζόμενοι σε αυτούς σκαρφάλωναν με δυσκολία, και άλλοι ανέβαιναν πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου. Ο πρώτος που ανέβηκε πηδάει από το τείχος μέσα στην πόλη, εκεί που έβλεπαν να είναι πεσμένος ο βασιλιάς, και ύστερα όλοι με φωνές και αλαλαγμούς. Ήδη γύρω από τον πεσμένο βασιλιά έγινε φοβερή μάχη, καθώς τον προάσπιζαν οι Μακεδόνες, οι οποίοι κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλον ۠ οι άλλοι από κάτω έσπασαν το μοχλό με τον οποίο παρέμενε κλειστή η πόρτα του μεταπυργίου και μπήκαν όλοι μέσα.
Αυτοί σκότωσαν όλους τους Ινδούς και δεν άφησαν ούτε γυναίκες ούτε παιδιά, και άλλοι μετέφεραν έξω το βασιλιά πάνω σε ασπίδα σε πολύ άσχημη κατάσταση, χωρίς να γνωρίζουν αν θα επιζούσε. Κατά τη μεταφορά ο Αλέξανδρος έχασε πολύ αίμα ώστε ξανά λιποθύμησε και έτσι σταμάτησε η απώλεια αίματος λόγω λιποθυμίας.
Και στο διάστημα που ο Αλέξανδρος παρέμενε στο στρατόπεδο των Μαλλών κάνοντας θεραπεία για το τραύμα του, έφτασε αρχικά η φήμη ότι είχε πεθάνει από το τραύμα. Και στην αρχή απλώθηκε θρήνος σε όλη τη στρατιά ۠ και αφού σταμάτησαν το θρήνο έπεσαν σε αθυμία και αδιέξοδο. Και όταν διαδόθηκε ότι ζει ο Αλέξανδρος, δε μπορούσαν ακόμη να το πιστέψουν.
Επειδή το αντιλήφθηκε αυτό ο Αλέξανδρος, για να μη γίνει καμιά αναταραχή στο στρατό, μόλις ανάρρωσε κάπως, μεταβαίνει προς τον Υδραώτη ποταμό ( προς το στρατόπεδο ). Μόλις πλησίασε το πλοίο που μετέφερε το βασιλιά στο στρατόπεδο, διατάζει να αφαιρέσουν τα παραπετάσματα από την πρύμνη για να μπορέσουν να τον δουν όλοι ۠ ο βασιλιάς σήκωσε ψηλά το χέρι προς το πλήθος και αυτοί ζητωκραύγαζαν δυνατά, υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό. Και όταν είδαν τον Αλέξανδρο να ανεβαίνει πάλι επάνω στο άλογο, όλη η στρατιά ξέσπασε σε δυνατά χειροκροτήματα ۠ και αντήχησαν και οι όχθες και τα διπλανά δάση.
Στη συμβολή του Ακεσίνη ποταμού με τον Ινδό κατέφθασαν στον Αλέξανδρο και άλλα τριακόντορα πλοία που είχαν ναυπηγηθεί γι` αυτόν, κατέφθασαν και οι Σόγδοι, προσχωρώντας την πόλη τους στο Μακεδόνα βασιλιά. Από `κει εξορμά εναντίον του διοικητή Οξικανού, γιατί αυτός δεν είχε φανεί για να δηλώσει την υποταγή του ίδιου και της χώρας του. Και τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας του Οξικανού τις κυρίεψε ολοκληρωτικά με έφοδο. Και οι άλλες πόλεις αυτής της περιοχής παραδίδονταν στο πέρασμά του. Έτσι, όλοι οι Ινδοί είχαν πια υποταχθεί στον Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, περνώντας τα Πάταλα και, αφού κατασκεύασε ναυστάθμους και καταφύγια πλοίων, βάδιζε προς τα σύνορα των Γεδρωσών και Ωρειτών, γιατί είχε πληροφορίες ότι οι κάτοικοι τους ήταν παραταγμένοι μπροστά στα στενά για να εμποδίσουν τη διέλευσή του. Αυτοί περίμεναν εκεί, αλλά μόλις έμαθαν ότι πλησιάζει, οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή ۠ οι υπόλοιποι δήλωσαν υποταγή. Ο ίδιος με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού προχωρούσε προς τη χώρα των Γεδρωσών, ερημική στο μεγαλύτερο μέρος της.
Από `κει, μέσα από τη Γεδρωσία, προχωρούσε από δρόμο δύσβατο και χωρίς να του εξασφαλίζει τα αναγκαία και με ανυπαρξία νερού για το στρατό σε πολλά σημεία. Ο Αλέξανδρος βιαζόταν να βγει σε παραθαλάσσια ζώνη. Και ακολούθησε αυτή την πορεία, όχι από άγνοια των δυσκολιών, αλλά επειδή είχε μάθει ότι κανένας στο παρελθόν από όσους επιχείρησαν να περάσουν με το στρατό του δε σώθηκε, εκτός από τη Σεμίραμη στην επιστροφή της από την Ινδία. Γι` αυτούς τους λόγους λοιπόν και συνάμα για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για το ναυτικό από εγγύτερη περιοχή, ακολούθησε ο Αλέξανδρος αυτό το δρόμο. Ο φοβερός καύσωνας και η έλλειψη νερού αποδεκάτισε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και προπαντός τα ζώα ۠ αυτά, από το βούλιαγμα στην άμμο και το κάψιμό της – γιατί ήταν καυτή η άμμος – τα περισσότερα από τη δίψα χάθηκαν ۠ ταυτόχρονα, στις ανηφόρες και κατηφόρες τα άλογα και τα μουλάρια υπέφεραν ακόμη περισσότερο από την ανωμαλία του εδάφους και την αστάθειά του. Το στράτευμα εξαντλήθηκε σε μεγάλο βαθμό ۠ γιατί η έλλειψη νερού περισσότερο τους εξανάγκαζε να συνεχίσουν την πορεία ακανόνιστα.
Μεγάλη απώλεια σημειώθηκε στα ζώα και εκούσια από το στρατό ۠ γιατί, ύστερα από συνεννόηση μεταξύ τους, όταν τους έλειπε η τροφή, έσφαζαν τα περισσότερα άλογα και μουλάρια και έτρωγαν το κρέας τους. Οι ίδιοι κατέστρεφαν τις άμαξες που ήταν αδύνατο να προχωρούν λόγω του βάθους της άμμου. Έτσι, εγκαταλείπονταν στη μέση της διαδρομής άλλοι από αρρώστια και άλλοι από αδυναμία να αντέξουν την κούραση ή τον καύσωνα ή τη δίψα. Ο Αλέξανδρος δε στρατοπέδευε εντελώς κοντά σε μέρη που υπήρχε νερό, αλλά σε απόσταση πάνω από είκοσι στάδια, για να μη χάνονται αυτοί και τα ζώα, πέφτοντας με απληστία μέσα στο νερό και, μάλιστα οι περισσότεροι ασυγκράτητα να μολύνουν το νερό και για την υπόλοιπη στρατιά, μπαίνοντας μέσα στις πηγές και τα ρέματα.
Ο Αλέξανδρος, κρίνοντας ότι πρέπει να βαδίσει κλίνοντας προς τα αριστερά, πήρε κάποιους ιππείς μαζί του και προχώρησε ۠ και ο ίδιος και οι ιππείς του βρήκαν τη θάλασσα και, ανοίγοντας γούρνες στην παραλία, βρήκαν νερό γλυκό και καθαρό. Και για εφτά μέρες προχωρούσαν παραθαλάσσια, έχοντας εξασφαλισμένο νερό από την ακτή. Και από εκεί κατευθύνθηκε η στρατιά προς το εσωτερικό της χώρας.
Όταν έφτασε στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, ξεκουράζει εκεί το στρατό του. Μετά κατευθύνθηκε προς την Καρμανία ۠ εκεί τον συναντάει ο Κρατερός με το στρατό και τους ελέφαντες. Στο μεταξύ και ο Νέαρχος έφτασε στα παραθαλάσσια κατοικημένα μέρη της Καρμανίας. Ο Αλέξανδρος τώρα βάδιζε προς τις Πασαργάδες της Περσίας. Αφού επισκέφτηκε τον τάφο του Κύρου του Πρεσβύτερου, προχώρησε προς τα ανάκτορα των Περσών.
Ο Αλέξανδρος από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη έφτασε στα Σούσα. Εκεί ο Μακεδόνας βασιλιάς προχώρησε σε γάμο, τόσο προσωπικό του όσο και των εταίρων του. Ο ίδιος παντρεύτηκε τη μεγαλύτερη από τις κόρες του Δαρείου Βαρσίνη ۠ ήδη είχε παντρευτεί και την κόρη του Οξυάρτη Ρωξάνη. Οι γάμοι έγιναν σύμφωνα με τα περσικά έθιμα.
Τότε έκρινε κατάλληλα το χρόνο να εξοφλήσει τα χρέη προς το στράτευμα και διατάζει να συνταχθεί κατάσταση πόσα είχε να εισπράξει ο καθένας. Συνολικά στη στρατιά έδωσε 20.000 τάλαντα. Κα στεφάνωσε με χρυσά στεφάνια όσους ξεχώρισαν για τα ανδραγαθήματά τους.
Ο Αλέξανδρος τώρα έπλεε από τον Εύπλαιο ποταμό μέσω της θάλασσας προς τις εκβολές του Τίγρη. Φτάνοντας στα Εκβάτανα, ο βασιλιάς πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε αθλητικούς και μουσικούς αγώνες. Εκείνες τις μέρες αρρώστησε ο Ηφαιστίωνας – ήδη ήταν εφτά μέρες άρρωστος – επιδεινώθηκε η κατάστασή του και πέθανε. Το πένθος του Αλέξανδρου για τον πιο έμπιστο φίλο του ήταν βαρύ.
Ήταν μακρύ το διάστημα του πένθους. Τότε λοιπόν εξαρμά εναντίον των Κοσσαίων, πολεμικού έθνους γειτονικού των Ουξίων, κυριεύοντάς τους. Καθώς κατέβαινε τώρα από τη Βαβυλώνα, τον συναντούσαν πρεσβείες των Λιβύων, που τον συνέχαιραν και τον στεφάνωναν για την ανάληψη της βασιλείας στην Ασία. Κατέφθασαν ακόμη πρεσβείες από την Ιταλία, την Καρχηδόνα, την Αιθιοπία, από τους Σκύθες της Ευρώπης και από τους Κέλτες για να ζητήσουν τη φιλία του.
Τον Αλέξανδρο λοιπόν, μόλις πέρασε τον Τίγρη ποταμό με τη στρατιά του βαδίζοντας προς τη Βαβυλώνα, εκεί τον συναντούν σοφοί των Χαλδαίων και, απομακρύνοντάς τον από τους εταίρους του, του ζήτησαν να αναστείλει την επέλαση προς τη Βαβυλώνα ۠ γιατί είχαν πάρει χρησμό από το θεό Βήλο ότι δε θα του έβγαινε σε καλό η είσοδος στη Βαβυλώνα τότε.
Όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη Βαβυλώνα τον συνάντησαν πρεσβείες από την Ελλάδα για να τον στεφανώσουν και να τον επαινέσουν για τις νίκες του. Εκεί ήρθε και το ναυτικό του Νέαρχου. Ο βασιλιάς προετοίμαζε το ναυτικό και στρατολογούσε άντρες εναντίον των Αράβων, με πρόφαση ότι μόνο αυτοί δεν ήλθαν να τον συγχαρούν. Τον υποκινούσε το μέγεθος της χώρας των Αράβων και η οικονομική ευμάρειά της.
Και ενώ ναυπηγούνταν για τον Αλέξανδρο τριήρεις και διανοιγόταν το λιμάνι στη Βαβυλώνα, εκπλέει από τη Βαβυλώνα ακολουθώντας τον Ευφράτη προς τον Πολλακόπα ποταμό. Και μέσω αυτού του ποταμού φτάνει στις λίμνες προς τη χώρα των Αράβων. Εκεί έχτισε μια πόλη και την περιτείχισε και εγκατέστησε μέσα μερικούς Έλληνες.
Κατά την επάνοδό του στη Βαβυλώνα ήρθαν ( μαζί με τον Πευκέστα ) 20.000 Πέρσες. Έφτασε ακόμη και ο Φιλόξενος με στρατό από την Καρία και ο Μένανδρος με άλλους και με Μενίδες ιππείς. Στο μεταξύ, πολλές φορές προχώρησε σε ασκήσεις του ναυτικού και διοργανώθηκαν αγώνες κωπηλατών και κυβερνητών με ( έπαθλα ) στεφάνια για τους νικητές. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε και, προσφέροντας στους θεούς τις καθιερωμένες θυσίες, συμμετείχε σε συμπόσιο με τους φίλους του και έπινε μέχρι τα ξημερώματα. Και όταν ο ίδιος σκόπευε να αποσυρθεί μετά την κραιπάλη για τον κοιτώνα του, τον συνάντησε ο Μήδιος, ο πιο έμπιστος τότε από τους εταίρους του, και του Ζήτησε να συνεχίσουν μαζί να πίνουν.
Και οι βασιλικές εφημερίδες έτσι τα καταγράφουν : ότι δηλ. έπινε ο Αλέξανδρος μαζί με το Μήδιο ۠ έπειτα σηκώθηκε, λούστηκε, κοιμήθηκε και μετά δείπνησε με το Μήδιο, πίνοντας και πάλι μέχρι τα ξημερώματα ۠ και αφού σταμάτησε να πίνει, ξαναλούστηκε ۠ και μετά το λούσιμο έφαγε λίγο και αποκοιμήθηκε εκεί, γιατί ήδη παρουσίαζε πυρετό. Και μεταφερόμενος σε κλίνη προς τα ιερά, θυσίασε – όπως το επέβαλε το έθιμο κάθε μέρα – και πλάγιασε εκεί μέχρι το απόβραδο. Παράλληλα έδωσε διαταγή στους στρατηγούς για την πεζική και ναυτική πορεία, να προετοιμασθούν για αποχώρηση την Πέμπτη μέρα. Από εκεί μεταφέρθηκε πάνω στην κλίνη προς τον ποταμό και, αφού επιβιβάστηκε στο πλοίο, έπλευσε πέρα από το ποτάμι στον κήπο και εκεί λούστηκε πάλι και ξεκουραζόταν. Και την επόμενη μέρα ξαναλούστηκε και πρόσφερε τις καθιερωμένες θυσίες. Αφού έκανε αυτά, γευμάτισε με λίγη τροφή ۠ και όλη τη νύχτα ψήθηκε στον πυρετό ۠ την επόμενη μέρα λούστηκε και μετά θυσίασε. Και στο Νέαρχο και στους άλλους στρατηγούς ανακοίνωσε να ετοιμασθούν για τον απόπλου την τρίτη μέρα. Την επόμενη μέρα λούστηκε ξανά και πρόσφερε θυσίες, εξακολουθούσε όμως να έχει υψηλό πυρετό. Αλλά και σε αυτή την κατάσταση της υγείας του συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους παράγγειλε να είναι πανέτοιμοι για τον απόπλου – γιατί θα κάνει το λουτρό του το βράδυ και θα γίνει σίγουρα καλά. Την επόμενη μέρα θυσίασε τα καθιερωμένα, όμως με επιδείνωση της υγείας του, συγκάλεσε τους ανώτερους αξιωματικούς του και τους έδωσε ξανά εντολές για τον απόπλου. Την επόμενη μέρα σε βαριά κατάσταση μεταφέρθηκε προς τα ιερά και θυσίασε, και επανέλαβε τις ίδιες εντολές στους ηγεμόνες για την αναχώρηση. Και την επόμενη, αν και σε βαριά κατάσταση, όμως πρόσφερε τις καθιερωμένες θυσίες. Και έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν οι στρατηγοί στην αυλή και οι χιλίαρχοι και πεντακοσίαρχοι στην είσοδό της. Και ενώ ήδη είχε περιέλθει σε άσχημη κατάσταση της υγείας του, μεταφέρθηκε από τον κήπο στα ανάκτορα. Και όταν μπήκαν μέσα οι στρατηγοί, τους καταλάβαινε βέβαια, αλλά δε μπορούσε να τους μιλήσει και παρέμεινε άφωνος ۠ και όλη τη νύχτα και την ημέρα ψήθηκε από υψηλότατο πυρετό, καθώς και το άλλο μερόνυχτο ( φαίνεται πως ο Αλέξανδρος 10 μέρες εμπύρετος – προσβεβλημένος από ελονοσία; είχε εξαντληθεί τελείως ۠ διατηρούσε κάπως τις αισθήσεις του, αλλά δε μπορούσε ούτε να κουνηθεί από το κρεβάτι του ούτε και να μιλήσει ).
Έτσι έχει γραφεί στις βασιλικές εφημερίδες, και επιπλέον ότι οι στρατιώτες επιθύμησαν να τον αντικρύσουν, άλλοι να τον δουν ακόμη ζωντανό και άλλοι γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε πεθάνει και υπέθεταν ότι οι σωματοφύλακες κρατούσαν κρυφό το θάνατό του. Μάλιστα πολλοί, από λύπη και πόθο προς το βασιλιά τους, παραβίασαν την είσοδο για να δουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος παρέμενε άφωνος καθώς περνούσε από μπροστά του η στρατιά, και χαιρετούσε τον καθένα σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι με δυσκολία και κάνοντας νεύμα με τα μάτια του.
Οι βασιλικές εφημερίδες γράφουν ότι, αφού κοιμήθηκαν μέσα στο ιερό του Σάραπη ο Πείθωνας και ο Άτταλος και ο Δημοφώντας και ο Πευκέστας και μαζί τους ο Κλεομένης ο Μενίδας και ο Σέλευκος, ρώτησαν το θεό αν είναι καλύτερο και προτιμότερο για τον Αλέξανδρο, αφού μεταφερθεί στο ναό και προσευχηθεί, να θεραπευτεί από το θεό. Και λένε ότι δόθηκε από το θεό χρησμός να μη μεταφερθεί στο ιερό, αλλά, αν παραμείνει εκεί, ότι θα είναι καλύτερα. Λένε ότι αυτά ανάγγειλαν οι εταίροι και ότι ο Αλέξανδρος ύστερα από λίγο πέθανε – σα να ήταν αυτό το καλύτερο. Τα ίδια με αυτά έχουν γραφεί και από τον Αριστόβουλο και από τον Πτολεμαίο. Αυτοί έγραψαν και τα εξής : ότι δηλ. ρώτησαν οι εταίροι τον Αλέξανδρο σε ποιον αφήνει τη βασιλεία και ότι αυτός απάντησε : « στον καλύτερο ». Οι ίδιοι λένε ότι πρόσθεσε σε αυτά τα λόγια ότι βλέπει να γίνεται μεγάλος επιτάφιος αγώνας για τη διαδοχή του.
Ο Αλέξανδρος μπόρεσε και ψέλλισε την απάντηση : « τη βελτίστω », πεδίο δηλ. ισχυρών προσωπικών αγώνων των στρατηγών για την επιβολή τους. Άλλοι λένε ότι η λέξη που μισακούστηκε από τα τρεμάμενα χείλη του βασιλιά που εκπνέει είναι : « τω Ηρακλεί » ۠ ήταν ο γιος του από την πρώτη γυναίκα του Βαρσίνη, χήρα του Μέμνονα. Η Ρωξάνη ήταν τότε έγκυος και δεν είχε φέρει στον κόσμο ακόμη το γιο της, που τον ονόμασε κι αυτόν Αλέξανδρο ( και που στη συνέχεια ανακηρύχτηκε συμβασιλέας με τον Αριδαίο, γιο του Φιλίππου, και που στα πλαίσια της διαπάλης δολοφονήθηκε, όπως και η Ρωξάνη, στη Μακεδονία ). Η πιθανότατη αιτία για τα αίτια του θανάτου του Αλέξανδρου είναι αυτή : ότι δηλ. πέθανε από ελώδη πυρετό, από τον οποίο προσβλήθηκε κατά τον πλου στα τενάγη και τα έλη του Ευφράτη, λίγο έξω από τη Βαβυλώνα.
Γνωρίζω βέβαια ότι έχουν γραφεί πολλά άλλα σχετικά με το θάνατο του Αλέξανδρου, και ότι στάλθηκε δηλητήριο από τον Αντίπατρο για τον Αλέξανδρο και ότι πέθανε από το δηλητήριο, και άλλα πολλά ειπώθηκαν. Και αυτά ας έχουν γραφεί από εμένα, για να μη φανώ ότι αγνοώ ότι έχουν ειπωθεί περισσότερο, παρά το ότι είναι αξιόπιστα για εξιστόρηση. Πέθανε λοιπόν ο Αλέξανδρος κατά την εκατοστή δέκατη τέταρτη ( 114η ) Ολυμπιάδα, όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Ηγήσιος. Ο Αλέξανδρος έζησε 32 χρόνια και 8 μήνες και βασίλεψε 12 χρόνια και τους 8 αυτούς μήνες. Και ήταν πολύ φιλόπονος, πολύ εύστροφος και εξαιρετικά ανδρείος και ευσεβέστατος. Σχετικά με τις σαρκικές ηδονές ήταν πάρα πολύ εγκρατής και σχετικά με τις πνευματικές απολαύσεις πολύ άπληστος. Ήταν ικανότατος στο να προβλέπει το αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πολύ διορατικός στο να συμπεραίνει το πιθανό με βάση αυτά που έβλεπε, και εμπειρότατος στο να παρατάσσει στρατιά και να την εξοπλίζει και να την οργανώνει ۠ στο να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών, στο να εμπνέει βάσιμες ελπίδες και στο να εξαφανίζει το φόβο τους στους κινδύνους με το προσωπικό του θάρρος ۠ σε όλα αυτά ήταν αξεπέραστος, και ακόμη ήταν πιστότατος στο να τηρεί τις συνθήκες και τις υποσχέσεις, πολύ φειδωλός στα οικονομικά του και πολύ γενναιόδωρος σε ευεργεσίες προς τους φίλους του.
Δε μου φαίνεται λοιπόν ο Αλέξανδρος ότι υπήρξε πιο ασήμαντος βασιλιάς από το Μίνωα ή τον Αιακό ή το Ραδάμανθυ, για τους οποίους, αν και αποδόθηκε η γέννησή τους στο Δία, καμιά αλαζονεία δεν τους καταλογίζεται, ούτε ήταν πιο ασήμαντος από το Θησέα, το γιο του Ποσειδώνα, ούτε από τον Ίωνα, το γιο του Απόλλωνα.
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι στην εποχή του δεν υπάρχει κανένα έθνος ανθρώπων ή πόλη ή άνθρωπος στον οποίο δεν είχε φτάσει το όνομα του Αλέξανδρου.-